Προσωπογραφία της Λάρισας

Ιωάννης Ισιδωρίδης Σκυλίσσης(1819-1890)

Εντυπώσεις από το ταξίδι του στη Λάρισα το 1884

Δημοσίευση: 20 Ιαν 2019 16:31
Ο Ιωάννης Ισιδωρίδης Σκυλίσσης  Ποικίλη Στοά (Αθήνα), τ. 9 (1891), σ. 192β  © Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Πατρών Ο Ιωάννης Ισιδωρίδης Σκυλίσσης Ποικίλη Στοά (Αθήνα), τ. 9 (1891), σ. 192β © Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Πατρών

Μεταξύ των πολλών Ελλήνων και ξένων επισκεπτών που πέρασαν από τη Λάρισα στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν και ο δημοσιογράφος, λόγιος και εκδότης Ιωάννης Ισιδωρίδης Σκυλίσσης (ή Σκυλίτσης). Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1819.

Το 1821 τον συναντούμε στα Κύθηρα όπου οι γονείς του κατέφυγαν προσωρινά μετά το ξέσπασμα της επανάστασης. Αργότερα επέστρεψε στη γενέτειρά του και φοίτησε στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή της πόλης. Μετέφρασε αρκετά αριστουργήματα της γαλλικής φιλολογίας και δημοσίευσε πλήθος ποιημάτων και μελετών. Έζησε για πολλά χρόνια στην Τεργέστη και στην Βιέννη. Αυτοκτόνησε στο Μόντε Κάρλο της Γαλλικής Ριβιέρας το 1890. Ο Ιωάννης Ισιδωρίδης Σκυλίσσης επισκέφθηκε τη Λάρισα τον Ιούνιο του 1884 στο πλαίσιο προγραμματισμένης εκδρομής στη Θεσσαλία, λίγα χρόνια μετά από την απελευθέρωσή της. Το περιηγητικό του οδοιπορικό διανθισμένο με πλήθος υποσημειώσεων και μεταφρασμένων γαλλικών κειμένων δημοσιεύθηκε το 1885. Οι αναφορές του για τη Λάρισα είναι οι παρακάτω:

[…] Από Βόλον εις Λάρισσαν σε μεταφέρει σήμερον η σιδηροδρομική ειρμουλκός εντός δύο ωρών και ημισείας. Ο ειρμός σταθμεύει εις τρία ή τέσσερα μέρη επ’ ολίγα λεπτά. Σταθμεύει πρώτον εις τας Φεράς, την γενέτειραν του Ρήγα πόλιν, κρυπτομένην υπό του σταθμού όπισθεν δένδρων πολλών, των πλείστων ακάρπων […]. Καθ’ όσον πλησιάζει τις την Λάρισσαν διακρίνει τρεις ή τέσσαρας του σεπτού όρους κορυφάς, τα «κάρηνα» αφ’ ών κατά τα Ομηρικά έπη, ο αργυρότοξος θεός Απόλλων, κατέβη «χωόμενος κήρ» υπέρ του ιερέως Χρύσου και «ήϊε νυκτίε οικώς» εις το των Δαναών στρατόπεδον […].

Ήδη η Λάρισσα διεκρίθη εκ των μιναρέδων της, άποψις τουρκοπόλεως αυτόχρημα. Από του σιδηροδρομικού σταθμού μέχρι της πόλεως απόστασις αφέθη πολλή, δέκα ή 12 λεπτών της ώρας. Τις οίδε διατί τόση, ενώ ο τόπος είνε κενός, ξηρός και άδενδρος! Άμαξαι όμως ευρίσκονται εκεί, καθ’ άς ώρας καταφθάνει ο ειρμός και αντί δραχμής μεταφέρεσαι μέχρι της πόλεως. Εις τα όπισθεν αυτής, προς βορράν, ρέει ο Πηνειός ώστε δεν έχεις να διέλθεις γέφυραν. Αφού διακαύση τον οδοιπόρον ο θερινός ήλιος καθ’ όλον τον από Βόλου δρόμον, ουδ’ εντός της πόλεως καθίσταται ανεκτότερος, και εν αυτή το κακότεχνον εκείνο λιθόστρωτον αναδίδει φλόγα. Τέλος καθοδηγείται ο ξένος υπό του αμαξηλάτου εις πανδοχείον τι νεοβαφές μεν, αλλά παλαιόν, όπου έκαστον των δωματίων έχει δύο ή τρεις κλίνας αμφιβόλου καθαριότητος. Και φαντάζεσθε να συγκοιτασθή τις μεθ’ ενός ή δύο αγνώστων παντοίας ηθικής μορφώσεως και ανεγγυήτων έξεων. Ευτυχώς δεν είχα ανάγκην εκεί να διανυκτερεύσω και μόλις νιφθείς και προαριστήσας, εζήτησα να οδηγηθώ εις τας όχθας του Πηνειού, δι’ όν κυρίως επεχείρησα την πυράν ταύτην σιδηροδρομίαν.

Είναι πλατύς και μεγαλοπρέπειαν έχει. Το χρώμα θολερός, ρέει βραδέως, σαίρων έστιν οπού στίφη χηνών κατά πλευράν κατερχομένην μετά του ειρηνικού ρείθρου, έως ού τρέπονται προς την όχθην, ως στόλος ιστιοφόρων πλοιαρίων προσορμιζόμενος. Ίνα μεταβώ εις την απέναντι όχθην, διήλθα την μόνην εκεί γέφυραν, φραγκικής κατασκευής, στερεάν και πολλάς αριθμούσας αψίδας. Ηρίθμησα τα βήματά μου από της μιας εις την άλλην άκραν, εκατόν ογδοήκοντα. Και πλάτος δ’ έχει ικανόν, αλλ’ ανώμαλος η λιθόστρωσις. Φθάσας εις την όχθην εκείνην ετράπην προς τα αριστερά, όπου είδα δένδρα και σκιάν. Εκεί δε και ποτοπωλείον. Εζήτησα καφέν και εκάθησα θεώμενος τα πέριξ. Συνεχώς ήρχοντο από της πόλεως ίνα υδρευθώσι διά τας χρείας των κατοίκων αγωγιάται, οδηγούντες ημιόνους φέροντας δύο μεγάλους ασκούς. Οι ημίονοι εισέβαινον εις τον ποταμόν μέχρι των γονάτων, οι αγωγιάται εγέμιζον τους ασκούς διά κάδου και αναχωρούντες επανήρχοντο μετ’ ού πολύ. Ήσαν περιβεβλημένοι τουρκιστί. Συγκατέβαινε δε μετ’ αυτών ενίοτε και γυνή τις Αιθιοπίς φέρουσα επ’ ώμου ή διά της χειρός υδρίαν, ή ανέβαινε κόρη τις Οθωμανίς, ής το κόκκινον ιμάτιον θα έδιδεν αυτό και μόνον εις τον ζωγράφον της εικόνος εκείνης, αφορμήν να μεταχειρισθή επί το έργον και μίαν στιγμήν κινναβάρεως (= κόκκινο μελάνι), ένθα τα πάντα, και γη και ουρανός και ύδωρ, πλην των ολίγων δένδρων, και τούτων λευκαζόντων υπό τον κονιορτόν και τον αιθόν ήλιον, χρείαν βαφής άλλης δεν είχον ή ψιμμυθίου (= σκόνη που έβαζαν παλαιότερα οι γυναίκες στο πρόσωπο, καλλυντικό) και ώχρας.

Βούβαλοι παρέκει, καταβαίνοντες εις τον ποταμόν βαρεί τω βήματι, ησύχουν εντός του πηλώδους ύδατος, ως κήτη εις την ξηράν προσηραγμένα και μόνον εκ της ανατεταλμένης αυτών κεφαλής διακρινόμενα, εδροσίζοντο αισθανόμενοι το πολύ του καύσωνος και αυτοί. Ηρώτησα τον ποτοπώλην, εις τι εχρησίμευον αι τρεις ή τέσσαρις φορτηγίδες άς έβλεπα προσδεδεμένας εις τας όχθας. Δι’ αυτών μ’ είπε μεταφέρονται εκ των άνω του ποταμού οικοδομικοί λίθοι, επειδή πέτρα δεν ευρίσκεται ούτε μία εις την της Λαρίσσης και της περιχώρου γης, καθ’ όλον ομοίαν τη της Βλαχίας […].

Ο νους μου επανήρχετο εις το ρεύμα του Πηνειού, τούτο δε ηκολούθουν οι οφθαλμοί μου μέχρι της γεφύρας όπου τους έφευγεν. Εφανταζόμην έπειτα αυτό στεναχωρούμενον μεταξύ των υποποδίων του Ολύμπου αφ’ ενός και της Όσσης αφ’ ετέρου, παρά τα συμπαθητικά προς πάσαν ελληνικήν ψυχήν Αμπελάκια, εις τα Τέμπη μάλιστα, τα κλεινά Τέμπη, τας όχθας εκείνας τας πολυφράστους και οιονεί μαγικάς. Μαγικά διά τους ρόχθους των υδάτων, διά το βαθύσκιον των πλατάνων, διά τα κελαηδήματα των πτηνών, διά τους όγκους των βράχων, διά το αγριωπόν των σπηλαίων, διά τους προ αυτών σταλακτίτας, διά το μυστήριον, διά την ποίησιν, διά τα εγκώμια των αρχαίων, διά την ευφροσύνην του εθνικού αποκτήματος τέλος. Μ’ ήτο αδύνατον να πληρώσω τον διάπυρον πόθον μου να θεαθώ ταύτα πάντα, καίτοι μικρού απέχοντα από της Λαρίσσης. Απέχουν τεσσάρων ωρών δι’ αμάξης. Διατί να μην προβώ έως εκεί; Η καχεξία μου και ο δυσφόρητος καύσων ημπόδιζον […].

Την εσπέραν της αυτής ημέρας, ώρα 5 μ.μ., ανεχώρησα από Λαρίσσης εις Βόλον, απαλλάξας ούτω τας ακοάς μου του αδιαλείπτου φθόγγου, όν βάλλουν πανταχού της πόλεως εκείνης αι κίσσαι, φθόγγου αηδούς, οίον θα έβαλλον ο λάρυγξ βατράχου διαρηγνυομένου υπό τον πόδα περιπατητού […].

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Ιωάννης Ισιδωρίδης Σκυλίσσης, Πτεροδρομία από Πειραιώς εις Λάρισσαν. Εν Αθήναις: εκ του Τυπογραφείου «Ανδρέου Κορομηλά» και «Κοραή» Ανέστη Κωνσταντινίδου, 1885, σ. 11-15.

 

Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

INTERCOMM FOODS
ΣΕΞ ΣΤΗ ΓΑΥΔΟ
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΕΣΠΑ 1-3-24
Μείνε μαζί μας

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass