Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, μέσα στο πλαίσιο ενός ξύλινου λόγου και άκρατου βερμπαλισμού, διατυπώθηκαν λέξεις και φράσεις όπως: «νέα μοντέλα διακυβέρνησης και μάνατζμεντ», «νέα μοντέλα ανάπτυξης του αγροτικού τομέα», «αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων των αγροτικών προϊόντων μας», «ανάδειξη των ΠΟΠ και ΠΓΕ προϊόντων», και πολλά άλλα. Αν ανατρέξει κάποιος στο παρελθόν, θα διαπιστώσει ότι όλα αυτά έχουν ξαναειπωθεί εδώ και δεκαετίες, 38 χρόνια από την είσοδο της χώρας μας στην τότε ΕΟΚ. Είναι λυπηρό διότι τα τελευταία 10 χρόνια της οικονομικής κρίσης ήταν αρκετά για να έχουν υλοποιηθεί έστω κάποιες βασικές πολιτικές, οι οποίες θα είχαν βάλει τον αγροτικό τομέα μας στις ράγες μιας βιώσιμης και σταθερής ανάπτυξης. Τριάντα οκτώ χρόνια μέσα στην ΕΕ (εκ των οποίων 27 με κεντροαριστερές και 11 με κεντροδεξιές κυβερνήσεις) και φτάσαμε σήμερα εν έτει 2019 να ανακοινώνουμε περήφανα ότι ολοκληρώθηκε η κατασκευή του αυτοκινητόδρομου τάδε, όταν σε άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, έχει ολοκληρωθεί το βασικό οδικό της δίκτυο με τα 2 πρώτα πακέτα Ντελόρ, ενώ ο κεντρικός στόχος του τρέχοντος αντίστοιχου Ισπανικού ΕΣΠΑ είναι η ανάπτυξη της Έρευνας γενικότερα!
Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν κάποιος ιθύνων για τον αγροτικό τομέα γνωρίζει π.χ. πόσα ΠΟΠ και πόσα ΠΓΕ ελαιόλαδα έχουν πιστοποιηθεί στη χώρα μας έως σήμερα; Η απάντηση είναι 19 ΠΟΠ και 11 ΠΓΕ ελαιόλαδα, εκ των οποίων τα 9 ΠΟΠ ελαιόλαδα προέρχονται από την Κρήτη! Μπορεί κάποιος από αυτούς να αιτιολογήσει γιατί δεν έρχεται η πολυπόθητη ανάπτυξη και η έξοδος από την κρίση, ενώ έχουμε ήδη πιστοποιημένα 109 ΠΟΠ (εκ των οποίων 33 οίνοι) και 151 ΠΓΕ (εκ των οποίων 120 οίνοι) προϊόντα; Μπορεί κάποιος να αιτιολογήσει τι προσφέρει στη χώρα μας η ύπαρξη 9 ΠΟΠ ελαιολάδων από την Κρήτη; Μήπως παράγονται τόσο μεγάλες ποσότητες καθενός από αυτά, ώστε να καρπώνονται την ανάλογη προστιθέμενη αξία; Προσωπικά, θεωρώ ότι το μοντέλο πιστοποίησης ΠΟΠ και ΠΓΕ προϊόντων έχει δομηθεί σε λάθος βάση και ότι η πιστοποίηση π.χ. ενός μόνο ΠΟΠ ελαιολάδου που θα περιλαμβάνει όλες της περιοχές της Κρήτης αντί 9 ΠΟΠ που υπάρχουν σήμερα, θα μπορούσε να προσδώσει περισσότερα οικονομικά οφέλη στους ελαιοπαραγωγούς λόγω μεγαλύτερης παραγωγής και συνεπώς μεγαλύτερης προσφοράς. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει με πολλά άλλα προϊόντα, όπως π.χ. με το κελυφωτό φιστίκι στο οποίο πολλοί παραγωγοί της ΠΕ Λάρισας έχουν επενδύσει τα τελευταία χρόνια. Συνολικά υπάρχουν 3 ΠΟΠ κελυφωτά φιστίκια (Φθιώτιδας, Μεγάρων και Αίγινας) τα οποία κάλλιστα θα μπορούσαν να είχαν μία μόνο πιστοποίηση, καθώς όλα τους εμφανίζουν όμοια οργανοληπτικά χαρακτηριστικά υψηλής ποιότητας. Συνεπώς, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή και σπουδή στη διαδικασία πιστοποίησης των εκάστοτε προϊόντων της χώρας μας, όπως ενδεχομένως στα κάστανα των περιοχών Αμπελακίων, Καρίτσας, Μελιβοίας και Σκήτης-Ποταμιάς αλλά και άλλων προϊόντων.
Οι χαμηλές εμπορικές τιμές, το αυξημένο κόστος παραγωγής, οι αυξημένες φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις των αγροτών έχουν εκμηδενίσει κάθε περιθώριο άσκησης υγιούς αγροτικής επιχειρηματικότητας, εκτός και εάν στόχος του ΥπΑΑΤ είναι η δημιουργία μεγάλων γεωργικών εκμεταλλεύσεων, οι οποίες θα δημιουργούν και τις ανάλογες οικονομίες κλίμακας. Αν ναι, τότε καλό είναι να το πουν εγκαίρως στους μικρούς και μικρομεσαίους αγρότες, ώστε να μην ματαιοπονούν προσδοκώντας καλύτερες ημέρες. Αν όχι, τότε άμεσα θα πρέπει να δημιουργηθούν οι συνθήκες, οι οποίες θα τονώσουν τον κλάδο και θα προσελκύσουν νέους ανθρώπους στο επάγγελμα. Τέτοιες συνθήκες απαιτούν σημαντικές ελαφρύνσεις στο κόστος παραγωγής (μείωση ΔΕΗ, μειωμένο ΦΠΑ στα γεωργικά εφόδια, επαναφορά της επιστροφής του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο αγροτικό πετρέλαιο που καταργήθηκε το 2017), μειωμένο φορολογικό συντελεστή και σημαντικές μειώσεις στις ασφαλιστικές εισφορές των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών.
Κλείνοντας, θα αναφερθώ στη μεγάλη πληγή των χαμηλών εμπορικών τιμών, η οποία συμπεριλαμβάνει σχεδόν το σύνολο των αγροτικών προϊόντων, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Πριν δέκα χρόνια, σημαντικός αριθμός αγροτών της περιοχής Τυρνάβου επένδυσαν στο ροδάκινο, ενώ σήμερα τα δέντρα ξεπατώνονται και τα ροδάκινα ρίχνονται στις χωματερές, όπως και άλλα προϊόντα της χώρας μας. Κυριότερος παράγοντας των παραπάνω είναι η κατάρρευση του συνεταιριστικού κινήματος στη χώρα μας και η οικονομική στενότητα στην οποία περιήλθαν οι αγρότες, στοιχεία που εκμεταλλεύτηκαν οι έμποροι αγροτικών προϊόντων. Γι’ αυτούς τους λόγους, η ίδρυση και δημιουργία ενός Δημοπρατηρίου Αγροτικών Προϊόντων στην Περιφέρεια Θεσσαλίας και δη κοντά στον οδικό άξονα της Εθνικής Οδού (Δ. Τεμπών), θεωρώ ότι είναι η ιδανική λύση στις χαμηλές εμπορικές τιμές. Το νομοθετικό πλαίσιο έχει θεσπιστεί με το Ν. 4015/2011 (Α’ 210) και το μόνο που μένει είναι η θέληση για το ξεκίνημα ενός ευρύ διαλόγου μεταξύ των ενδιαφερόμενων (Υπ.ΑΑΤ, Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση, ΟΤΑ, Συλλογικές Αγροτικές Οργανώσεις, Δημόσιο, ιδιώτες κ.α.).
Πρωτοστάτης και σύμβουλος σ’ αυτή την προσπάθεια ανάπτυξης πρέπει να είναι ο δυναμικός αλλά λησμονημένος και παραμελημένος Γεωτεχνικός κλάδος, του οποίου η εκπροσώπηση ήταν ελλιπής στα ψηφοδέλτια όλων των χρωμάτων, σε όλες τις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις. Με κατακερματισμένες, υποστελεχωμένες και συνεχώς αποστελεχωμένες Δημόσιες Υπηρεσίες, η χώρα μας δεν δύναται να ανοίξει τα φτερά της για να κατακτήσει υψηλότερες κορυφές, τις οποίες δυστυχώς διεκδικούν άλλες χώρες, πιο ανταγωνιστικές και πιο οργανωμένες από τη δική μας.
Από τον Αθανάσιο Κων. Λιακατά, γεωπόνο, εκλεγμένο αντιπρόσωπο στην ΠΕΓΔΥ και την ΠΟΓΕΔΥ