Ως ανταποκριτής της εφημερίδος «Νεολόγος» (Κωνσταντινουπόλεως – Αθηνών) [1] στη Θεσσαλία, στάλθηκε τον Μάιο του 1899 ο Θαν. Τζαβέλλας [2]. Ο τελευταίος απέστειλε στη διεύθυνση της εφημερίδος τέσσερις ενδιαφέρουσες ανταποκρίσεις (υπό μορφή επιστολών), οι οποίες δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες τον Μάιο και τον Ιούνιο του ιδίου έτους με τον τίτλο «Θεσσαλικά Γράμματα: Περιοδεία ανά την Θεσσαλίαν» [3]. Στη συνέχεια παραθέτουμε αποσπάσματα από τις ταξιδιωτικές αυτές εντυπώσεις που μας δίδουν μία ιδιαίτερη εικόνα της Λάρισας του 1899:
«Ενώ ακόμη έτρεχεν ολοταχώς το τραίνον από το Γκερλί [=Αρμένιο], ήρχισα να διακρίνω την κατακαϋμένην Λάρισσαν, η οποία με τα τζαμιά της και με τους υψηλούς της μιναρέδες, διαγραφομένη εις το βάθος του ορίζοντος εφαίνετο ως ονειρώδης πόλις, ομοία με τας πολυχρώμους εκείνας Ενετικάς ή Ανατολικάς τας οποίας θαυμάζομεν εις τας ζωγραφίας τας αναρτωμένας εις τους τοίχους των πεζοδρομίων της οδού Σταδίου υπό πλανωδίων Ιταλών πωλητών.
Δυστυχώς όμως όσω επλησίαζον επί τοσούτω η φαντασία κατέπιπτε και όταν κατήλθον του σιδηροδρόμου και διέσχισα οδούς τινάς αυτής μέχρις ού φθάσω εις το ξενοδοχείον, εκ των παλαιών ονείρων δεν απέμεινε ειμή μόνον η εντύπωσις εκ της θέας των Πελαργών, των φιλοσοφικών αυτών πτηνών, τους οποίους κατά πρώτην φοράν έβλεπον, και των υψηλών μιναρέδων οι οποίοι ώσπερ μύκητες υψούντο όθεν δήποτε και αν ήθελον στρέψη τον οφθαλμόν μου [...].
Περιελθών μετά μικράν ανάπαυσιν την πόλιν ξεναγούμενος υπό του προοδευτικωτέρου κατοίκου της Λαρίσσης του βιβλιοπώλου κ. Γ. Μακρή, ο οποίος είναι διά την Λάρισσαν ότι ο Ανέστης [= Κωνσταντινίδης], ή ο Πάλλης και ο Κοτζιάς διά τας Αθήνας, δεν με εξέπληξεν η πραγματική κατάστασις της πόλεως. Βεβαίως κατόπιν 20ετούς ελευθερίας αι απαιτήσεις των επισκεπτομένων αυτήν είναι πλειότεραι. Αλλ’ εάν ληφθή υπ’ όψιν, ότι από της εποχής εκείνης η Λάρισσα υπέστη αλλεπαλλήλους καταστροφάς και αφορίας έτη [= χρονιές χωρίς παραγωγή] δοκιμάσασα, και πλημμύραν φοβεράν υποστάσα [= 1883] και επιδρομήν εσχάτως εχθρού [= 1897-1898], δεν δύναται ή να αναγνωρίση τας αρκετάς προόδους τας οποίας εν σχέσει πάντοτε έκαμε.
Δεν υπήρξαν δε και άλλως δήμαρχοι οι οποίοι να επιδιώξωσι τον εξωραϊσμόν της πόλεως και εξελλήνισιν αυτής, καθότι ήδη, εάν εξαιρέση τις ένα καλλωπιστικόν κύκλον περί το κέντρον της πόλεως, δύο τρείς πλατείας, το Μέγαρον των Δικαστηρίων «Μέλαθρον Θέμιδος» επιγραφόμενον, το Διδασκαλείον, ευαρίθμους τινάς ωραίας οικοδομάς και κεντρικάς τινάς οδούς, κατά τα λοιπά η Λάρισα είναι καθαρά Τουρκόπολις από την οποίαν ούτε τα τουρκικά σχολεία, ούτε τα σουφλάρια, ούτε τα χαμάμ των Εβραίων, ούτε τα εβδομαδιαία Παζάρια ελλείπουσι, τα οποία διά τον ξένον είναι κάτι τι έκτακτον, διότι δύναται ν’ αποθαυμάση εκεί όχι μόνον ποικιλίαν εμπορευμάτων, αλλά και πινακοθήκην μορφών παντός γένους και πάσης φυλής, αφ’ ών ούτε οι [...] Αθίγγανοι ελλείπουσι.
Εάν δε τις θελήση ν’ αποθαυμάση και τα τουρκικά καφάσια, τα Ανατολίτικα αυτά δεσμά της ελευθερίας του ετέρου ημίσεως του ανθρωπίνου γένους, θα τα εύρη εις τας συνοικίας και εις όλα περίπου τα σπήτια της Λαρίσσης. Και ναι μεν έχουσι και τούτο το ιδιαίτερόν των θέλγητρον, κρύπτοντα όπισθέν των, κύριος οίδε, οποία ουρί [= γυναικείες οντότητες με θεϊκή ομορφιά] και εξαναγκάζοντα τους ονειροπολούντες αυτά και τους νέους της Λαρίσσης ν’ αναπέμπωσι προς αυτά ωραιοτάτας στροφάς και παθητικώτατα άσματα ως π.χ. τα εξής: «Σπάστα τα καφάσια σπάστα / τα ματάκια σου να ιδώ / τι με τρέλλανες χανούμου / και θα πάρω το βουνό. Χανουμάκι, χανουμάκι / έβγα κάτι να σου πω / χανουμάκι, χανουμάκι / να σου πω πως σ’ αγαπώ». Αλλ’ είναι πάντοτε καφάσια, δείγματα βεβαίως ουχί πεπολιτισμένης πόλεως, τουθ’ όπερ και άλλως δύναται να το αντιληφθή τις όταν ανέλθη επί της πάλαι ποτέ Ακροπόλεως της Λαρίσσης ίνα ίδη αφ’ υψηλού την Λάρισσαν η οποία μακροτάτη εκτείνεται έμπροσθεν των οφθαλμών του [...].
Αι συνοικίαι αύται βεβαίως δεν κατοικούνται πάσαι υπό Τούρκων, αλλ’ υπό Χριστιανών αι πλείσται, άλλαι υπό Εβραίων και μία αρκετά μεγάλη προς το ΒΑ της Λαρίσσης υπό Τούρκων. Έχουσαν όμως την όψιν τουρκικήν και μεγάλως επομένως συντελούσι εις το να παριστάται η Λάρισσα ως Τουρκόπολις. Εν τη συνοικία ταύτη πλην των εν χρήσει τζαμίων εις τα οποία προστρέχουσι κατά Παρασκευήν οι Τούρκοι και προσεύχονται, υπάρχει και λειτουργεί κανονικώτατα και Τουρκικόν σχολείον [4]. Έσχον την ευκαιρίαν να επισκεφθώ το σχολείον τούτο, και ομολογώ, ότι δεν έφυγον με δυσαρέστους εντυπώσεις, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι εγώ δεν μετέβην εκεί να κρίνω περί της προόδου των μαθητών, αλλ’ εκ περιεργείας διά να ίδω τον τρόπον διδασκαλίας. Το σχολείον ευρίσκεται επί παλαιού σεσαθρωμένου οικήματος μονορόφου με μικρά παράθυρα περιφρασσόμενα από καφάσια. Διά κλίμακος σεσαθρωμένης ανήλθον εις αυτό όπου το πρώτον αντικείμενον το οποίον συνήντησαν οι οφθαλμοί μου ήσαν ο επιστάτης του σχολείου, ο οποίος εκράτει μακροτάτην βέργαν εις τας χείρας του και στρατιά ολόκληρος υποδημάτων παρατεταγμένη έμπροσθεν της θύρας η οποία ωδήγει εις την αίθουσαν όπου εγίνετο κατά την στιγμήν εκείνην η διδασκαλία υπό του Χότζα [...]».
(συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ημερήσια εφημερίδα των Αθηνών με γραφεία στην Πλατεία Λουδοβίκου. Διευθυντές και ιδιοκτήτες της την περίοδο 1899-1900 ήταν οι Φράγης Βιρβίλης και Αντώνιος Σπηλιωτόπουλος στους οποίους την είχε εκχωρήσει ο Σταύρος Ι. Βουτυράς. Μετά από το 1901 και μέχρι το 1902 τη διεύθυνση της εφημερίδος ανέλαβε αποκλειστικά ο Βιρβίλης.
[2]. Όλα τα άρθρα του τα υπογράφει είτε ως Θαν. Τζαβ. είτε ως Θαν. Τζαβέλλας. Η έρευνα για την περαιτέρω άντληση στοιχείων περί αυτού απέβη άκαρπη.
[3]. Νεολόγος (Αθήνα), φ. 640 (29 Μαΐου 1899), φ. 644 (2 Ιουνίου 1899), φ. 647 (5 Ιουνίου 1899) και φ. 657 (15 Ιουνίου 1899).
[4]. Τα μουσουλμανικά εκπαιδευτήρια της Λάρισας συστάθηκαν στις 16 Ιουνίου 1882 με τον Νόμο ΑΙΓ’ «Περί συστάσεως Τουρκικών και Ισραηλιτικών παιδευτηρίων εν ταις προσαρτηθείσαις Επαρχίαις» (ΦΕΚ 53/Α/23-6-1882). Ο αριθμός των εκπαιδευτηρίων, ο χρόνος της συστάσεως και τα προσόντα των διδασκάλων καθορίστηκαν με την έκδοση Βασιλικού Διατάγματος στις 2 Οκτωβρίου 1882 (ΦΕΚ 126/Α/4-10-1882).