Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Άγιος Αχίλλιος: Μία ξεχασμένη τοιχογραφία του Θεόφιλου

Δημοσίευση: 15 Νοε 2017 15:45

Το 1980 στην Άλλη Μεριά, ένα προάστιο του Βόλου, αποκαλύφθηκε στον ενοριακό ναό του Αγίου Αθανασίου τοιχογραφία του Αγίου Αχιλλίου, η οποία αποδίδεται στον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ.

Είναι γνωστό ότι στην ίδια περιοχή και σε κοντινή απόσταση με την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου βρισκόταν ο φούρνος του Βελέντζα, στους τοίχους του οποίου ο Θεόφιλος, στο διάστημα που βρισκόταν στο Πήλιο, ανέπτυξε ένα σπουδαίο σύνολο τοιχογραφιών, οι οποίες σώζονται μέχρι σήμερα.

Ο Θεόφιλος Γαβριήλ Κεφαλάς, γνωστός περισσότερο ως Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, όσο ζούσε ήταν ένας άσημος και αλαφροΐσκιωτος Μυτιληνιός ζωγράφος, ο οποίος ξέπεσε στα μέρη του Πηλίου, κυνηγημένος από τους Τούρκους της Σμύρνης για κάποιο ανόμημά του. Γεννημένος το 1868[1] στη Βαρειά, προάστιο της Μυτιλήνης, ήταν ο πρωτότοκος μιας πολύτεκνης οικογένειας με οκτώ παιδιά. Μπορεί στο σχολείο να μην είχε καλή επίδοση στα γράμματα, όμως από μικρή ηλικία έδειξε μια έμφυτη οικειότητα με τη ζωγραφική, καθώς συνεπαρμένος παρακολουθούσε με τις ώρες τον παππού από την πλευρά της μητέρας του, τον Κωνσταντίνο Ζωγράφο από τα Μοσχονήσια της Μ. Ασίας που ήταν αγιογράφος, να μεταμορφώνει απλά σανίδια σε εικόνες αγίων. Έπειτα απομονωνόταν σε κάποιο απόμερο σημείο του σπιτιού του, και παραβλέποντας σχολείο, παιχνίδια, ακόμα και φαγητό, και μακριά από την οικογενειακή θαλπωρή, επιδιδόταν ακατάπαυστα στο σχέδιο. Στα 15 του χρόνια εγκατέλειψε απροειδοποίητα την οικογένειά του στη Βαρειά και κατέφυγε στη Σμύρνη. Εκεί βρήκε καταφύγιο στους χώρους του Ελληνικού Προξενείου όπου καταπιανόταν με βοηθητικές ασχολίες, άσχετα αν ο ίδιος σε έναν πίνακα του επιγράφεται καβάσης, δηλ. θυροφύλακας, του Προξενείου. Όμως η προφορική παράδοση λέει ότι κάποια μέρα του 1897, στην προσπάθειά του να υπερασπισθεί τη ζωή του Έλληνα Προξένου από μια απόπειρα δολοφονίας, σκότωσε έναν Τούρκο και έτσι αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει κρυφά τη Σμύρνη και να κατασταλάξει στην Ελλάδα. Τα πολεμικά γεγονότα και ο πατριωτικός οίστρος της περιόδου τον οδήγησαν να καταταγεί εθελοντής στο στρατό. Επειδή όμως ο πόλεμος δεν κράτησε πολύ[2], βρέθηκε για λίγο στις μάχες του Δομοκού και μετά το τέλος του πολέμου κατευθύνθηκε στις Μηλιές του Πηλίου, όπου γνώριζε ότι κατοικούσαν κάποιοι μακρινοί συγγενείς του, τους οποίους δεν μπόρεσε να τους εντοπίσει. Έμεινε όμως στις Μηλιές όπου δούλεψε σαν ζωγράφος για τέσσερα περίπου χρόνια. Έπειτα πήγε στο Βόλο κι από εκεί ξαναγύρισε στη Σμύρνη. Εκεί κάποια στιγμή οι Τούρκοι τον φυλάκισαν με την κατηγορία ότι ήταν κατάσκοπος και επαναστάτης, αλλά με τη βοήθεια του Έλληνα προξένου αποφυλακίσθηκε και ξαναγύρισε στον Βόλο. Καθ' όλο το διάστημα της παρουσίας του στο Πήλιο προκαλούσε θυμηδία με την παρουσία του. Φορούσε τη στολή του τσολιά καθημερινά και στο βάδισμά του διέκρινες κάποια χωλότητα. Ήταν άνθρωπος απόμακρος, λιγομίλητος, μετρίου αναστήματος, αγριωπός την όψη και ατημέλητος. Κουβαλούσε μαζί του ένα ξύλινο κασελάκι κατάγραφο εξωτερικά με διάφορες παραστάσεις. Μέσα περιείχε τα σύνεργα της δουλειάς του, πινέλα, χρωστήρες, χρώματα, αλλά και παλιές έγχρωμες λιθογραφίες, σχέδια, φωτογραφίες και επιστολικά δελτάρια, τα οποία χρησιμοποιούσε σαν πρότυπα αντιγραφής για τις διάφορες δημιουργίες του. Αναζητούσε δουλειά και προσπαθούσε να πείσει αστούς και μαγαζάτορες να γεμίσει με δημιουργικά, όπως νόμιζε, σχέδιά του τους τοίχους των αρχοντικών και των καταστημάτων τους, με αντάλλαγμα τις περισσότερες φορές ένα πιάτο φαγητό. Στην περιοχή του Βόλου έμεινε περίπου μέχρι το 1927, οπότε και επέστρεψε στη γενέθλια γη, τη Βαρειά. Εκεί τον ανακάλυψε, με τη βοήθεια του ζωγράφου Γουναρόπουλου, ο Ελληνογάλλος τεχνοκριτικός Teriade, ο οποίος και τον ανέδειξε. Πέθανε στις 24 Μαρτίου 1934 μόνος και απόμακρος, όπως ήταν και σε όλη τη διάρκεια της πολυτάραχης ζωής του.

Σε όλους τους ερευνητές του βίου του προκαλεί εντύπωση το γεγονός πώς βρέθηκε στην Άλλη Μεριά του Βόλου η τοιχογραφία ενός τοπικού Αγίου της Λάρισας. Πιστεύεται ότι μάλλον κάποιος κάτοικος της περιοχής, με ρίζες από τη Λάρισα, ζήτησε από τον λαϊκό καλλιτέχνη να αγιογραφήσει τον προστάτη της γενέθλιας πόλης του Άγιο Αχίλλιο. Σύμφωνα με μαρτυρίες εντοπίων η αγιογράφηση αυτή χρονολογείται πριν το 1906. Ο Θανάσης Ζέρβας γράφει τα εξής ενδιαφέροντα για την περιπέτεια της αγιογραφίας αυτής του Θεόφιλου: «...οι ιερείς και οι επίτροποι ίσως να περίμεναν ότι ο άγιος που ο Θεόφιλος φιλοτέχνησε θα ήταν ο Άγιος Αθανάσιος. Όταν όμως είδαν αντί αυτού τον Άγιο Αχίλλιο, αντέδρασαν. Γι' αυτούς ήταν ένας άγνωστος Άγιος. Έτσι αντί να καταστρέψουν την εικόνα, πράξη ανίερη και βέβηλη, τη σοβάτισαν και αντί αυτής, στον ίδιο ακριβώς χώρο τοποθέτησαν μια μεγάλη φορητή εικόνα της Παναγίας, που είχε το ίδιο μέγεθος με την τοιχογραφία»[3].

Έτσι η παράσταση του Αγίου Αχιλλίου επιχρίσθηκε. Ήταν επόμενο άλλωστε. Ένας αγιογράφος ανυπόληπτος και λοιδορούμενος από όλους, και ένας άγιος σε πολλούς πιστούς άγνωστος, δεν είχαν θέση στον ευκτήριο οίκο τους. Μεταπολεμικά όμως, όταν η φήμη για την ικανότητα και τις ζωγραφικές αρετές του Θεόφιλου πήρε τεράστιες διαστάσεις, πολλοί Ανωμερίτες θυμήθηκαν το γεγονός, το οποίο και ανέφεραν στις αρμόδιες αρχές. Από κει και πέρα ήταν εύκολο για τους αρχαιολόγους να αποκαλύψουν ένα ακόμα έργο του Θεόφιλου και να το αναδείξουν.

Η τοιχογραφία του Αγίου Αχιλλίου βρίσκεται στο αριστερό κλίτος του ναού του Αγίου Αθανασίου, στο βόρειο τοίχο, κοντά στο τέμπλο και σε ύψος δύο περίπου μέτρων από το έδαφος. Έχει διαστάσεις 110 εκ. ύψος και 74 εκ. πλάτος. Είναι εντοιχισμένη μέσα σε πλατιά κορνίζα από γύψο. Ο Άγιος φοράει τα αρχιερατικά του άμφια και κάθεται σε περίτεχνα σκαλισμένο θρόνο. Στο αριστερό χέρι κρατάει το Ευαγγέλιο, το οποίο ακουμπά στον αντίστοιχο μηρό του, ενώ το δεξιό χέρι βρίσκεται υψωμένο σε στάση ευλογίας. Έχει άσπρα μακριά γένια και ξέπλεκα μαλλιά, χωρίς να φέρει την αρχιερατική μήτρα.

Η επιγραφή είναι μεγαλογράμματη, πράγμα όχι ασυνήθιστο για θρησκευτικές εικόνες του Θεόφιλου, γιατί και σε άλλες αγιογραφίες του χρησιμοποιεί στην επιγραφή του αγίου μεγαλογράμματη γραφή. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι αντέγραφε ακόμη και την επιγραφή από το πρωτότυπο σχέδιο που είχε στην κατοχή του, το οποίο συνήθως ήταν έγχρωμες λιθογραφίες αγίων. Στα υπογεγραμμένα κοσμικά έργα του όμως χρησιμοποιεί αποκλειστικά πεζά γράμματα.

Όλα αυτά τα στοιχεία της απεικόνισης του Αγίου Αχιλλίου από τον λαϊκό ζωγράφο δείχνουν πως ο Θεόφιλος είχε εμπειρικά αφομοιώσει πολλά στοιχεία τόσο από την βυζαντινή τέχνη, όσο και από την θρησκευτική παράδοση της Δύσης, για να δημιουργήσει έτσι το δικό του εικαστικό επίτευγμα, προορισμένο να συγκινήσει τους απλούς πιστούς της εποχής. Οι τεχνοκριτικοί, αυτούς τους λαϊκούς ζωγράφους τους αποκαλούν «naive» [ναϊφ], δηλ. απλοϊκούς, αφελείς, άδολους, γιατί δεν έχουν σπουδάσει τους κανόνες της ζωγραφικής και έτσι στο έργο τους ενυπάρχει η αμεσότητα και η καθαρότητα της χρωστικής γλώσσας των ταπεινών και των αθώων.

Τέλος θα πρέπει να αναφέρουμε ότι πολλοί μελετητές των έργων του Θεόφιλου σήμερα αμφισβητούν ότι η τοιχογραφία του Αγίου Αχιλλίου στον Άγιο Αθανάσιο Άλλης Μεριάς του Βόλου έχει αγιογραφηθεί απ' αυτόν, βασιζόμενοι σε διάφορα συγκριτικά τεχνοκριτικά στοιχεία με άλλες θρησκευτικές συνθέσεις του.

 [1]. Η ακριβής χρονολογία γέννησης του Θεόφιλου δεν είναι εξακριβωμένη. Οι ιστορικοί που ασχολήθηκαν με τη ζωή του δίνουν διαφορετικές χρονολογίες, οι οποίες κυμαίνονται από το 1868 μέχρι το 1873. Τώρα τελευταία το έτος 1868 θεωρείται η επικρατέστερη χρονολογία γέννησής του.

[2]. Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 κράτησε 33 ημέρες, γι' αυτό και εκτός από "ατυχής πόλεμος", ονομάσθηκε και "πόλεμος των 33 ημερών".

[3]. Ζέρβας Θανάσης, Η Άλλη Μεριά. Το γραφικό προάστιο του Βόλου, Βόλος [1994] σελ. 201-202.

Από τον Νίκο Παπαθεοδώρου

nikapap@hotmail.com