Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ιστορικά

Η εκπαίδευση στις ελληνορθόδοξες κοινότητες της Καππαδοκίας

Δημοσίευση: 21 Αυγ 2016 16:13

* Από τον Μάξιμο Χαρακόπουλο

Στην Καππαδοκία υπήρξαν μέχρι και την ανταλλαγή των πληθυσμών που επέβαλε η συνθήκη της Λοζάνης, 81 ελληνορθόδοξες κοινότητες σε πόλεις και χωριά, είτε αμιγή ρωμαίικα, είτε μεικτά με μουσουλμάνους. Από αυτές, οι περισσότερες στο διάβα του χρόνου απώλεσαν την ελληνική λαλιά και τουρκοφώνησαν.

Έτσι, σε μόλις 32 κοινότητες επιβίωσαν ελληνικά γλωσσικά ιδιώματα που παραπέμπουν στην αρχαία ελληνική γλώσσα, ενώ στις 49, σταδιακά, επικράτησε η τουρκική γλώσσα.

Είναι ευρέως γνωστή η θεωρεία ότι οι Καππαδόκες κλήθηκαν να επιλέξουν ανάμεσα στη γλώσσα και την πίστη τους και επέλεξαν να κρατήσουν την ορθοδοξία και να μην αλλαξοπιστήσουν. Βεβαίως, υπήρξαν περίοδοι στην οθωμανική ιστορία που χαρακτηρίστηκαν από βίαιους εξισλαμισμούς, αλλά και εκούσιους από χριστιανούς που αλλαξοπίστησαν και «τούρκεψαν» γιατί δεν άντεχαν να αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη: Πρώτον ότι οι Ρωμιοί στην Καππαδοκία είναι μια μικρή μειονότητα που συναλλάσσεται με την πολλαπλώς υπέρτερη πληθυσμιακά πλειονότητα στην επικρατούσα γλώσσα. Δεύτερον ότι η Καππαδοκία μετά την ατυχή μάχη στο Ματζικέρτ το 1071 έμεινε υπό οθωμανικό ζυγό πάνω από 8 αιώνες μέχρι την έξοδο των Ρωμιών το 1924. Θυμίζω ακόμη ότι στην Αμερική σήμερα, μόλις τέταρτης και πέμπτης γενιάς Ελληνοαμερικανοί δεν μιλούν ελληνικά.

Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι στη Λοζάνη βασικό κριτήριο προσδιορισμού της εθνικής συνείδησης για την ανταλλαγή των πληθυσμών δεν ελήφθη η γλώσσα αλλά η θρησκεία. Και στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης των Ρωμιών της Καππαδοκίας που τουρκοφώνησαν καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε η ορθόδοξη εκκλησία με την καθιέρωση της λεγόμενης καραμανλίδικης γραφής.

Με τα καραμανλίδικα -τη γραφή της ομιλούμενης τουρκικής με ελληνικά γράμματα- δόθηκε η δυνατότητα πρόσβασης των Καππαδοκών στα εκκλησιαστικά κείμενα αλλά και σε βιβλία εκπαιδευτικού χαρακτήρα. Τα καραμανλήδικα αποτέλεσαν την πρώτη θαρραλέα προσπάθεια εισαγωγής των ελληνικών στους τουρκόφωνους Έλληνες.

Όταν το 19ο αιώνα στο μικρό ελληνικό βασίλειο γεννήθηκε η θεωρεία της Μεγάλης Ιδέας και της απελευθέρωσης των αλύτρωτων πατρίδων με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη -και όχι την τότε μικρή πόλη των Αθηνών-, εκδηλώθηκε το ενδιαφέρον για την εκπαίδευση των ελληνοπαίδων της Ανατολής και την πνευματική και εθνική τους αφύπνιση.

Είναι αλήθεια ότι στις αρχές του 19ου αιώνα η μόρφωση των περισσότερων Μικρασιατών ήταν περιορισμένη. Γρήγορα, όμως, αντιλήφθηκαν ότι οι λησμονημένες επί αιώνες ελληνορθόδοξες κοινότητές τους θα έβγαιναν από την απομόνωση, με την ανάπτυξη της παιδείας. Ιδίως μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1856 παρατηρείται μία άνθηση των ελληνικών γραμμάτων με τη δημιουργία σχολείου και στο τελευταίο ρωμαίικο χωριό της οθωμανικής επικράτειας.

Συστηματική προσπάθεια για την ίδρυση σχολείων και την επάνδρωσή τους με δασκάλους που αποφοιτούσαν από σημαντικές ελληνικές σχολές, όπως η Μεγάλη του Γένους Σχολή ή η Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης, ξεκινά μετά το 1830 με πρωτοβουλίες των μητροπολιτών, πρώτα της Καισάρειας και μετά του Ικονίου.

Το πρώτο οργανωμένο σχολείο που λειτούργησε στην Καππαδοκία ήταν στη Σινασό, την αποκαλούμενη και «Διαμάντι της Ανατολής» το 1821. Δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της συντεχνίας των Σινασιτών χαβιαράδων της Κων/πολης και με τη συνδρομή του εθνικού ευεργέτη Ι. Βαρβάκη, που συνεργαζόταν μαζί τους. Η εγγραφή και η φοίτηση των παιδιών ήταν υποχρεωτική, ενώ επιβαλλόταν πρόστιμο σε όποιον δεν άφηνε το παιδί του να ολοκληρώσει τον κύκλο σπουδών!

Στην περιοχή της Καισάρειας λειτουργούσαν συνολικά 58 σχολές: αλληλοδιδακτικές, αστικές, σχολαρχεία, παρθεναγωγεία, γραμματοδιδασκαλεία και ιερατικές σχολές. Αντίστοιχα στις 43 ελληνορθόδοξες κοινότητες της Μητρόπολης Ικονίου λειτουργούσαν συνολικά 54 σχολές, ενώ σταθμός στα εκπαιδευτικά ζητήματα της Καππαδοκίας ήταν η ίδρυση το 1882 γυμνασίου αρρένων στο Ζιντζίντερε.

Τα αποτελέσματα, βέβαια, δεν ήταν άμεσα και εντυπωσιακά, ιδιαίτερα σε φτωχές περιοχές, όπου τα χρήματα για τη συντήρηση των σχολείων ήταν λιγοστά, ενώ υπήρχαν συχνά έριδες στους κόλπους των κοινοτήτων.

Επιπλέον, η βοήθεια από τη μητροπολιτική Ελλάδα ήταν ασήμαντη, καθώς επικέντρωνε το ενδιαφέρον της μόνο στα μεγάλα παραθαλάσσια αστικά κέντρα του ελληνισμού της Μικρασίας, ενώ η προσαρμογή των δασκάλων ήταν δύσκολη στα ήθη και στην νοοτροπία των Καππαδοκών.

Τα αποτελέσματα θα γίνουν πιο ορατά μετά το 1880, όταν η φιλεκπαιδευτική δραστηριότητα θα οργανωθεί πιο αποτελεσματικά και η οικονομική δύναμη των κοινοτήτων της Καππαδοκίας θα ανέβει σημαντικά.

Η διαδεδομένη πάντως χρήση της τουρκικής γλώσσας στους ορθόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς της μικρασιατικής ενδοχώρας καθιστά εξαιρετικά δυσχερές το όλο εγχείρημα.

Τα μαθήματα που διδάσκονταν ήταν τέσσερα: Το αλφαβητάριο, το προσευχητάριο (συνήθως η Οκτώηχος ή το Συναξάρι), η αριθμητική και τα τούρκικα. Στη διακριτική ευχέρεια ή τις γνώσεις των δασκάλων ήταν το κατά πόσον θα διδάσκονταν οι μαθητές πατριδογνωσία ή ελληνική ιστορία.

Η αλήθεια είναι ότι το έργο των δασκάλων ήταν εξαιρετικά δύσκολο, καθώς δίδασκαν ελληνικά σε μαθητές που στο οικογενειακό τους περιβάλλον και εκτός σχολείου μιλούσαν τουρκικά.

Στα 1861 ιδρύεται στην Κωνσταντινούπολη ο «Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως», ο οποίος προσπαθεί να συστήσει εκπαιδευτικούς μηχανισμούς έξω από τους θρησκευτικούς θεσμούς. Άμεσος στόχος του είναι «η διάδοσις των γραμμάτων εν γένει εις τους εν τω οθωμανικώ κράτει ορθοδόξους λαούς».

Από πολύ νωρίς εκφράζονται αμφιβολίες σχετικά με την απόδοση στους τουρκόφωνους μαθητές των πατριαρχικών προγραμμάτων, που ήταν κατάλληλα για ελληνόφωνους μαθητές. Γι’ αυτό και σε συνεργασία με την Κεντρική Εκπαιδευτική Επιτροπή του Πατριαρχείου, ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως θα προχωρήσει στη σύνταξη μεθόδου για τους τουρκόφωνους Έλληνες.

Από τα μέσα του 19ου αιώνα, το εθνικό κέντρο, αθόρυβα αλλά σταθερά, προωθεί την εθνική αφύπνιση των Ελλήνων της Ανατολής, με την προσπάθεια αναβίωσης της ελληνικής γλώσσας σε περιοχές που για αιώνες έχει σιγήσει. Φτάνει στο σημείο να χρηματοδοτεί διδασκαλεία νηπιαγωγών, όπως αυτό στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου στο Ζιντζίντερε της Καισάρεια, που δημιουργήθηκε με τη συμβολή του Συλλόγου Μικρασιατών της Αθήνας η «Ανατολή». Και αυτό, γιατί «η ίδρυσης Νηπιαγωγείων είναι απαραίτητος εις τας κοινότητας της Μικράς Ασίας, διότι τα νήπια ευκόλως δύνανται να εθισθώσιν εις το διαλέγεσθαι ελληνιστί».

Η πνευματική αφύπνιση των Ελλήνων της Καππαδοκίας ήταν μια συλλογική προσπάθεια, που ξεκίνησε όμως από λίγους φωτισμένους ανθρώπους. Στην προσπάθεια αυτή για την πνευματική αναγέννηση σημαντικός ήταν ο ρόλος των λογίων, που όχι μόνο δίδαξαν αλλά με τη συγγραφική τους δραστηριότητα πρόφεραν πολλά στον ελληνισμό της Καππαδοκίας.

Στα σχολεία της Καππαδοκίας έμαθαν τα πρώτα τους γράμματα δάσκαλοι του γένους, μητροπολίτες, καθηγητές της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, λόγιοι και επιστήμονες που διακρίθηκαν και στην Ελλάδα, όπως ο ιστορικός και βουλευτής του οθωμανικού Κοινοβουλίου Παύλος Καρολίδης.

* Ο δρ. Μάξιμος Χαρακόπουλος είναι βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας και συγγραφέας του βιβλίου «Ρωμιοί της Καππαδοκίας».