Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Προσωπογραφία της Λάρισας

Παναγιώτης Μ. Καθεκλάς

Δικαστικός επιμελητής και πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου της Λάρισας

Δημοσίευση: 14 Ιαν 2018 15:35

Καταγόμενος από το Ναύπλιο της Πελοποννήσου [1], ο Παναγιώτης Καθεκλάς εγκαταστάθηκε στη Λάρισα λίγο μετά από την απελευθέρωση της πόλης (1881). Ανεπισήμως είχε διορισθεί δικαστικός κλητήρας στο Πρωτοδικείο της Λάρισας το 1882, αλλά νομικής φύσεως κωλύματα τον ανάγκασαν να παραιτηθεί προσωρινά (ΦΕΚ 288/Α/12-7-1884). Στις 26 Νοεμβρίου 1884 το συμβούλιο των εν Λαρίση Πρωτοδικών αποδέχθηκε όλα τα επίσημα έγγραφα που προσκόμισε και στις 18 Δεκεμβρίου επισημοποιήθηκε ο διορισμός του ως δικαστικού κλητήρα (ΦΕΚ 491/Α/18-12-1884).

Από πολύ νωρίς ο Παναγιώτης Καθεκλάς είχε διαπιστώσει ότι στην τότε συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου όπου διέμενε, δεν υπήρχε ιερός ναός και οι χριστιανοί κάτοικοί της αναγκάζονταν να μεταβαίνουν σε άλλους ναούς για να εκκλησιασθούν. Θεωρείται ότι αυτός έπεισε τον Οθωμανό δήμαρχο της Λάρισας Χασάν Ετέμ εφένδη να δωρίσει στον Δήμο της Λάρισας το οικόπεδο όπου αργότερα αναγέρθηκε ο ομώνυμος ναός. Όμως μία δωρεά (δέηση) του Καθεκλά προς τον ναό, έμελλε να πυροδοτήσει έναν κύκλο αντεγκλήσεων που «ταλαιπώρησαν» για μεγάλο διάστημα τη Λαρισαϊκή κοινωνία.

Την αγιογράφηση του ναού του Αγίου Κωνσταντίνου είχε αναλάβει ο φωτογράφος και ζωγράφος Ιωάννης Παντοστόπουλος, στον οποίο ο Καθεκλάς παρέδωσε 100 δρχ. για να φιλοτεχνήσει την δεσποτική εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ [2]. Το τελικό όμως αποτέλεσμα όμως δεν ικανοποίησε τον Καθεκλά, ο οποίος χαρακτήρισε την προαναφερθείσα εικόνα (όπως και όλες τις άλλες εικόνες του τέμπλου) ως «καλικατούρες και ως μη κατασκευασμένες συμφώνως με τους κανόνες της ορθοδόξου εκκλησίας» [3]. Ο ίδιος τέθηκε δε επικεφαλής επιτροπής 80 ενοριτών ζητώντας από τον τότε δήμαρχο Λαρίσης την αντικατάσταση των εικόνων και την εικονογράφησή τους από διακεκριμένο αγιογράφο των Αθηνών [4]. Οι επίτροποι του ναού (μεταξύ των οποίων και ο Παντοστόπουλος) αντέδρασαν και κατηγόρησαν τον Καθεκλά ως «εικονογνώστην, κτήτορα και επόπτην της Εκκλησίας ως εκ θείας εμπνεύσεως» [5]. Στην κοινωνία της Λάρισας δημιουργήθηκε μεγάλο σκάνδαλο και οι ανακοινώσεις εκατέρωθεν ήταν καυστικές και πικρόχολες. Ο Παντοστόπουλος υπερασπίστηκε το έργο του κατηγορώντας τις αγιογραφίες του Αγίου Αχιλλίου και του Αγίου Νικολάου ως «χωριάτικες ρωσικής τεχνοτροπίας», ενώ κάποιος Λαρισαίος πολίτης (με τα αρχικά Κ. Λ.) «επιτέθηκε» στον πρώτο για το έργο του: «Μας λέγετε ότι αι εικόναι του αγίου Αχιλλείου είναι ρωσικής κατασκευής, δεν μας λέγετε δε αι εικόναι του αγίου Κωνσταντίνου ποίας κατασκευής είναι; Δια ταύτα σας παρακαλούμεν κ. κ. επίτροποι εάν είσθε μύωπες δύνασθε να φορέσητε τα γιαλιά σας και να μεταβήτε εις τον Αγιον Αχίλλειον να ίδητε τον μυστικόν δείπνον, έχει καμίαν ομοιότητα με εκείνον που κατασκεύασεν ο κ. Παντοστόπουλος του αγ. Κωνσταντίνου και έλαβεν δρ. 100 από τον δωρητήν καθώς και τας εικόνας τας δεσποτικάς τας οποίας εσείς ονομάσατε χωριάτικες. Μετά ταύτα παρακαλώ να μεταβήτε εις τον ναόν του αγίου Νικολάου και σας παρακαλώ να πλησιάσητε κοντά διότι φαίνεται ότι είσθε κοντόφθαλμοι, να ίδητε τας δεσποτικάς εικόνας της Θεοτόκου και του Ιησού Χριστού καθημένης επί θρόνου και παραβάλατε αυτάς κ. Παντοστόπουλε με τας ιδικάς σας και θα μας πήτε εάν έχομεν δίκαιον ή άδικον, θα ίδητε τους θρόνους και θα τους θαυμάσητε, θα ίδητε κ. Παντοστόπουλε την χείραν του Ιησού να ευλογή και ουχί να μουτζώνη, θα ίδητε πως κατασκευάζονται τα φωτοστέφανα και αι ακτίναι …» [6].

Ο Παναγιώτης Καθεκλάς διέμενε στη συνοικία του Αγίου Κωνσταντίνου αλλά διέθετε στη Λάρισα και άλλα ακίνητα που αποκτήθηκαν από το 1890 μέχρι τις παραμονές του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το 1890 αγόρασε αντί 200 δρχ. από την Μπονά, θυγατέρα Ιουσέφ ή Κοσέμ Σουλτάν και σύζυγο του αχθοφόρου Ελιέζερ Σαλομών Μπέζα το 1/3 εξ αδιαιρέτου μιας «ανωγείου οικίας με των υπ’ αυτής μαγαζείων και οικοπέδου» που βρισκόταν στην συνοικία Εμινλέρ, την οποία εν συνεχεία ενοικίασε αντί μηνιαίου μισθώματος 4 δρχ. εις τον σύζυγο της πωλήτριας [7]. Το 1894 αγόρασε από τον εμποροκτηματία Αναστάσιο Πατσουρίδη τα 2/3 εξ αδιαιρέτου μίας οικίας στη συνοικία Σαρατζλάρ αντί του ποσού των 2.450 δρχ. [8]. Τέλος την ίδια χρονιά η Σταυρούλα, χήρα του Φωτίου Μπρουμή, δώρισε στα ανήλικα τότε τέκνα του Μιχαήλ και Αμαλία μία οικία αξίας 1.030 δρχ. που βρισκόταν στην συνοικία Ραμαζάν Ατίκ [9]. Ήταν επίσης ιδιοκτήτης μίας άλλης οικίας στη συνοικία Καϊλιάς, ως ενοικιαστές της οποίας αναφέρονται κατά περιόδους, ο κρεοπώλης Αβραάμ Χαήμ Κοέν (1894) [10], ο κουρέας Ιωάννης Φωκάς (1898) [11] και ο έμπορος Αβραάμ Σολομών Αλχανάτ (1899) [12].

Από τον γάμο του απέκτησε τρία παιδιά: τον Μιχαήλ [13], την Αμαλία και την Αθηνά [14]. Απεβίωσε στη Λάρισα στα μέσα της δεκαετίας του 1920. Κατά το διάστημα της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας διετέλεσε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του «Πελοποννησιακού Συνδέσμου Λαρίσης» [15], πρόεδρος του Τεχνοεργατικού Συνδέσμου Λαρίσης [16] και ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου της Λάρισας (ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1910).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]. Ο πατέρας του Μιχαήλ Καθεκλάς, καταγόμενος από το Κούνενι Κισάμου Κρήτης (Βάθη Χανίων), έλαβε μέρος στην Επανάσταση του 1821. Το 1827 εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Ναύπλιο.

[2]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 87 (11 Δεκεμβρίου 1899).

[3]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 117 (7 Ιουλίου 1900).

[4]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 117 (7 Ιουλίου 1900).

[5]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 140 (3 Νοεμβρίου 1900).

[6]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 118 (14 Ιουλίου 1900).

[7]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό Αρχείο Ανδρέα Ροδόπουλου, φκ. 035 [1890], αρ. 10162 (15 Ιουνίου 1890) και αρ. 10185 (19 Ιουνίου 1890).

[8]. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 048 [1894], αρ. 17387 (18 Νοεμβρίου 1894).

[9]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 048 [1894], αρ. 17359 (10 Νοεμβρίου 1894).

[10]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 048 [1894], αρ. 17394 (20 Νοεμβρίου 1894).

[11]. Αρχείο Ροδόπουλου, φκ. 058 [1896-1898], αρ. 18456 (11 Ιουνίου 1898).

[12]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 064 [1899], αρ. 23473 (16 Σεπτεμβρίου 1899).

[13]. Γεννήθηκε το 1878 και απεβίωσε στη Λάρισα στις 8 Νοεμβρίου 1898 «μετά από πολυόδυνον ασθένεια». Βλ. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 32 (14 Νοεμβρίου 1898) και φ. 37 (19 Δεκεμβρίου 1898).

[14]. Τον Απρίλιο του 1908 παντρεύτηκε τον Θεόδωρο Ζ. Παπακώστα. Βλ. Μικρά (Λάρισα), φ. 19/371 (25 Απριλίου 1908) και Σάλπιγξ (Λάρισα), φ. 938 (27 Απριλίου 1908).

[15]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 354 (27 Αυγούστου 1904).

[16]. Μικρά (Λάρισα), φ. 2/508 (4 Ιουνίου 1911).

Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου