Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Νόμοι και ποινές στην αρχαία Αθήνα

Δημοσίευση: 29 Ιουλ 2018 15:40
Η Ηλιαία, το δικαστήριο στην αρχαία Αθήνα Η Ηλιαία, το δικαστήριο στην αρχαία Αθήνα

Νόμοι είναι οι κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν την αρμονική συμβίωση των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία.

Στην αρχαία Αθήνα ο σεβασμός στους νόμους της πολιτείας ήταν γνώρισμα του καλού Αθηναίου πολίτη. Κλασικό παράδειγμα ο Σωκράτης. Καταδικάστηκε άδικα σε θάνατο, αλλά αρνήθηκε να δραπετεύσει από το δεσμωτήριό του, αν και οι πόρτες ήταν ανοιχτές μετά από την παρέμβαση των φίλων του. Ήπιε το κώνειο, πιστός στους νόμους της πατρίδας του που τον καταδίκασαν.

Στην αρχαία Αθήνα δεν υπήρχαν φυλακές, αλλά κάτι σαν τα σημερινά κρατητήρια, όπου έμεναν για λίγες ώρες ή μέρες οι καταδικασμένοι μέχρι να θανατωθούν, κλπ. Δύο ήταν κυρίως οι λόγοι για τους οποίους δεν υπήρχαν φυλακές: Πρώτον, Οι Αθηναίοι ήταν της γνώμης ότι ο πολίτης γεννιέται ελεύθερος, η δε φυλάκιση δεν αρμόζει σε ελεύθερο. Δεύτερον, οι έντιμοι πολίτες δεν ήταν σωστό να ταΐζουν και να ποτίζουν με τα χρήματά τους κακούς πολίτες.

Οι ποινές που επέβαλλαν τα δικαστήρια ήταν τρεις: Θάνατος, εξορία και χρηματική ποινή. Ο καταδικασθείς σε θάνατο έπινε το κώνειο, το οποίο αγόραζε ο ίδιος με δικά του χρήματα ή των συγγενών του.

Η ποινή της εξορίας επιβαλλόταν κυρίως σε ανθρώπους επικίνδυνους για τη Δημοκρατία, λόγω της μεγάλης τους πολιτικής επιρροής, της οικονομικής επιφάνειας, της μεγάλης δημοφιλίας, κ.λπ.

Η οικονομική ποινή ήταν να πληρώσει ο καταχραστής το δεκαπλάσιο ποσό του ποσού της κατάχρησης. Αριστοτέλη, Αθηναίων Πολιτεία, 54 ή « ανδριάντα χρυσούν ισομέτρητον αναθήσειν εν Δελφοίς» (= να αφιερώσει στους Δελφούς χρυσό ανδριάντα ίσο με το ύψος του), Πλούταρχος, Σόλων, 25.

Στην αρχαία Αθήνα, αλλά και σε άλλες πόλεις, αν κάποιος νομοθετούσε νόμο σε βάρος των πολιτών, η τιμωρία του ήταν εξοντωτική. Σήμερα π.χ. νομοθετούν οφσόρ εταιρείες, εταιρείες που κάνουν πλουσιότερους τους λίγους, με αποτέλεσμα να χρεοκοπούν τα κράτη, γιατί χάνουν τους φόρους, και να πληρώνουν οι λαοί. Αυτός ο νομοθέτης στους Λοκρούς π.χ. «τέθνηκεν επισπασθέντος του βρόχου» (= πεθαίνει, αφού συρθεί η θηλιά στο λαιμό του, δηλαδή τον κρεμούν), Δημοσθένη κατά Τιμοκράτους, 139.

Αξίζει από τον ίδιο λόγο, παρ. 68, 69, να αναφέρουμε τι λέει ο Δημοσθένης για το πώς πρέπει να είναι γραμμένος ο καλός νόμος, χωρίς παραθυράκια, κ.λπ:

«Οίμαι δη πάντας αν υμάς ομολογήσαι δειν τον ορθώς έχοντα νόμον και συνοίσειν μέλλοντα τω πλήθει πρώτον μεν απλώς και πάσι γνωρίμως γεγράφθαι, και μη τω μεν είναι ταυτί (ταύτα+ δεικτικό ι=δα)περί αυτού νομίζειν, τω δε ταυτί. Έπειτα είναι δυνατάς τας πράξεις ας δει γίγνεσθαι δια του νόμου. Ει γαρ αυ καλώς μεν έχοι, μη δυνατόν δε τι φράζοι, ευχής, ου νόμου διαπράττοιτ’ αν έργον. Προς δε τούτοις μηδενί των αδικούντων φαίνεσθαι μηδεμίαν διδόντα ραστώνην. Ει γαρ δημοτικόν τις υπείληφε το πράους είναι τους νόμους, τίσιν τούτοις προσεξεταζέτω, και αν περ ορθώς βούληται σκοπείν, ευρήσει τοις κρίνεσθαι μέλλουσιν, ου τοις εξεληλεγμένοις. Εν μεν γαρ τοις άδηλον εί τις εστιν αδίκως διαβεβλημένος, τοις δε ουδέ λόγος λείπεται το μη ου πονηροίς είναι»

=Νομίζω λοιπόν ότι όλοι εσείς είναι δυνατόν να ομολογήσετε ότι πρέπει ο ορθός νόμος και ο οποίος πρόκειται να συμφέρει στον λαό, πρώτον μεν να έχει προταθεί εγγράφως κατά τρόπο απλό και γνωστό εις όλους και να μην είναι δυνατόν άλλος μεν να νομίζει περί αυτού αυτά εδώ (να έχει δηλ. αυτή τη γνώμη), και άλλος αυτά εδώ (να έχει δηλ. διάφορη γνώμη). Έπειτα να είναι δυνατές οι πράξεις που πρέπει να γίνονται με τον νόμο. Διότι αν πάλι καλώς μεν έχει ο νόμος, όμως ορίζει κάτι αδύνατο, (τότε) είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί έργο ευχής και όχι νόμου. Επί πλέον ο νόμος (πρέπει) να φαίνεται ότι δεν παρέχει σε κανέναν από τους άδικους ευκολία διαφυγής. Διότι εάν κάποιος έχει νομίσει ότι είναι δημοκρατικό το να είναι οι νόμοι επιεικείς, ας εξετάζει για ποιους (πρέπει να είναι) και αν βέβαια θέλει να εξετάζει ορθά, θα βρει (ότι πρέπει να είναι επιεικείς) γι’ αυτούς που πρόκειται να δικάζονται, όχι για εκείνους που έχουν αποδειχθεί ένοχοι κατόπιν ελέγχου. Γιατί μεταξύ αυτών (των πρώτων) δεν είναι φανερό αν κάποιος έχει συκοφαντηθεί άδικα, για τους αποδεδειγμένα ένοχους δεν υπάρχει δικαιολογία ότι δεν είναι κακοί.

Από τον Δημήτρη Ρήτα

Ο Δημήτρης Ρήτας είναι φιλόλογος, συγγραφέας, στιχουργός και δ/ντής του Περιφερειακού Θεάτρου Καρδίτσας