Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΛΑΡΙΣΗΣ ΓΑΒΡΙΗΛ Β΄ ΓΚΑΓΚΑΣ ΚΑΙ Η ΑΝΕΨΙΑ ΤΟΥ ΚΥΡΑ-ΦΡΟΣΥΝΗ

Δημοσίευση: 20 Δεκ 2017 15:50
Η Βασιλική του Αγίου Αχιλλίου στον λόφο. Το κτίριο με τις καμάρες ήταν το Επισκοπείο όπου κατοικούσε ο μητροπολίτης Γαβριήλ Β΄ Γκάγκας (1806-1810). Λεπτομέρεια από χαρακτικό του 1897 Η Βασιλική του Αγίου Αχιλλίου στον λόφο. Το κτίριο με τις καμάρες ήταν το Επισκοπείο όπου κατοικούσε ο μητροπολίτης Γαβριήλ Β΄ Γκάγκας (1806-1810). Λεπτομέρεια από χαρακτικό του 1897

Η οικογένεια του μητροπολίτη Γαβριήλ Γκάγκα (1752-1826) καταγόταν από την περιοχή της Παραμυθιάς, όπου ο πατέρας του Γεώργιος Γκάγκας "μετερχόμενος το αγωγιατικόν έργον, εύρεν εις μέρος θησαυρόν, δι' ού πλουτίσας, αποκατέστη εν Ιωαννίνοις"[1].

Ο Γαβριήλ φοίτησε στην Μπαλαναία Σχολή των Ιωαννίνων και κατόπιν μετέβη στο Βουκουρέστι για ανώτερες σπουδές. Εκεί χειροτονήθηκε διάκονος και σύντομα μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη, όπου λέγεται ότι συνδέθηκε στενά με τον πατριάρχη Σωφρόνιο. Αφού ανήλθε γρήγορα τις βαθμίδες της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, χειροτονήθηκε μητροπολίτης Γρεβενών.

Το 1806 ο από Γρεβενών Γαβριήλ Γκάγκας εκλέχθηκε μητροπολίτης Λαρίσης. Η εκλογή του δεν έγινε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως γινόταν συνήθως κατά την εκλογή των μητροπολιτών. Σύμφωνα με το υπόμνημα της εκλογής του, με χρονολογία Σεπτέμβριος 1806, μετά την καθαίρεση του "αρχιερατεύσαντος Ραφαήλ κακοοικονόμου, αγνώμονός τε προς την κοινήν τροφόν, και ευεργέτιδα αγίαν του Χ(ριστο)ύ Εκκλησί(αν), και λυμεώνος της επαρχίας ταύτης αποδειχθέντος"[2], το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανέθεσε στον μητροπολίτη Άρτης Πορφύριο να συγκαλέσει τοπική σύνοδο, αποτελούμενη από τους αρχιερείς της Θεσσαλίας, η οποία να προβεί στην εκλογή του νέου μητροπολίτη Λαρίσης. Εκτός από τον Πορφύριο Άρτης, συμμετείχαν οι Σταγών Γαβριήλ, Ελασσόνος και Δομενίκου Ιωαννίκιος, Γαρδικίου Ανανίας και Δημητριάδας Αθανάσιος. Οι αρχιερείς αυτοί πρότειναν τρεις υποψηφίους, με πρώτο τον μητροπολίτη των Γρεβενών Γαβριήλ Γκάγκα, ο οποίος και αντικατέστησε τον καθαιρεθέντα Ραφαήλ. Στο υπόμνημα αναφέρεται ότι η εκλογή του Γαβριήλ έγινε στο ναό του Αγ. Αθανασίου, χωρίς όμως να αναφέρεται σε ποια πόλη[3].

Ο ιστορικός της Λάρισας Επαμεινώνδας Φαρμακίδης γράφει για τον μητροπολίτη Λαρίσης Γαβριήλ Β΄: "…Ιωαννίτης την πατρίδα και θείος της περιωνύμου Κυρα-Φροσύνης του Αλή πασά και του υιού του Μουχτάρ, δια των εισηγήσεων και μεσολαβήσεων της οποίας παρά τοις ισχυροίς αυτοίς φίλοις της, πολλοί χριστιανοί εσώθησαν και επροστατεύθησαν. Εξορισθείς παρά των γενιτσάρων εις Τύρναβον και παραμείνας εκεί επί πολύν χρόνον, επανήλθεν εις Λάρισαν…"[4].

Τον Οκτώβριο του 1810, με την άδεια του Οικουμενικού Πατριάρχη, συνήλθαν στον ναό του Αγ. Νικολάου των Ιωαννίνων, ο μητροπολίτης Γρεβενών Βαρθολομαίος και οι επίσκοποι Βελλάς Θεοδόσιος και Δρυινουπόλεως Γαβριήλ και αποφάσισαν την μετάθεση του Γαβριήλ Γκαγκά από τη Λάρισα στην Μητρόπολη Ιωαννίνων και Άρτης, η οποία είχε μείνει κενή. Όπως φαίνεται και από τη φτωχή σύνθεση της επιτροπής, η μετάθεσή του έγινε με ανορθόδοξο τρόπο, προφανώς λόγω των στενών σχέσεων του νέου μητροπολίτη με τον Αλή πασά των Ιωαννίνων και τις διευκολύνσεις που του παρείχε στον κατευνασμό των πνευμάτων στη Θεσσαλία, μετά την επανάσταση του παπα-Θύμιου Βλαχάβα, το 1808. Για τον λόγο αυτό, όπως προκύπτει και από τις ημερομηνίες του υπομνήματος της μετάθεσής του, ο Γαβριήλ Β΄ είχε αναχωρήσει από την Λάρισα για τα Ιωάννινα χωρίς να περιμένει την απόφαση της μετάθεσής του.

Όσον αφορά τον χαρακτήρα του Γαβριήλ και τον τρόπο της ποιμαντορικής του δράσης, σύμφωνα με τις υπάρχουσες πηγές προκύπτει ότι ο εν λόγω ιεράρχης ήταν μια έντονα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Ο ανώνυμος συγγραφέας της "Ελληνικής Νομαρχίας", περιγράφει τρεις ιεράρχες, μεταξύ των οποίων και τον Γαβριήλ, με βαρείς χαρακτηρισμούς, ενώ άλλοι, όπως ο Σ. Κουγέας, αναφέρει ότι υπήρξε αληθινός ποιμενάρχης στα δύσκολα χρόνια της σύγκρουσης του Αλή πασά με τη Υψηλή Πύλη και ότι ήταν παράδειγμα υπομονής και αυταπάρνησης[5].

Όμως με την παρουσία του μητροπολίτου Γαβριήλ Β΄ στη Λάρισα συνδέεται και η περιπέτεια της Κυρά- Φροσύνης του Αλή πασά, η οποία, όπως αναφέρθηκε ήδη, ήταν ανεψιά του συγκεκριμένου μητροπολίτη,. Η Ευφροσύνη Βασιλείου (1773 – 11 Ιανουαρίου 1801) προερχόταν από εύπορη οικογένεια των Ιωαννίνων. Ήταν γυναίκα με σπουδαία μόρφωση, αλλά στα Ιωάννινα φημιζόταν κυρίως για την ομορφιά της. Σε νεαρή ηλικία παντρεύτηκε τον έμπορο και πρόκριτο των Ιωαννίνων Δημήτριο Βασιλείου και μαζί του απέκτησε δύο τέκνα, γιο και θυγατέρα. Ο σύζυγός της λόγω συχνών επαγγελματικών απασχολήσεων αναγκαζόταν να απουσιάζει για μεγάλα χρονικά διαστήματα μακριά από τα Ιωάννινα. Ήταν επόμενο η Κυρά-Φροσύνη να μην μπορέσει τελικά να ανθέξει στους μεγάλους πειρασμούς που την έζωναν. Ο άγγλος ιστορικός George Finley γράφει σχετικά: «Κατά την μακράν απουσίαν του συζύγου της, η οικία της περικαλλούς Ευφροσύνης κατέστη το εντευκτήριον των ευπαιδεύτων και πλουσίων νέων των Ιωαννίνων, εδέχετο δε αύτη ιδιαιτέρως επισκέψεις και πλούσια δώρα του Μουχτάρ πασά, χωρίς πολλήν προσπάθειαν όπως αποκρύψει την επονίδειστον σχέσιν».

Ο παράνομος ερωτικός δεσμός της Κυρά–Φροσύνης με τον παντρεμένο γιο τού Αλή πασά Μουχτάρ, έγινε γνωστός στην αυλή του σατράπη των Ιωαννίνων. Το γεγονός αυτό ήλθε να επιδεινώσει ακόμα περισσότερο η αποκάλυψη από την σύζυγο του Μουχτάρ ότι η Ευφροσύνη στα χέρια της φορούσε το δακτυλίδι που η ίδια είχε χαρίσει στον άνδρα της όταν παντρεύτηκαν. Στην ιστορία εμπλέκεται και ο ίδιος ο Αλή πασάς, καθώς στην πόλη οργίαζαν οι φήμες για τις σχέσεις του με την Κυρά Φροσύνη. Έπειτα απ’ όλα αυτά, στις 11 Ιανουαρίου 1801, με εντολή του Αλή πασά και με το πρόσχημα επιβολής της ηθικής τάξης στο πασαλίκι του, 17 γυναίκες των Ιωαννίνων μεταξύ των οποίων και η Ευφροσύνη, οδηγήθηκαν σε πνιγμό μέσα στην λίμνη Παμβώτιδα. Το χρονικό του τραγικού θανάτου της είναι λίγο-πολύ γνωστό, γιατί ήταν τόση η συγκίνηση που προκλήθηκε από το στυγερό έγκλημα, ώστε αργότερα η Κυρά – Φροσύνη έγινε θρύλος και σαν τέτοιος έφθασε ως τις ημέρες μας.

Τα δύο ανήλικα παιδιά της Κυρά–Φροσύνης μετά την απώλεια της μητέρας τους, έμειναν στον δρόμο ορφανά, χωρίς κανένας να τολμήσει να αναλάβει την προστασία τους. Στο σημείο αυτό αρχίζει να διαφαίνεται η παρουσία του θείου της, του Γαβριήλ Γκάγκα. Το 1801 ήταν μητροπολίτης Γρεβενών και προσπάθησε με πλούσια δώρα να ζητήσει από τον Αλή πασά την συγχώρηση της Ευφροσύνης. Εκείνος όμως δεν την δέχθηκε και το μόνο που του επέτρεψε ήταν να του εμπιστευθεί την προστασία των παιδιών της προκειμένου να τύχουν ηθικής ανατροφής. Τα πήρε μαζί του στα Γρεβενά και εν συνεχεία στη Λάρισα και εδώ μορφώθηκαν στην Ελληνική Σχολή του Τυρνάβου από τους διαδόχους του Ιωάννη Πέζαρου. Δεν είναι ιστορικά βεβαιωμένο, αλλά απλώς η παράδοση αναφέρει ότι ο ανεψιός του Ιωάννης έμεινε στον Τύρναβο και ασχολήθηκε με το εμπόριο, χωρίς όμως να παραμερίσει και τα γράμματα. Ίσως από τη δική του ρίζα να κρατάει το δένδρο της οικογένειας Βασιλείου, που ήταν μία από τις μεγαλύτερες αρχοντικές οικογένειες του Τυρνάβου[6].

--------------------------------------------------------

[1]. Αραβαντινός Π. Χρονογραφία της Ηπείρου των τε ομόρων Ελληνικών κα Ιλλυρικών χωρών, διατρέχουσα κατά σειράν τα εν αυταίς συμβάντα από του Σωτηρίου έτους μέχρι του 1854, τόμ. Β΄, εν Αθήναις (1857) σελ. 265.

[2]. Βλέπε: αρχιμ. Νεκτάριος Δρόσος, Έξη υπομνήματα εκλογής μητροπολιτών της Λάρισας (1803-1821), περ. Θεσσαλικό Ημερολόγιο, Λάρισα, τόμ. 49 (2006) σελ. 145-160, όπου υπάρχει ολόκληρο το υπόμνημα εκλογής του.

[3]. Στη Λάρισα το 1806 δε είχε ακόμα κτισθεί ο ναός του Αγ. Αθανασίου. Ο Β. Μυστακίδης στα "Θετταλικά σημειώματα εκ χειρογράφων", αναφέρει ότι η εκλογή του Γαβριήλ σε μητροπολίτη Λαρίσης έγινε στο ναό των Ταξιαρχών του Μεγ. Ρεύματος της Κωνσταντινούπολης, χωρίς να το τεκμηριώνει. Πιθανότερο όμως φαίνεται να έγινε στον ναό του Αγίου Νικολάου Ιωαννίνων όπου ήταν η έδρα του Πορφυρίου ως μητροπολίτου Άρτης και Ιωαννίνων, όπου η μετακίνηση των Θεσσαλών ιεραρχών ήταν ευχερέστερη.

[4]. Βλέπε: Φαρμακίδης Επαμεινώνδας, Η Λάρισα. Τοπική και Ιστορική μελέτη, Β΄ έκδοση, Εισαγωγή-Σχόλια-Επιμέλεια Κώστας Σπανός, Λάρισα (2001) σελ. 724-725.

[5]. Βλέπε: Βασιλείου Αντώνης, Ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Γαβριήλ Γκάγκας. Μία αμφιλεγόμενη ιστορική προσωπικότητα του 18ου-19ου αιώνα, περ. "Ηπειρωτικό Ημερολόγιο", έκδοση Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα (2015) σελ..143-166.

[6]. Η κόρη της Κυρα-Φροσύνης, σύμφωνα με την Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Παύλου Δρανδάκη ονομαζόταν μετά τον γάμο της Αλεξάνδρα Μούκα, έζησε στη Γαλλία και πέθανε στη Λυών το 1877, κοντά στην κόρη της που το επώνυμό της ήταν Carchaud.

 

 

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

nikapap@hotmail.com