Την ίδια στιγμή προκειμένου να φανούν συνεπείς απέναντι στο νόμο καθώς τα πρόστιμα είναι «τσουχτερά», κατακλύζουν τις τράπεζες, είτε ατομικά είτε συλλογικά, για να κινήσουν τις διαδικασίες απόκτησης μηχανημάτων. Πάντως θέμα παράτασης της καταληκτικής προθεσμίας για την εγκατάσταση POS επί του παρόντος δεν τίθεται. Ωστόσο, όπως λέγεται, γίνονται συσκέψεις των αρμόδιων υπηρεσιών προκειμένου να γίνει ομαλή μετάβαση στο νέο καθεστώς, χωρίς να εξαντλείται από τις 28 Ιουλίου η αυστηρότητα των ελεγκτικών οργάνων αλλά και χωρίς να περάσει το μήνυμα ότι δεν θα εφαρμοστούν οι σχετικές διατάξεις. To πρόστιμο για τους… αμελείς ανέρχεται στα 1.500 ευρώ και προβλέπεται το «ψαλίδισμά του» κατά 50% αν ο υπόχρεος μέσα σε 30 ημέρες είτε πληρώσει το πρόστιμο είτε προσκομίσει τιμολόγιο αγοράς POS.
Ωστόσο το Υπ. Οικονομικών, πέραν από τους ελέγχους που θα κάνει, έχει καλέσει τους πολίτες να πάρουν οι ίδιοι το νόμο στα χέρια τους και να καταγγείλουν όσους δεν θα έχουν POS. Σε περίπτωση μάλιστα που οι αρμόδιες υπηρεσίες δεχθούν τουλάχιστον πέντε καταγγελίες σε διάστημα τριών διαδοχικών μηνών για την μη αποδοχή πληρωμών με κάρτα από υπόχρεο, αυτές θα κοινοποιούνται στην Υπηρεσίας Ερευνών και Διασφάλισης Δημοσίων Εσόδων (ΥΕΔΔΕ) Θεσσαλίας για περεταίρω έλεγχο.
Στο μεταξύ στην επιστολή που έστειλε προ ημερών η ΓΣΕΒΕΕ στην πολιτική ηγεσία του υπ. Οικονομικών εστιάζουν τους προβληματισμούς τους στα εξής σημεία:
* Οι τράπεζες, όπως υποστηρίζει η ΓΣΕΒΕΕ καθυστερούν ή απορρίπτουν την έκδοση τερματικού μηχανήματος, όταν αξιολογούν ότι η επιχείρηση δεν αποτελεί ελκυστικό πελάτη. Η υποχρεωτική εφαρμογή του μέτρου εγκατάστασης τερματικού ως τις 27 Ιουλίου σε ορισμένες ομάδες επαγγελμάτων θα οδηγεί σε πρόστιμα ύψους 1.500€€, αλλά είναι άγνωστο τι θα συμβεί αν η υπαιτιότητα για την μη προμήθεια του τερματικού βαρύνει τις τράπεζες ή κάποιον άλλον προμηθευτή. Βραχυπρόθεσμα, θα πρέπει να διερευνηθεί η δυνατότητα παράτασης της υποχρεωτικότητας ως το τέλος του 2017. Προτείνεται να είναι υποχρεωτική η έγγραφη απόρριψη των αιτημάτων από μέρους των τραπεζών, ώστε να υπάρχει αποδεικτικό μέσο για την ελεγχόμενη επιχείρηση.
* Οι χρεώσεις παραμένουν απαγορευτικές για ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, καθώς υπερβαίνουν το 1%, ενώ σε αυτό θα πρέπει να συνυπολογιστούν τα κόστη συντήρησης και προμήθειας του εξαρτήματος. Προτείνεται για λόγους ανταγωνισμού, η επιβολή ορίων χρέωσης στις επιχειρήσεις (που δεν θα υπερβαίνουν το 1%) , σε διαφορετική περίπτωση, να δύναται η επιχείρηση να λειτουργήσει χωρίς να διαθέτει ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής (ας επιλέγεται η κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό).
* Οι δεσμεύσεις/ κατασχέσεις λογαριασμών οδηγούν τις επιχειρήσεις σε αντίστροφη επιλογή, δηλαδή, δημιουργείται κίνητρο διακράτησης χρήματος εκτός του επίσημου τραπεζικού τομέα, γεγονός που επιδρά αρνητικά στην καταθετική βάση, στην χρηματοπιστωτική ευστάθεια, στα φορολογικά έσοδα και στην εξομάλυνση των οικονομικών σχέσεων στην αγορά. Συνέπεια των παραπάνω είναι να αποκτά στρεβλό συγκριτικό πλεονέκτημα η επιχείρηση, η οποία δεν έχει τραπεζικό λογαριασμό και έχει ελάχιστες συναλλαγές με τερματικά POS (αντίθετα με το διακηρυγμένο στόχο των φορολογικών αρχών). Προτείνεται η εφαρμογή ενός ακατάσχετου επιχειρηματικού λογαριασμού, μέσα από τον οποίο θα καλύπτονται κατά προτεραιότητα η μισθοδοσία, οι προμηθευτές, οι λογαριασμοί παγίων.
Επί της ουσίας οι επαγγελματίες ζητούν από το οικονομικό επιτελείο να προχωρήσει άμεσα σε βελτιωτικές αλλαγές στο θέμα του ακατάσχετου λογαριασμού, δίνοντας τη δυνατότητα κίνησης κεφαλαίων που αφορούν άμεσα λειτουργικά κόστη, απαραίτητα για να συνεχίσει τη δραστηριότητα η επιχείρηση. Σε κάθε άλλη περίπτωση όπως υποστηρίζουν η φοροδιαφυγή θα γιγαντωθεί. Και αυτό γιατί αρκετοί επιχειρηματίες θα αναγκαστούν να ρίχνουν πολύ τις τιμές και να μην προχωρούν σε συναλλαγές με POS, αλλά με μετρητά, προκειμένου να εξασφαλίσουν κάποια μικρά κεφάλαια κίνησης για τη συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης τους…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΟΥΛΗΣ