Θετικό διότι η οχταετία των μνημονίων μπορεί, όντως, να ήταν πολύ επώδυνη για τους περισσότερους Έλληνες και για αρκετούς να υπήρξε τραγική. Αλλά, παρά τις παρενέργειες από τα λάθη των ηγεσιών, ήταν «θεραπευτική» για τις δημοσιονομικές όψεις της οικονομίας μας, οδήγησε πολλούς πολίτες σε αναστοχασμό και σε αναθεώρηση αντιλήψεων για τη ζωή και το σημαντικότερο: επέτρεψε την παραμονή της χώρας στο ασφαλές πλαίσιο της Ε.Ε. και της ευρωζώνης.
Ως εκ τούτων και όπως ήταν φυσικό, τα μνημόνια προκάλεσαν μεγάλο πολιτικό κόστος τόσο στους ηγέτες αυτής της περιόδου (Γ. Παπανδρέου, Α. Σαμαρά-Β. Βενιζέλο και Α. Τσίπρα- Π. Καμμένο) όσο και στους αντίστοιχους κομματικούς φορείς. Θα λέγαμε ότι οι ηγέτες αυτοί, εκουσίως ή μη, έδειξαν-με τις συνεργασίες τους-πολιτική ωριμότητα καθώς ετάχθησαν στο καθήκον της διάσωσης και του εκσυγχρονισμού της πατρίδας, με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτό να συμβεί σε συνθήκες ομαλότητας και δίχως εθνικές απώλειες. Το ότι δε η προσπάθεια διάσωσης έγινε χωρίς εκτροπές και με διατήρηση των βασικών λειτουργιών του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι αξιοθαύμαστο όσο κι αν δείχνει αυτονόητο.
Διότι, αντιθέτως, οι προδικτατορικές πολώσεις των πολιτικών δυνάμεων σε συνδυασμό με τις παλατιανές ίντριγκες και τις μεθοδεύσεις των μυστικών υπηρεσιών δεν επέτρεψαν τη συνεννόηση και δεν απέτρεψαν την Απριλιανή εκτροπή που οδήγησε στην τραγωδία της Κύπρου.
Εντούτοις, οι τρεις αιρετοί πρωθυπουργοί της περιόδου των μνημονίων ανήλθαν στην εξουσία αρνούμενοι τη συναίνεση στους προκατόχους τους. Χρησιμοποίησαν περισσότερο ή λιγότερο το εργαλείο του λαϊκισμού και κατόπιν, ενσυνειδήτως και με διαύγεια πνεύματος, υπέγραψαν τα αντίστοιχα μνημόνια που έπληξαν κυρίως τους νέους και τα λαϊκά στρώματα.
Στον αντίποδα, ωστόσο, στη διάρκεια της οχταετούς κρίσης, το πλέον εύπορο και «αναρχοαυτόνομο» τμήμα του πληθυσμού, η οικονομική μας ελίτ, αρνούμενη να δεχθεί κάθε ουσιαστικό έλεγχο, εξακολουθούσε να διαβιεί με τρόπο προκλητικό σπαταλώντας πόρους σε πολυτέλειες και σε συμπεριφορές νεόπλουτων. Έτσι, οι εκάστοτε αρμόδιοι υπουργοί έβλεπαν άπραγοι τα δισ. ευρώ να εγκαταλείπουν τη χώρα, τις διαβόητες λίστες (Λαγκάρντ, Πάναμα, Μπόργιανς κλπ) συνεχώς να «διερευνώνται», την ηλεκτρονική διασύνδεση Υπ. Οικονομικών-Διυλιστηρίων να «βραχυκυκλώνει», το κτηματολόγιο να μένει «κολλημένο», τη δικαιοσύνη να αργεί να αποδοθεί κοκ.
Παρόλα αυτά, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι σε ορισμένους τομείς έγιναν σημαντικά μεταρρυθμιστικά βήματα όπως συνέβη π.χ. με την καθιέρωση της «διαύγειας» ή με την επέκταση χρήσης του πλαστικού χρήματος ή με τον νόμο για την ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων (νόμος 4387/2016, Κατρούγκαλου) κλπ. Κάποια τέτοια εκσυγχρονιστικά βήματα, όμως, όπως ο νόμος Διαμαντοπούλου ή ο νόμος Ραγκούση για τη στελέχωση της Δημόσιας Διοίκησης, που ψηφίστηκαν αρχικώς από την κυβέρνηση Παπανδρέου στη συνέχεια, υπό την πίεση πελατειακών δικτύων, αναιρέθηκαν -πλήρως ή μερικώς- από εκείνους που αρχικώς τους είχαν ψηφίσει.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ελληνικός λαός-παρά τα όσα αρκετοί του καταλογίζουν για την πολιτική του ωριμότητα-ποτέ δεν οδηγήθηκε σε ακραίες επιλογές και ανέθεσε αρχικώς, κατά το «ο τρώσας και ιάσεται», τη διάσωση της χώρας στις πολιτικές δυνάμεις που δημιούργησαν το πρόβλημα. Όχι, βεβαίως, διότι η πλειονότητα του ελληνικού λαού είχε εμπιστοσύνη σ’ αυτές τις δυνάμεις. Ήταν επιλογή ανάγκης με δεδομένη την ανυπαρξία ώριμης εναλλακτικής λύσης και παρότι οι πολίτες γνώριζαν ότι μέσα στα τότε κόμματα εξουσίας είχαν δημιουργηθεί μεγάλες εστίες διαφθοράς και ότι η «διαπλοκή» καθόριζε τις πολιτικές εξελίξεις.
Η έλευση, εν συνεχεία, στην εξουσία του ΣΥΡΙΖΑ έγινε χωρίς ο Α. Τσίπρας-παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του-να έχει αυταπάτες. Είχε-ευτυχώς-πλήρη επίγνωση του ότι οι συσχετισμοί δύναμης εντός της χώρας αλλά, κυρίως, οι δυσμενέστεροι συσχετισμοί στην Ευρώπη δεν αντιμετωπίζονταν με ιδεοληπτικές αυταπάτες αλλά με ρεαλισμό και σχέδιο. Το οποίο σχέδιο, όμως, δυστυχώς, δεν το διέθετε. Εντούτοις, με αντίβαρο τον κ. Καμμένο, ως εγγυητή, στο πλαίσιο συμφωνίας με την Καραμανλική πτέρυγα της Ν.Δ. (και με αντάλλαγμα την «απαλλαγή» του Κώστα Καραμανλή από τις ευθύνες της χρεοκοπίας), κατόρθωσε να κυβερνήσει με σταθερότητα περισσότερο από κάθε άλλο «μνημονιακό» πρωθυπουργό.
Σήμερα, λίγους, μάλλον, μήνες πριν από τις επόμενες εθνικές εκλογές, η χώρα, μετά από την οχταετή πλεύση της στα τρικυμιώδη ύδατα των μνημονιακών δεσμεύσεων, δεν απευθύνθηκε ακόμη στις αγορές οι οποίες, με τον ένα ή άλλο τρόπο, θα επιβεβαιώσουν ή όχι την αλήθεια της εξόδου και του τέλους των μνημονιακών χρόνων.
Εν τούτοις, η νέα γενιά πολιτικών, όσοι από αυτούς άντεξαν, απέκτησε πολύτιμη εμπειρία και σφυρηλάτησε ιδιότητες όπως αυτές των (ακόμη και ετερόκλητων) συνεργασιών που είναι βέβαιο πως θα φανούν χρήσιμες στο κοντινό μέλλον.
Η Ελλάδα μπορεί πλέον να ατενίζει με περισσότερη αισιοδοξία το μέλλον εάν και εφόσον, βέβαια, οι πολιτικές δυνάμεις που θα κυβερνήσουν προσεχώς δεν παρασυρθούν σε εφαρμογή οικονομικών πολιτικών που θα πληγώσουν περισσότερο τους φτωχότερους και θα θρυμματίσουν περαιτέρω την ήδη τραυματισμένη κοινωνική συνοχή.
* Από τον Δημήτρη Νούλα, χημικό