πορεία. Και οι τέσσερες αυτοί κώδικες έχουν μελετηθεί από ιστορικούς ερευνητές της πόλης μας. Οι τρεις πρώτοι εξ αυτών εκδόθηκαν διά του Τύπου, ενώ ο τέταρτος είναι έτοιμος προς έκδοση από χρόνια. Δυστυχώς όμως κανένας απ' αυτούς δεν υπάρχει στα αρχεία ή τη βιβλιοθήκη της τοπικής μας εκκλησίας έστω και σε αντίγραφο. Ήδη περιγράψαμε εν συντομία τους δύο πρώτους χρονολογικά κώδικες α) το Εγκώμιον προς τον άγιον Κυπριανόν, μητροπολίτην Λαρίσης (περί τα 1350) και β) τον Κώδικα της Ι. Μητροπόλεως Λαρίσης, (των ετών 1647-1868). Στη συνέχεια θα αναφερθούμε εν ολίγοις και με τους υπόλοιπους δύο: τον Κώδικα του Ι. Ναού του Αγίου Αχιλλίου (1810-1881) και τον Κώδικα της Επισκοπής Πλαταμώνος (1877-1900).
Κώδικας Ι. Ναού Αγίου Αχιλλίου
Κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο συλλέκτης Δαμιανός Κυριαζής δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη τη σπουδαία συλλογή του. Σ' αυτή έχει καταχωρηθεί με αύξ. αριθ. 15 ο Κώδικας της εκκλησίας του Αγ. Αχιλλίου Λαρίσης, ο οποίος καλύπτει περίπου 80 έτη (1810-1881). Το πρώτο φύλλο του αναφέρει τα εξής: «Ο παρών Κώδιξ υπάρχει της εκκλησίας του Εν Αγίοις πατρός ημών Αχιλλίου [...] όστις ήρξατο επί Ιεραρχίας του Πανιερωτάτου και θεοπροβλήτου Μητροπολίτου Λαρίσσης κυρίου κυρίου Πολυκάρπου[1], δια χειρός Βησσαρίωνος Χ#Γεωργίου»[2].
Παλαιότερη μνεία για τον εν λόγω κώδικα έχουμε σε μια μικρή πρόταση στο βιβλίο «Λάρισα» του Επαμ. Φαρμακίδη (1926), όπου γράφει ότι «μόνον φύλλα τινα σώζονται», εννοώντας προφανώς διάφορα διασκορπισμένα φύλλα.
Αργότερα επεξεργάστηκε τον κώδικα η ιστορικός Βούλα Κόντη για να αντλήσει «ειδήσεις για τα σχολεία της Λάρισας στον 19ο αιώνα». Η έρευνά της δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ο Ερανιστής» το 1977, στο τεύχος 14, σελ. 185-202.
Το 1987 η Λαογραφική Εταιρεία Λαρίσης (πρόδρομος του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου) έγινε κάτοχος αντιγράφου του κώδικα αυτού από το Μουσείο Μπενάκη. Το κείμενο δόθηκε στα μέλη του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας για μελέτη, και στις 13 Δεκεμβρίου 1988 ο κώδικας παρουσιάσθηκε στο κοινό της πόλης, στην αίθουσα του Γαλλικού Ινστιτούτου.
Το μεγαλύτερο μέρος του κώδικα αναφέρεται στα οικονομικά της εκκλησίας του Αγ. Αχίλλιου, δηλ. στη «ληψοδοσία του παγκαρίου». Οι ισολογισμοί είναι κατά κανόνα ετήσιοι, καταστρώνονται από τους Επιτρόπους, πού ορίζονται κάθε χρόνο από τις συντεχνίες, και επικυρώνονται από τον μητροπολίτη. Τα ποσά αναγράφονται σε γρόσια. Στα τακτικά έσοδα περιλαμβάνονται τα ποσά από σύναξη δίσκων, πώληση αφιερωμάτων, λαμπάδων κ.λπ., τελέσεις μυστηρίων και εορτών, ενοίκια σπιτιών καθώς και τα δάνεια, οι ομολογίες, τα εμβατοίκια[3], οι διάφορες εισπράξεις, ισολογισμοί εσόδων εξόδων της εκκλησίας και πολλά άλλα. Από τα έξοδα διαπιστώνεται ότι η κοινωνική προσφορά του ναού σε χρόνους χαλεπούς ήταν σημαντική.
Κατά την ημερίδα της παρουσίασης του Κώδικα:
--ο Θεόδωρος Παλιούγκας περιέγραψε λεπτομερώς την τοπογραφία της Λάρισας, τις συνοικίες τουρκικές και χριστιανικές, τους ναούς και τα παρεκκλήσια έτσι όπως αναφέρονται όλα αυτά τα 80 περίπου χρόνια του κώδικα,
--ο Παύλος Λάλος ανέφερε τα ιστορικά γεγονότα της εποχής,
--ο Γεώργιος Ντρογκούλης προσέγγισε ένα δύσκολο θέμα, τις συντεχνίες της Λάρισας, τα μέλη και τις δραστηριότητές τους,
--ο Νίκος Ζδάνης ερεύνησε με συγκριτικούς πίνακες τους μισθούς και τις τιμές των προϊόντων στη Λάρισα του 19ου αιώνα,
--ο Κώστας Σπανός ταξινόμησε όλα τα ονόματα και επίθετα όσων Λαρισαίων αναφέρονται στον κώδικα, και
--ο Χαρίλαος Ντούλας αποκάλυψε το φιλανθρωπικό έργο του «παγκαρίου» του ναού του Αγ. Αχιλλίου.
Τα πρακτικά της ημερίδας αυτής εκδόθηκαν σε βιβλίο 200 σελίδων το 1994 από τις εκδόσεις «Θετταλός».
Κώδικας της Επισκοπής Πλαταμώνος
Ο «Κώδηξ της Ιεράς Επισκοπής Πλαταμώνος 1877» όπως επιγράφεται, είναι ένας τόμος μεγάλων διαστάσεων [35 εκ. ύψος, 24 εκ. πλάτος]. Έχει 190 σελίδες, εκ των οποίων οι τελευταίες τέσσερες είναι λευκές. Είναι δεμένος σε βιβλίο και έχει χοντρά εξώφυλλα από χαρτόνι. Διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση και παρουσιάζει τις απλές φθορές της πολυχρησίας. Ο κώδικας έχει πολλούς γραφείς, κυριαρχεί όμως ως επί το πλείστον η χαρακτηριστική γραφή του επισκόπου Αμβροσίου Κασσάρα, η οποία είναι καθαρή, ευανάγνωστη, γραμματικώς και συντακτικώς άρτια και συντεταγμένη στην καθαρεύουσα γλώσσα της εποχής. Ενδιάμεσα υπάρχουν και άλλοι γραφικοί χαρακτήρες με ανορθογραφίες και ασύντακτες προτάσεις, οι οποίες προέρχονται συνήθως από ολιγογράμματους ιερείς της επισκοπής.
Η ύπαρξη του κώδικα της επισκοπής Πλαταμώνος είναι για τους περισσότερους άγνωστη. Πρώτος τον έκανε γνωστό, αλλά σε πολύ λίγους, ο Βάσος Καλογιάννης το 1960. Η αντιγραφή του έγινε με παραναγνώσεις και λάθη και είναι γραμμένος με τα στοιχεία γραφομηχανής. Ο ερευνητής προέταξε ένα εισαγωγικό σχόλιο οκτώ σελίδων, στο οποίο περιέχεται η βιογραφία του επισκόπου Αμβροσίου Κασσάρα από τον δημοσιογράφο Θρασύβουλο Μακρή σε άρθρο του σε φύλλο της εφημερίδας «Ελευθερία» της 29ης Μαΐου του 1938, ημέρα ανακομιδής των οστών του Αμβροσίου στο Συκούριο. Μετά από την εισαγωγή αυτή ακολουθεί η αντιγραφή του Κώδικα η οποία καταλαμβάνει 333 δακτυλογραφημένες σελίδες.
Ο τόμος του κώδικα φαίνεται καθαρά ότι έχει υποστεί μεταγενέστερες επεμβάσεις από ερευνητές και αναγνώστες του για να διαχωρίσουν διάφορα κεφάλαια κατά χρονολογική σειρά, αριθμημένα από 1 έως 60. Υπάρχουν και μερικές άλλες επεμβάσεις ήσσονος σημασίας.
Σήμερα ο κώδικας της επισκοπής Πλαταμώνος είναι απόκτημα του Λαογραφικού και Ιστορικού Μουσείου της Λάρισας, η διεύθυνση του οποίου φρόντισε να συντηρηθεί σε εργαστήριο των Αθηνών. Εν τω μεταξύ εδώ και χρόνια φιλίστορας της πόλης μας τον επεξεργάστηκε με επιμέλεια και αναμένεται εδώ και καιρό η έκδοσή του.
Στις 186 χρησιμοποιημένες σελίδες του κώδικα είναι καταγεγραμμένη όλη η δραστηριότητα της επισκοπής Πλαταμώνος κατά το ύστατο χρονικό διάστημα της ύπαρξής της, δηλαδή από το 1877 μέχρι το 1900, χρονολογία κατά την οποία καταργήθηκε και ενσωματώθηκε με τη Μητρόπολη Λαρίσης. Η περίοδος αυτή των 23 ετών αντιστοιχεί ακριβώς στη θητεία του τελευταίου ιεράρχου της επισκοπής, του Αμβροσίου Κασσάρα[4], στην πρωτοβουλία του οποίου πιστεύεται ότι οφείλεται και η δημιουργία του κώδικα. Περιλαμβάνει:
- την επίσημη αλληλογραφία της επισκοπής με τις εκκλησιαστικές και πολιτικές αρχές, την επικοινωνία της με τις μονές, τους ναούς και τους κληρικούς της δικαιοδοσίας της και πολλά άλλα.
- καταγράφει δικαιοπραξίες [κληρονομικές πράξεις, διαζύγια, επίλυση διαφορών μεταξύ του χριστιανικού πληθυσμού, κ.λπ.] κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας [1877-1881]. Ως γνωστόν η δικαιοδοσία αυτή του εκάστοτε ιεράρχη είχε δοθεί από τις τουρκικές αρχές από πολύ παλιά. Μετά την ενσωμάτωση όμως της περιοχής με το ελληνικό βασίλειο, η δικαιοδοσία αυτή περιήλθε στις δημόσιες αρχές, όπως άλλωστε γίνεται και σήμερα.
- επίσης καταγράφει νομοκανονικές πράξεις [επιτίμια, αποφάσεις του επισκοπικού δικαστηρίου, προσωρινές τιμωρίες και παύσεις μοναχών και άλλα].
- η μεγαλύτερη έκτασή του όμως, ιδίως τα τελευταία χρόνια, καταλαμβάνεται ως επί το πλείστον από άδειες γάμων που εξέδιδε η επισκοπή σε όλους τους οικισμούς της δικαιοδοσίας της.
Έτσι ο κώδικας αυτός μάς δίνει πολύτιμες και άγνωστες μέχρι σήμερα πληροφορίες για τη συγκεκριμένη περίοδο σε πολλούς τομείς της κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής και για ολόκληρη την επισκοπική επικράτεια, η οποία εκτείνονταν μέχρι το 1881 από το Λιτόχωρο και την Καρυά μέχρι το Μακρυχώρι και από τους Γόννους και τον Παραπόταμο μέχρι το Συκούριο και την Καρύτσα. Μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό Βασίλειο η έκταση της επισκοπής Πλαταμώνος κολοβώθηκε, καθώς η περιοχή βορείως της Αιγάνης παρέμεινε στην Οθωμανική αυτοκρατορία και προσαρτήθηκε στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης. Το 1900 ο επίσκοπος Πλαταμώνος Αμβρόσιος μετατέθηκε στη μητρόπολη Λαρίσης και συγχρόνως το τμήμα της επισκοπής που βρισκόταν στην ελληνική επικράτεια προσαρτήθηκε στην ίδια Μητρόπολη. Κατόπιν τούτου μεταβλήθηκε και η ονομασία της σε Μητρόπολις Λαρίσης και Πλαταμώνος.
--------------------
[1]. Πρόκειται για τον μητροπολίτη Πολύκαρπο Δαρδαίο (1810-1818 και 1821) ο οποίος με την έναρξη της ελληνικής επανάστασης περιέπεσε στη δυσμένεια του Μαχμούτ πασά Δράμαλη, καθαιρέθηκε, συνελήφθη, φυλακίσθηκε και στις 17 Σεπτεμβρίου 1821 αποκεφαλίσθηκε κοντά στην εκκλησία του Αγ. Αχιλλίου.
[2]. Ο Βησσαρίων Χατζηγεωργίου, αρτοπωλητής το επάγγελμα και αρκετά μορφωμένο άτομο, ήταν επίτροπος του μητροπολιτικού ναού του αγ. Αχιλλίου. Υπήρξε χορηγός στην έκδοση της «Ασματικής Ακολουθίας του εν Αγίοις Οσιομάρτυρος Δαμιανού του Νέου» η οποία εκδόθηκε στη Βενετία το 1805, στο τυπογραφείο του Νικολάου Γλυκέως του εξ Ιωαννίνων.
[3]. Εμβατοίκια ήταν τα ποσά πού πλήρωναν οι ιερείς στον πατριάρχη ή στον μητροπολίτη για την ενοικίαση ενορίας.
[4]. Ο Αμβρόσιος Κασσάρας, γεννήθηκε το 1844 στην Κάλυμνο. Αποφοίτησε με άριστα από τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και το 1875 χειροτονήθηκε ιεράρχης και τοποθετήθηκε στην επισκοπή Ιερισσού και Αγίου Όρους με έδρα τη σημερινή Αρναία. Το 1877 μετατέθηκε στην επισκοπή Πλαταμώνος στη θέση του αποβιώσαντος Ιακώβου. Η έδρα της επισκοπής ήταν η Ραψάνη, αλλά το 1879 μεταφέρθηκε στην παλιά έδρα της, τα Αμπελάκια.
Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)