Από τα χρόνια του Ομήρου μέχρι τις μέρες μας, που στην «ευαίσθητη» αυτή τέχνη αντανακλάται η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, ένα ερώτημα παραμένει ακόμα μετέωρο: Αλήθεια, μπορεί κανείς και μέσα σε ποιες λέξεις να οριοθετήσει την ακριβή σημασία της ποίησης;
Η ποίηση, ως αίνιγμα, μοιάζει με ένα στιγμιότυπο της ελεύθερης κίνησης των νερών του κόσμου. Ασταμάτητη, μαρτυρά μια σκηνή οικεία, επαναλαμβανόμενη αλλά και τόσο μοναδική που ακούσια περνά στην αθανασία. Το μεγάλο της επίτευγμα είναι ότι καταφέρνει να «αγγίζει» ανθρώπους που έζησαν σε διαφορετικούς αιώνες και σε διαφορετικά γεωγραφικά πλάτη.
Η ερμηνεία των ποιητικών έργων εγείρει έναν ακόμα προβληματισμό: Υπάρχει μία μόνο ερμηνεία ή πολλές, ακόμα και αντιφατικές μεταξύ τους; Η αστερόσκονη των στίχων ενδέχεται να σε αφυπνίσει από διαφορετικό όνειρο από αυτό που αρχικά εμπνεύστηκε ο δημιουργός. Και, όπως αναφέρει ο Αργεντινός συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες: «Όταν διαβάζουμε ένα ποίημα φανταζόμαστε πως κι εμείς θα μπορούσαμε να το έχουμε γράψει, πως το ποίημα προϋπήρχε μέσα μας».
Άραγε πώς θα ήταν ο κόσμος μας αν δεν υπήρχε η ποίηση; Χωρίς την ποίηση, ποτέ δεν θα καταλαβαίναμε «οι Ιθάκες τι σημαίνουν», οι σκέψεις θα έμεναν «χωλές» και τα ρόδα θα τα αποκαλούσαμε απλώς τριαντάφυλλα.
«Τι χρειάζονται όμως οι ποιητές σε μικρόψυχους καιρούς;». Το ρητορικό ερώτημα του Χέλντερλιν, Γερμανού ρομαντικού ποιητή, δεν τίθεται καν, διότι όχι απλώς η εγνωσμένη αξία, αλλά η ανάγκη για ποιητές και λογοτέχνες είναι παραπάνω από δεδομένη: «Οι Ποιητές [ωστόσο] σαν τους ιερείς του Βάκχου τους σεβασμίους χρεωστούν να φανερώνονται από Χώρα εις Χώραν, εν μέσω των ιερών νυχτών», μεταφράζει τους αμέσως επόμενους στίχους ο Παπατσώνης.
Γιατί οι ποιητές, όπως είπε ο Γουάλας Στήβενς, είναι ιερείς του αόρατου. Μας αποκαλύπτουν την αόρατη, δηλαδή την ιερή φύση των πραγμάτων, την ύπαρξη, με άλλα λόγια, των ανθρώπινων ορίων, η υπέρβαση των οποίων συνιστά ύβρη, διασάλευση της τάξης του κόσμου με οδυνηρές, αν όχι ολέθριες συνέπειες για τον υβριστή.
Ο ποιητής είναι η αλογόμυγα που μας υπενθυμίζει διαρκώς τη θνητότητά μας, τη μηδαμινότητά μας απέναντι στο γεγονός του θανάτου, αλλά και της ίδιας της ύπαρξης.
Η αναγνώριση της ιερότητας του άλλου είναι αναγνώριση του γεγονότος ότι η επιδίωξη της απόλυτης – ενίοτε μέχρι εξοντώσεως – κατίσχυσης επί του Άλλου δε γίνεται δίχως συνέπειες. Σέβομαι τον άλλο, την ύπαρξή του, γιατί στο πρόσωπό του αναγνωρίζω την ιερότητα, δηλαδή τον τρομερό γεγονός της ζωής: ότι δηλαδή η ύπαρξη είναι πάντοτε συνύπαρξη, ότι ο άνθρωπος είναι ζώον πολιτικόν, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, που έχει φύσει ανάγκη την κοινωνία με τους άλλους.
Η αντίρρηση έρχεται εύκολα στα χείλη. Στις τέσσερις γωνιές του ορίζοντα η ανηλεής καθημερινότητα αποδεικνύει την μηδαμινή αξία της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος δε φτουράει περισσότερο από ένα οποιοδήποτε χαρτονόμισμα ή μια μπουκιά ψωμί.
Τι μπορούν, ωστόσο, να προσφέρουν οι ποιητές στο Ελληνικό πολιτιστικό context στους σύγχρονους αντί-ποιητικούς, με την αρχαιοελληνική έννοια του ποιειν, καιρούς που βιώνουμε; Έχουν ευθύνη;
Ευθύνη του ποιητή, για να παραθέσω αυτούσια τα λόγια του ανυπέρβλητου Τίτου Πατρίκιου, πρώτη και βασική, είναι να γράφει καλά. Και για να γράφει καλά, θα πρέπει να γράφει με συνείδηση, με εργασιακή συνείδηση. Όπως απαιτούμε από τους άλλους με την οικονομική κρίση που έχουμε να δουλεύουν παραγωγικά, έτσι πρέπει και οι ποιητές να δουλεύουν. Αυτή είναι η πρώτη ευθύνη. Η δεύτερη είναι να προσπαθούμε να επικοινωνούμε με τους ανθρώπους.
Επιλογικά, με πυξίδα την ποίηση, ας είμαστε αισιόδοξοι για την Ελλάδα του Δ.Ν.Τ και με γνώμονα τον κοινό νου ας διερωτηθούμε: μήπως οι ξένοι το έχουν παραξηλώσει, μας έχουν βρει το σάκο του μποξ και προσπαθούν να λύσουν τα δικά τους προβλήματα, χτυπώντας την Ελλάδα; Αλλά από την άλλη, μήπως προσφερθήκαμε αφειδώς σε αυτό με τις επιλογές που έγιναν;
Είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα αλλά δεν είναι χειρότερα από άλλες εποχές. Οι γονείς και παππούδες μας μεγάλωσαν στον πόλεμο, σε μια εποχή που η φυματίωση τους μάστιζε από αδυναμία, γιατί δεν είχαν την καθημερινή τροφή και το φάρμακο ήταν η υπερτροφία. Τώρα πηγαίνουμε σε ινστιτούτα αδυνατίσματος, για να χάσουμε βάρος, να μη πάθει η καρδιά μας,... ε, δεν είναι ίδια εποχή. Δύσκολα τα πράγματα αλλά δεν είμαστε στην κατοχή, στην καταστροφή. Θα τα βγάλουμε πέρα υπό ένα όρο: ότι θα προσπαθήσουμε όλοι μαζί. Και αυτό είναι δύσκολο, γιατί σήμερα έχει απολεσθεί κάθε μόριο κοινωνικής ευθύνης και προάσπισης του συμφέροντος της ολότητας. Και εκεί η τέχνη μπορεί να διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο: φέροντας τους ανθρώπους κοντά και τον καθένα με τον εαυτό του.
Ας εμπιστευτούμε τη δυναμική του Έλληνα που δουλεύει και ας μην μελλοντολογούμε ως Κασσάνδρες κακών για τον Έλληνα της καφετέριας…
Από τη Δέσποινα Σπυριδάκη
Η Δέσποινα Μ. Σπυριδάκη, είναι κλασική φιλόλογος του Μουσικού Σχολείου Λάρισας, υποψήφια διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας Α.Π.Θ