Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΚΑΣΣΑΡΑΣ

Επίσκοπος Πλαταμώνος και μητροπολίτης Λαρίσης

Δημοσίευση: 14 Αυγ 2019 16:30
Ο μητροπολίτης Λαρίσης Αμβρόσιος Κασσάρας (1844-1918) με την αρχιερατική του στολή. Περ. «Θεσσαλικά Χρονικά». 1935 Ο μητροπολίτης Λαρίσης Αμβρόσιος Κασσάρας (1844-1918) με την αρχιερατική του στολή. Περ. «Θεσσαλικά Χρονικά». 1935

Η Μητρόπολις Λαρίσης, (κατά διαστήματα και Αρχιεπισκοπή) θεωρείται ως μία από τις παλαιότερες, μεγαλύτερες και ιστορικότερες Μητροπόλεις του ελλαδικού χώρου.

Από τα πρώτα χρόνια της εμφάνισης του Χριστιανισμού, η πόλη μας αποτέλεσε την εκκλησιαστική καθέδρα της Θεσσαλίας και της ευρύτερης περιοχής της. Τον θρόνο της εκλέησαν υπέρ τους εκατό ιεράρχες, τα ονόματα των οποίων δεν μας είναι όλα γνωστά, γι' αυτό και ο επισκοπικός κατάλογός της είναι ακόμη και σήμερα ελλιπής, ιδίως κατά την πρώτη χιλιετία. Μεταξύ αυτών των ιεραρχών υπήρξαν μορφές με ισχυρή προσωπικότητα, φωτισμένη διάνοια και αγιότητα βίου, οι οποίες λάμπρυναν όχι μόνον την εκκλησιαστική ιστορία του τόπου, αλλά και τους εθνικούς αγώνες του γένους μας. Έτσι:

- Μερικοί από αυτούς με τον ενάρετο βίο τους ανακηρύχθηκαν Αγιοι από τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, όπως οι Αχίλλιος, Αντώνιος, Κυπριανός, Μάρκος, Βησσαρίων, Διονύσιος ο Ελεήμων.

- Επτά μητροπολίτες αναρριχήθηκαν στον οικουμενικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, όλοι τους κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός το 1572, Παΐσιος Α΄ το 1652, Διονύσιος Γ΄ ο Βαρδαλής το 1660, Διονύσιος Δ΄ ο Βυζάντιος ή Μουσελίμης το 1672, Ιάκωβος Α΄ το 1679, Μελέτιος Β΄ ο Τενέδιος το 1768 και Ιωακείμ Δ΄ ο Κρουσουλούδης το 1884, αφού πέρασε προηγουμένως από τη Μητρόπολη Δέρκων. Θα πρέπει εδώ να εστιάσουμε την προσοχή μας στο γεγονός ότι από το 1652 μέχρι το 1679, δηλαδή σε διάρκεια 27 ετών, τέσσερις στη σειρά μητροπολίτες Λαρίσης αναδείχθηκαν οικουμενικοί πατριάρχες, γεγονός πρωτόγνωρο και ανεξήγητο.

- Ο Δωρόθεος Κοτταράς το 1965 εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος.

- Ορισμένοι για την ηρωική εθνική τους δράση μαρτύρησαν ένδοξα και κατατάχθηκαν στη χορεία των εθνομαρτύρων, όπως οι Διονύσιος ο Φιλόσοφος, Διονύσιος ο Καλλιάρχης ως μητροπολίτης Εφέσου, Πολύκαρπος ο Δαρδαίος.

- Κάποιοι αναδείχθηκαν ένθερμοι προστάτες των γραμμάτων και της παιδείας του γένους, όπως οι Ιερεμίας ο Τρανός, Παρθένιος, Διονύσιος ο Καλλιάρχης, Δωρόθεος ο Σχολάριος.

- Άλλοι υπηρέτησαν με ζήλο και αυταπάρνηση το ποίμνιό τους και ευεργέτησαν τη μητροπολιτική τους περιφέρεια με σημαντικά έργα, όπως οι Αχίλλιος, Βησσαρίων, Διονύσιος Καλλιάρχης, Ιωακείμ Κρουσουλούδης,κ. ά.

- Τέλος, ελάχιστοι, ενώ εκλέχτηκαν μητροπολίτες, δεν γνώρισαν το ποίμνιό τους από κοντά, επειδή διάφορα γεγονότα και ορισμένοι τοπικοί παράγοντες δημιούργησαν έντονες αντιδράσεις στην εκλογή τους. Ο Βησσαρίων Β΄ όταν αρχικά εκλέχτηκε επίσκοπος Ελασσόνος και ο Δωρόθεος Σχολάριος αποτελούν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Μεταξύ των ιεραρχών της Μητροπόλεως Λαρίσης του 20ου αιώνα εξέχουσα θέση κατέχει και ο Αμβρόσιος Κασσάρας. Σε δύο συνεχόμενα δημοσιεύματα θα σκιαγραφηθεί ο βίος και η πολιτεία του Αμβροσίου αρχικά ως επισκόπου Πλαταμώνος επί 23 έτη [1877-1900] και κατόπιν ως μητροπολίτη Λαρίσης, Πλαταμώνος και Φαναριοφερσάλων (όπως ήταν τότε ο πλήρης τίτλος του) επί 10 έτη [1900-1910].

Για τα βιογραφικά στοιχεία των πρώτων χρόνων της ζωής του βασιζόμαστε σε δύο αυτοβιογραφίες του που διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας. Η πρώτη προτάσσεται του χειρόγραφου "Κώδικα της Επισκοπής Πλαταμώνος", του οποίου η καταγραφή αρχίζει από το 1877, χρονολογία κατά την οποία εγκαταστάθηκε στη νέα του Επισκοπή ο Αμβρόσιος και περατώνεται το 1900 όταν μετατέθηκε στη Μητρόπολη Λαρίσης. Ο κώδικας αυτός βρίσκεται στην κατοχή του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου της πόλης μας και μελετήθηκε λεπτομερώς, χωρίς όμως να έχει εκδοθεί μέχρι σήμερα. Η δεύτερη παρατίθεται στις πρώτες σελίδες του βιβλίου του "Η Επισκοπή και ο επίσκοπος Πλαταμώνος υπό του αυτού ιεράρχου", έκδοση του 1895.

Ο Αμβρόσιος γεννήθηκε το 1844 στην Κάλυμνο. Τα εγκύκλια μαθήματα τα ξεκίνησε από νωρίς στη γενέτειρά του. Στα 13 του χρόνια πήγε στην Αθήνα όπου και συνέχισε τις σπουδές του. Το 1863 εισήχθη στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και έναν χρόνο αργότερα χειροτονήθηκε διάκονος. Αποφοίτησε από τη Σχολή το 1869 αριστούχος. Αμέσως διορίσθηκε ιεροκήρυκας στα Χανιά, όπου έμεινε μόνο επτά μήνες, γιατί τον Ιούνιο του 1870 διορίσθηκε διδάσκαλος στο Σχολαρχείο Ηρακλείου. Κατά την τετραετή παραμονή του εκεί αναδέχθηκε τον δεύτερο βαθμό της ιεροσύνης και αυθημερόν προχειρίσθηκε αρχιμανδρίτης. Τον Μάρτιο του 1874 ο καταγόμενος από το Ηράκλειο της Κρήτης μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ιωακείμ, ο μετέπειτα οικουμενικός πατριάρχης, τον προσκάλεσε στην έδρα του, για να αναλάβει καθήκοντα πρωτοσυγκέλου. Έναν χρόνο αργότερα χειροτονήθηκε στον ναό του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης αρχιερέας και τοποθετήθηκε στην Επισκοπή Ιερισσού και Αγίου Όρους, με έδρα τη Λιαριγκόβη της Χαλκιδικής, τη σημερινή Αρναία. Στην Επισκοπή αυτή ο Αμβρόσιος παρέμεινε περίπου δύο χρόνια. Τον Μάρτιο του 1877 μετατέθηκε στην Επισκοπή Πλαταμώνος, στη θέση του αποβιώσαντος Ιακώβου. Η μετακίνησή του αυτή σε μια Επισκοπή εδαφικά και εκκλησιαστικά υποδεέστερη, δεν μπορεί εύκολα να εξηγηθεί. Ο ίδιος σε κανένα γραπτό του δεν αναφέρει κάτι σχετικό γι’ αυτή τη μετάθεση. Κάποιοι ιστορικοί μελετητές κάνουν λόγο για απαίτηση του Ρώσου πρεσβευτή στην Πύλη Ιγνάτιεφ προς τις τουρκικές αρχές να τον απομακρύνουν από τις παρυφές του Αγίου Όρους, επειδή κατά τη διάρκεια της εκεί παρουσίας του αντιστάθηκε με σθένος τόσο στην παραχώρηση ελληνικών μοναστηριών του Αγίου Όρους στους Ρώσους, όσο και στην αυξανόμενη με τον χρόνο ρωσική πολιτική επιρροή στην περιοχή της ιεράς χερσονήσου. Αυτό για όσους γνωρίζουν το καθεστώς που επικρατεί στην αγιορείτικη πολιτεία φαντάζει κάπως δύσκολο, γιατί μπορεί ο τίτλος της Επισκοπής να συμπεριλαμβάνει και το Άγιον Όρος, όμως ο επίσκοπός της δεν έχει καμία διοικητική δικαιοδοσία σ΄ αυτό. Μια άλλη εξήγηση πιο τολμηρή, την οποία υποστηρίζει ο πρύτανης των παλαιών δημοσιογράφων της πόλης μας Θρασύβουλος Μακρής και στενός του φίλος κατά τη θητεία του στη Μητρόπολη Λαρίσης, θέλει τον Αμβρόσιο να μετατίθεται στην Επισκοπή Πλαταμώνος για εθνικούς λόγους, ύστερα από υπόδειξη του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Σκοπός του ήταν να βοηθήσει τη σχεδιαζόμενη θεσσαλική επανάσταση του 1878. Είναι γνωστός εξ άλλου ο επαναστατικός ρόλος που διαδραμάτιζε την περίοδο εκείνη ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ιωακείμ σε συνεργασία με τον Έλληνα Πρόξενο.

Λίγο χρόνο μετά την άφιξή του στη Ραψάνη, έδρα τότε της Επισκοπής Πλαταμώνος, η εκκλησιαστική του περιφέρεια βρέθηκε στο επίκεντρο του επαναστατικού κινήματος του 1878. Φιλόπατρις στο έπακρον, δεν ήταν δυνατόν να αδρανήσει. Οπλισμένος με θάρρος, τόλμη και ανδρεία, μαζί με τον επίσκοπο Κίτρους Νικόλαο και τους επαναστάτες οπλαρχηγούς, βρέθηκε από την αρχή στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Ανέπτυξε αντάρτικο σώμα του οποίου τέθηκε επικεφαλής, έδρασε γενναία και σε κάποια συμπλοκή με τους Τούρκους κοντά στη Ραψάνη τραυματίσθηκε. Μετά την αποτυχία του κινήματος του 1878 και λόγω της επαναστατικής του δράσης, πυρπολήθηκε το κτίριο της επισκοπής και η κατοικία του στη Ραψάνη και καταστράφηκαν όλα τα προσωπικά του αντικείμενα (άμφια, λειτουργικά σκεύη, βιβλιοθήκη, αρχείο κλπ.). Εκ των πραγμάτων αναγκάσθηκε να μεταφέρει την έδρα της Επισκοπής προσωρινά στο Λιτόχωρο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1879. Τη χρονολογία αυτή εγκαταστάθηκε οριστικά στα Αμπελάκια, στο Επισκοπείο που είχε οικοδομήσει το 1767 ο επίσκοπος Πλαταμώνος και Λυκοστομίου Διονύσιος Μιχαήλ και το είχε συντηρήσει πριν την εγκατάστασή του το 1879 ο Αμβρόσιος. Εν τω μεταξύ είχε ήδη ορισθεί πρόεδρος της εφορείας της νεοανεγερθείσης Μανιαρείου Σχολής και το γεγονός αυτό φαίνεται ότι εκτός των άλλων επηρέασε σημαντικά την απόφασή του για τη μεταφορά της έδρας της Επισκοπής στην ιστορική κωμόπολη.

Το 1881, με την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου στο Ελληνικό Βασίλειο, η επισκοπική του περιφέρεια διχοτομήθηκε εδαφικά. Ένα σημαντικό μέρος της, αυτό που παρέμεινε στο τουρκικό έδαφος, ενσωματώθηκε στην Επισκοπή Πέτρας, ενώ το υπόλοιπο που βρέθηκε στο ελληνικό έδαφος, συνέχισε να αποτελεί την Επισκοπή Πλαταμώνος, με ποίμνιο όμως αριθμητικά μειωμένο.

Το 1882, λόγω της βαθιάς θεολογικής του μόρφωσής και της εκπαιδευτικής εμπειρίας που διέθετε από τη θητεία του στο Σχολαρχείο του Ηρακλείου Κρήτης, του προτάθηκε η διεύθυνση της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής στην Αθήνα, την οποία και ευχαρίστως αποδέχθηκε. Όμως διάφοροι λόγοι που είχαν να κάνουν και με τον ασυμβίβαστο χαρακτήρα του, τον ανάγκασαν να παραιτηθεί μετά από έναν χρόνο.

(Συνεχίζεται)

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

nikapap@hotmail.com

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

INTERCOMM FOODS
ΣΕΞ ΣΤΗ ΓΑΥΔΟ
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΕΣΠΑ 1-3-24
Μείνε μαζί μας

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass