Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Πώς θα ξανακερδηθεί η λευκή εργατική τάξη;

Δημοσίευση: 12 Ιαν 2017 17:00

Πριν από τέσσερα περίπου χρόνια, ο Τζορτζ Σόρος άρχισε να ενδιαφέρεται για τη λευκή εργατική τάξη της Ευρώπης.

Ήταν ένας νέος τομέας γι’ αυτόν: μέχρι τότε, τα φιλελεύθερα Ιδρύματα Ανοιχτής Κοινωνίας μελετούσαν και υποστήριζαν τις εθνικές μειονότητες. Ο Σόρος κατάλαβε όμως ότι οι λευκοί εργάτες είχαν πολλά κοινά σημεία με τους ευρωπαίους μουσουλμάνους: ήταν στην πλειοψηφία τους φτωχοί, ήταν θύματα διακρίσεων εξαιτίας του παρουσιαστικού τους και της αμφίεσής τους και οι φωνές τους ακούγονταν σπανίως.

Το ενδιαφέρον του χρηματιστή ίσως να αιφνιδίασε ένα μέρος της λευκής εργατικής τάξης. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είχε χαρακτηρίσει τον Σόρος έναν «από τους ανθρώπους που δεν έχουν στο μυαλό τους το καλό σας;» Παρ’ όλα αυτά, τα Ιδρύματα του Σόρος χρηματοδότησαν τη μελέτη έξι γειτονιών της λευκής εργατικής τάξης στη δυτική Ευρώπη. Η μελέτη της Λυών, μάλιστα, ήταν η μόνη μελέτη τέτοιου είδους που έχει γίνει στη Γαλλία.

Σήμερα, η λευκή εργατική τάξη δεν είναι πια ξεχασμένη. Τα συστημικά κόμματα προσπαθούν να την ξανακερδίσουν. Και η μελέτη του Σόρος δείχνει τον τρόπο.

Προτού επισκεφθούμε τις γειτονιές που μελετήσαμε στο Μάντσεστερ και τη Λυόν, δεν είχα καταλάβει πόσο πολύ χλευάζονταν αυτοί οι άνθρωποι, τόσο από τις «ελίτ» όσο και από τα μέσα ενημέρωσης. Πολλοί από αυτούς παραπονούνται ότι το «σύστημα» ενδιαφέρεται περισσότερο για τις μειονότητες και τους γκέι, παρά γι’ αυτούς. Οι άνθρωποι που συνάντησα στο Μάντσεστερ στερούνταν αξιοπρεπών μέσων μεταφοράς, φροντίδας για τα παιδιά τους, φροντίδας για τους ηλικιωμένους και μέριμνας για την ψυχική τους υγεία (ένα ιδιαίτερα σημαντικό θέμα για τους φτωχούς). Δεν είχαν καμιά εμπιστοσύνη στην αστυνομία. Δούλευαν χωρίς συμβάσεις – ή με Συμβόλαια Μηδενικού Χρόνου - και χωρίς εγγυημένο μισθό. Τις εβδομάδες που κάτι κέρδιζαν, ήταν υποχρεωμένοι να συμπληρώνουν πολύπλοκες αιτήσεις και να ελπίζουν σε βοήθεια. Ορισμένοι δεν έστελναν τα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο γιατί δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα έξοδα. Άνθρωποι στη Λυών μου είπαν ότι φοβόντουσαν πως θα καταλήξουν στο δρόμο.

Αντί για το κράτος, οι άνθρωποι αυτοί στηρίζονταν στην κοινοτική αλληλεγγύη. Ο ένας κοίταζε τα παιδιά ή τους γονείς του άλλου. Ένας οδηγός λεωφορείου και η γυναίκα του στο Μάντσεστερ, που φρόντιζαν τον 96χρονο γείτονά τους, μου είπαν ότι θα τους άρεσε να ξέρουν ότι κάποιος θα φροντίσει κι αυτούς. Το μόνο που είχαν αυτοί οι άνθρωποι ήταν η κοινότητα. Δεν είναι περίεργο λοιπόν που έβλεπαν με καχυποψία τους πάντες, από τους δημοσιογράφους μέχρι τους μετανάστες. Στο Μάντσεστερ, οι λευκοί ανταγωνίζονταν με τους μη λευκούς για τα λιγοστά δημόσια διαμερίσματα.

Όπως συμβαίνει και με τους μουσουλμάνους, πολύ λίγοι φτωχοί λευκοί έχουν καταφύγει στον βίαιο εξτρεμισμό – στην περίπτωσή τους, δηλαδή, στον νεοναζισμό. Πολλοί άλλοι ψηφίζουν τα λαϊκιστικά κόμματα. Οι περισσότεροι όμως απέχουν. Ένας άνδρας ονόματι Λιονέλ που ζει στη Λυών μου είπε για τη Μαρίν Λεπέν: «Δεν νομίζω ότι ζει στον πραγματικό κόσμο». Στις βόλτες μου λίγο πριν από το δημοψήφισμα για το Brexit στο φτωχό λευκό Μπίρκενχεντ, κοντά στο Λίβερπουλ, δεν είδα ούτε μια αφίσα «Leave».

Τα λαϊκιστικά κόμματα σύντομα θα απογοητεύσουν αυτούς τους ανθρώπους. Στο Μάντσεστερ, ο κόσμος φοβάται ότι η πτώση της λίρας θα οδηγήσει σε αύξηση της τιμής των τροφίμων και της βενζίνης. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι φορολογικές μειώσεις του Τραμπ θα ωφελήσουν κυρίως το 1%. Έτσι κι αλλιώς, λίγοι φτωχοί λευκοί πληρώνουν φόρους.

Τα συστημικά κόμματα μπορούν να ξανακερδίσουν αυτούς τους ανθρώπους. Δεν θα το πετύχουν όμως αν θεωρήσουν ότι το μεγαλύτερο πρόβλημά τους είναι η μετανάστευση. Αυτό είναι το πεδίο των λαϊκιστών. Το κομμάτι των ψηφοφόρων που έχουν έμμονη ιδέα με τη μετανάστευση έχει μάλλον χαθεί για τα παραδοσιακά κόμματα.

Τα παραδοσιακά κόμματα θα πρέπει, αντίθετα, να βρουν ένα αφήγημα για το «καινούργιο εμείς», που περιλαμβάνει τόσο τους φτωχούς λευκούς όσο και τους φτωχούς μη λευκούς. Θα πρέπει να δείξουν ενδιαφέρον για τα καθημερινά προβλήματα της εργατικής τάξης. (Στη Βρετανία, ο Τζέρεμι Κόρμπιν μοιάζει να ενδιαφέρεται περισσότερο για τη Βενεζουέλα και την Κούβα). Θα πρέπει να προσφέρουν περισσότερη κρατική φροντίδα για τα παιδιά, περισσότερη κοινωνική στέγη (ιδιαίτερα σε περιοχές με μεγάλη μετανάστευση), έναν υψηλότερο ελάχιστο μισθό και καλύτερη φροντίδα για την ψυχική υγεία. Θα πρέπει επίσης να λάβει τέλος η τακτική των Συμβολαίων Μηδενικού Χρόνου, που επιτρέπει στον εργοδότη να απασχολεί τον υπάλληλο όσες ώρες θέλει την εβδομάδα – ακόμη και καθόλου.

Για να πληρώσουν για όλα αυτά, οι ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει ίσως να ξεχάσουν τη λιτότητα. Πάνω απ’ όλα, όμως, οι παραδοσιακοί πολιτικοί πρέπει να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη της λευκής εργατικής τάξης και να τους πείσουν ότι δεν χρησιμοποιούν την πολιτική για να πλουτίσουν. Πάμπλουτοι πολιτικοί σαν τον Τόνι Μπλερ και τη Χίλαρι Κλίντον είναι δώρα για τους λαϊκιστές.

Η εξέγερση κατά των ελίτ κυριάρχησε το 2016. Είναι καιρός τα έξυπνα συστημικά κόμματα να αντεπιτεθούν.

Tου Simon Kuper (*)

(*) Ο Σάιμον Κούπερ είναι αρθρογράφος των Financial Times