Του Αχιλλέα Πιτσίλκα, διδάκτορα Θεολογίας
Ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης ήταν ένας από τους αποστολικούς Πατέρες, που διακρίθηκε όχι μόνο εξαιτίας των πολλών αρετών του, αλλά και του βάθους της θεολογίας του, διότι εμαθήτευσε στο μεγάλο Απόστολο των Εθνών και «των απορρήτων μυστηρίων γνώστης εγένετο». Για το λόγο δε αυτό χαρακτηρίστηκε δίκαια από τους υμνογράφους τής Εκκλησίας ως «της θεολογίας λαμπρός υφηγήτωρ», ως «Πατήρ παγκόσμιος», ως «μύστης των ουρανίων σαλπίγγων» (Μ. 3, 12). Τα κυριότερα δε περιστατικά της ζωής του Αγίου, που φανερώνουν τις πάμπολλες αρετές του υποδειγματικού αυτού Αγίου σε όλους τους τομείς της σοφίας και της δράσης, ήταν τα εξής:
α) Η βαθύτατη μόρφωσή του
Ο Άγιος Διονύσιος, που γεννήθηκε στην Αθήνα κατά το 9 περίπου μ.Χ., σπούδασε στην πόλη αυτή τη Νομική, βασικά, επιστήμη. Για το λόγο ακριβώς αυτό και εξαιτίας της λαμπρής καταγωγής και της μεγάλης σοφίας του, καταστάθηκε αργότερα και Αρεοπαγίτης στην πόλη των Αθηνών. Κατά τον Γ. Παχυμέρη, δηλαδή, έγινε Αρεοπαγίτης για τρεις κυρίως λόγους, «διά το περιφανές του ανδρός εν τε σοφία και πλούτω, και τρίτω τω της πολιτείας ανεπιλήπτω» (Μ. 3, 113 ΑΒ).
Εκτός από τη Νομική, άλλωστε, ο Άγιος μελέτησε με ιδιαίτερο ζήλο και σπούδασε και σε άλλες επιστήμες και μάλιστα τη φιλοσοφία, ώστε να τρυγήσει και από αυτές τους βότρυς της γνώσης και της βαθύτερης σοφίας. Για την περαιτέρω, μάλιστα, εμβάθυνση στη φιλοσοφία, πραγματοποίησε και κάποια ταξίδια σε διάφορα μέρη τού τότε πολιτισμένου κόσμου. Κατά τον τρόπο αυτό έφθασε και στην Αίγυπτο την εποχή κατά την οποία γινόταν η Σταύρωση του Χριστού στο Γολγοθά και «σκότος εγένετο επί πάσαν την γην» (Ματθ. 27, 45). Τη στιγμή ακριβώς εκείνη ο σοφότατος Διονύσιος φωτίστηκε, κατά έναν παράξενο τρόπο και ακατανόητο και σ’ αυτόν και στρεφόμενος προς το φιλόσοφο Απολλοφάνη, που τον συνόδευε, είπε: «Ή Θεός πάσχει ή το παν απόλλυται» (Βλ. Επιστ. Πολυκάρπου, 2-3, Μ. 3, 1080-1081).
β) Η πίστη του στο κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου
Όταν ο Απόστολος Παύλος έφτασε στο 52 μ.Χ. στην Αθήνα και μίλησε στο λόφο του Αρείου Πάγου προς τους σοφούς της πόλης για τον Χριστό και την Ανάσταση, πολλοί από τους Στωικούς και τους Επικούρειους ακροατές του δεν πίστεψαν στον εμπνευσμένο εκείνο λόγο του. Ο βαθυνούστατος Διονύσιος, όμως, κατάλαβε ότι ο ομιλητής εκείνος ήταν θεοφώτιστος και πίστεψε πρώτος στον Χριστό, γιατί ήταν, καθώς φαίνεται, προετοιμασμένος και γιατί είχε ταυτόχρονα αγαθή προαίρεση. «Τινές δε άνδρες, σημειώνει για τούτο ο Ευαγγελιστής Λουκάς στις Πράξεις, κολληθέντες αυτώ (δηλ. τω Παύλω) επίστευσαν, εν οις και Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και γυνή ονόματι Δάμαρις και έτερος συν αυτοίς» (17, 34). Εξαιτίας του γεγονός δε αυτού παρουσιάζεται από τον υμνογράφο της Εκκλησίας ως «αγρευθείς τω του Παύλου κηρύγματι», ως «θήραμα της σαγόνης του Παύλου» κ.ο.κ. Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι αγρεύτηκε από τον Απόστολο Παύλο «αγκίστρω της χάριτος», δηλαδή με το άγκιστρο της αγάπης του Θεού, που κτύπησε την πόρτα της καρδιάς του και τον κάλεσε κοντά Του, εις το θαυμαστόν Αυτού Φως, ενώ και εκείνος αποδέχτηκε το κάλεσμά του και πίστεψε. Για το λόγο αυτό χαρακτήριζε αργότερα τον Χριστό ως «εμόν» και ως «πάσης ιεραρχικής εκφοντορίας επίνοιαν» (= έμπνευσιν) (Μ. 3, 145 Β).
γ) Η μαθητεία του στον πρώτο επίσκοπο της Αθήνας
Ύστερα από την προσέλευσή του στον Απόστολο Παύλο, ο Διονύσιος βαπτίστηκε και έγινε μέλος της κοινωνίας των σεσωσμένων. Δεν φαίνεται, όμως, να άφησε ευθύς αμέσως το αξίωμά του. Για το λόγο αυτό πρώτος επίσκοπος στην Αθήνα έγινε ο Ιερόθεος, στον οποίο ο Διονύσιος εμαθήτευσε ταπεινά, όπως ομολογεί ο ίδιος. «Και ημάς, λέγει για τούτο, τους μετά Παύλον τον θείον εκ των εκείνου (δηλ. του Ιεροθέου) λόγω στοιχειωθέντας την κλεινοτάτην αυτού και θεωρίαν και έκφανσιν εαυτοίς υφαρπάζοντας» (Μ. 3, 681). Δεν θεώρησε, δηλαδή, εντροπή γι’ αυτόν να διδάσκεται καθημερινά και να μυείται κυριολεκτικά στη χριστιανική ζωή από κάποιον άλλο, που ήταν, όμως, και αυτός μαθητής τού Αποστόλου Παύλου και που είχε αφιερώσει τα πάντα για τον Χριστό και το Ευαγγέλιο. Για το λόγο δε αυτό τον Ιερόθεο τον θαύμαζε ο Άγιος και για τούτο τον χαρακτήριζε ως «θείον υμνολόγον», «ιερομύστην», «όντως Ιερόθεον» κ.ο.κ., ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να βαδίζει και αυτός στα χνάρια του. Εξαιτίας δε της μαθήτευσής του αυτής και του ιερού ζήλου, που πυρπολούσε την καρδιά του, ο Διονύσιος πρόκοψε πνευματικά πάρα πολύ, εντρυφώντας «εις την αυτοπτικήν των νοητών λογίων θέαν και την συνοπτικήν αυτών διδασκαλίαν» (Μ. 3, 681 C). Για τούτο αργότερα έγινε και αυτός σαν το διδάσκαλό του Ιερόθεο κατά πάντα και στην πραγματικότητα τον ξεπέρασε σαν συγγραφέας.
δ) Η χειροτονία του σε επίσκοπο και η δράση του
Ύστερα από την κοίμηση του διδασκάλου του Ιεροθέου, ο Διονύσιος χειροτονήθηκε, κατά την Παράδοση, «υπό Παύλου επίσκοπος των Αθήνησι πιστευσάντων» (Μ. 3, 113 C). Η χειροτονία του, δηλαδή, αυτή ίσως να έγινε κατά την Δ’ περίοδο του Αποστόλου των Εθνών, κατά την οποίαν καθιστούσαν αυτόν και οι συνεργάτες του «κατά πόλιν πρεσβυτέρου» (Τιτ. 1, 5) και επισκόπους, που έπρεπε να είναι «ανέγκλητος...» (Τιτ. 1, 6). Για το λόγο δε αυτό η χειροτονία του παραλληλίζεται με τη «χειροτονία» του Ελισαίου σε προφήτη. Τούτο γιατί, όπως δηλαδή ο Ελισαίος, λέγει ο Γ. Παχυμέρης, άφησε, ύστερα από τη «χειροτονία» του τα άροτρα και τα βόδια, για να ακολουθήσει τον Προφήτη Ηλία, έτσι και αυτός άφησε κατά μέρος το αξίωμά του και τα πάντα και «οπίσω του καλούντος (δηλαδή του Αποστόλου Παύλου) επέδραμε» (Μ. 3, 112 Α).
Σαν επίσκοπος δε των Αθηνών, ο Άγιος εργάστηκε με ιερό ζήλο, ακολουθώντας τα χνάρια του Αποστόλου Παύλου και του Ιεροθέου, «πολλαπλασιάσας το τάλαντον βουλόμενος» (Μ. 115, 1036). Σύμφωνα με τις μαρτυρίες της Παράδοσης, δηλαδή, ο Άγιος δεν εργάστηκε για τη στερέωση μονάχα των ήδη πιστών στην πίστη, αλλά και για την εξάπλωση του Χριστιανισμού, διοργανώνοντας ιεραποστολές και σε χώρες μακρινές, φθάνοντας μέχρι και αυτή τη Γαλλία. Η γεμάτη, δηλαδή, από ιερό πάθος καρδιά του για το Ευαγγέλιο του Χριστού τον έσπρωχνε, όπως και το μεγάλο Απόστολο, στο να ιερουργεί παντοτινά το Ευαγγέλιο, διακηρύσσοντας ακατάπαυστα και υπέρ πάντα «την αγάπησιν των εντολών του Χριστού».