Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Τμήματα ένταξης και το μοντέλο της συνεκπαίδευσης

Δημοσίευση: 19 Ιουν 2016 16:41

Από τη Θεοδώρα Κάλλα

Με τις νέες νομοθετικές τροπολογίες για την ειδική αγωγή που ψήφισε χωρίς εθνικό διάλογο ο υπουργός Παιδείας, κ.κ. Φίλης, παρά τις όποιες διαβεβαιώσεις του για «Κοινωνικό Διάλογο για την Παιδεία», αιφνιδίασε την εκπαιδευτική κοινότητα, γονείς και μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες.

Εντάσσει τα Τμήματα Ένταξης στη Γενική Αγωγή, αποδυναμώνοντας, έτσι, τον ρόλο του Ειδικού Παιδαγωγού. Οι εκπαιδευτικοί των τμημάτων αυτών καλούνται να αναλάβουν όλο το βάρος των μαθητών αυτών καθώς θα πρέπει να τα διδάσκουν μέσα στην τάξη σε ρόλο εκπαιδευτικών Παράλληλης Στήριξης.

Τα Τμήματα Ένταξης αποτελούν το κύτταρο της Ειδικής Αγωγής, και προσφέρουν εδώ και 30 χρόνια εξατομικευμένη διδασκαλία στα παιδιά που αντιμετωπίζουν μαθησιακές δυσκολίες. Όση ώρα ο μαθητής με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες παραμένει και διδάσκεται στο Τμήμα Ένταξης, ουσιαστικά δουλεύει "επικεντρωμένα" στις εντοπισμένες μαθησιακές του δυσκολίες αναπτύσσοντας, για παράδειγμα, την ικανότητα ορθογραφημένης γραφής, ικανοποιητικής ανάγνωσης, στρατηγικών κατανόησης για επαρκέστερη κειμενική επεξεργασία, μεταγνωστικών προσεγγίσεων.

Σε καμία περίπτωση η λειτουργία και η αυτονομία των Τμημάτων Ενταξης, με λίγους μαθητές, δεν αποτελεί ούτε επιτρέπεται να ερμηνεύεται ως "γκετοποίηση" ή "απένταξη", αντιθέτως, αποτελεί δικαίωμα και ανάγκη του μαθητή.

Το υπουργείο Παιδείας εκτιμά ότι με τη νέα νομοθετική παρέμβαση αναβαθμίζει τα Τμήματα Ένταξης και η αλλαγή του τρόπου λειτουργίας θα ωφελήσει μαθητές και εκπαιδευτικούς, καθώς η κάλυψη των ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών των μαθητών εντός του φυσικού και οικείου περιβάλλοντος της τάξης-ομάδας τους αποτελεί μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων των μαθητών και υποχρεώσεων της πολιτείας για ισότιμη πρόσβαση στη γνώση, χωρίς διακρίσεις και περιθωριοποιήσεις.

Το Υπουργείο θεωρεί ότι είναι παιδαγωγικά ορθό, να μην απομακρύνεται ο μαθητής από τον χώρο της τάξης του για να υποστηριχθεί εξατομικευμένα όταν αυτό μπορεί να γίνει μέσα στην τάξη, υπό την οργανωμένη συνεργασία του εκπαιδευτικού της τάξης και του εκπαιδευτικού του ΤΕ.

Η απάντηση στο αν αναβαθμίζονται ή καταργούνται τα Τμήματα Ένταξης δεν μπορεί να δοθεί ακόμη εάν δεν εφαρμοστεί ο νόμος. Δεν ξέρουμε πώς θα συλλειτουργήσουν οι εκπαιδευτικοί και είναι απαραίτητο να εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις, για την κοινωνικοποίηση των παιδιών και την ομαλή ένταξή τους στο σχολικό περιβάλλον.

Το μοντέλο της Συνεκπαίδευσης εφαρμόζεται σε διάφορα σχολεία του κόσμου, στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία, σε διάφορες χώρες της Ευρώπης με θετικά αποτελέσματα, συνδυαζόμενη με οργανωμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, με υποδομές, με ψυχολόγους και ειδικούς εκπαιδευτικούς σε όλα τα σχολεία.

Ωστόσο, η εν λόγω εκπαιδευτική μέθοδος απευθύνεται σε μια πραγματικότητα που δεν σχετίζεται με την ελληνική. Πιο συγκεκριμένα, η εικόνα των σημερινών σχολείων χαρακτηρίζεται από τμήματα 25 ή και παραπάνω μαθητών, από αίθουσες μικρές, που στερούνται υλικοτεχνικής υποδομής και το κυριότερο, από εκπαιδευτικούς που δεν είναι εξειδικευμένοι, επιμορφωμένοι ή έστω υποψιασμένοι σε θέματα Ειδικής Αγωγής.

Με νόμο του 2011 άνοιξε ένα «παράθυρο» καθώς έχει θεσπιστεί η δυνατότητα πρόσληψης εκπαιδευτικών όλων των ειδικοτήτων σε θέσεις ειδικής αγωγής στα ειδικά σχολεία επειδή καλύπτονταν γρήγορα οι πίνακες των εξειδικευμένων. Στην ειδική αγωγή σήμερα ίσως και οι μισοί από τους εκπαιδευτικούς που έχουν προσληφθεί δεν έχουν τα ειδικά προσόντα να αντιμετωπίσουν παιδιά με αντίστοιχα προβλήματα.

Στην Ελλάδα, η δομή της γενικής εκπαίδευσης είναι πολύ αυστηρή και απευθύνεται μόνο σε καλούς μαθητές. Είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσουν τα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες σε αυτές τις τάξεις. Το πρόβλημα, βέβαια, το έχει η γενική εκπαίδευση και εκεί πρέπει να αλλάξουμε δομές για να μπορεί να υποδεχθεί με επιτυχία αυτά τα παιδιά.

Επίσης, στη χώρα μας το 10%-11% του μαθητικού πληθυσμού, δηλαδή σχεδόν 110.000 παιδιά από τα περίπου 1.200.000, χρειάζονται ειδική αγωγή (Εκπαιδευτικό Δίκτυο «Ευρυδίκη»). Πάνω από τους μισούς, 50.000-60.000, δεν ακολουθούν κάποιο είδος καθημερινής σχολικής εκπαίδευσης επειδή δεν έχει προηγηθεί διάγνωση.

Σε σχέση με τις σχολικές υποδομές, η χώρα μας κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ.

Το «Σχολείο για Όλους» πρέπει να αποτελεί βασικό σκοπό του εκπαιδευτικού συστήματος και εκφράζει το στόχο για ισότιμη ένταξη των ατόμων με αναπηρία (ΑμεΑ) και των ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (ΑμΕΕΑ) στην κοινωνία. Όμως, χωρίς διάλογο με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, χωρίς σχεδιασμό σε βάθος χρόνου και κυρίως χωρίς να εξασφαλίζονται οι απαραίτητες προϋποθέσεις(αλλαγή των αναλυτικών προγραμμάτων, διορισμό μόνιμων εκπαιδευτικών Ειδικής Αγωγής, υλικοτεχνική υποδομή, μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα, επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, ξεκάθαρο θεσμικό πλαίσιο), η «συνεκπαίδευση» που προωθεί το Υπουργείο θα εξελιχθεί σε κακόγουστο αστείο με πρώτα θύματα τους ίδιους τους μαθητές.

Τα τελευταία χρόνια οι σχολικές δομές της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης δέχθηκαν πολλές «τροποποιητικές» νομοθετικές ρυθμίσεις για την εξυπηρέτηση των μνημονιακών πολιτικών, με συρρίκνωση σχολικών δομών, συγχωνεύσεις και υποβαθμίσεις σχολικών μονάδων. Διαφαίνεται λοιπόν πως το μοντέλο της Συνεκπαίδευσης ίσως είναι το όχημα για νέες περικοπές, υποβαθμίσεις κι όχι αναβαθμίσεις που υποσκάπτει τα θεμέλια της εκπαίδευσης.

Η άμεση απόσυρση της τροπολογίας που αφορά την παραμονή του Τμήματος Ένταξης στο Γενικό Τμήμα απαιτεί να τεθεί το θέμα σε διάλογο με τους εκπαιδευτικούς φορείς, προτού ληφθούν οριστικές αποφάσεις.

Η Δρ. Θεοδώρα Κάλλα (ΜΑ, PhD), είναι ειδική παιδαγωγός/πρόεδρος Τοπικού Ομίλου για την UNESCO N. Λάρισας