Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Διήγημα

Οι Χιοναδίτες

Δημοσίευση: 10 Αυγ 2018 15:35

Έχω περισσότερο ταλέντο από τους άλλους, λέει συχνά ο μάστορας, αν συνεχίσω έτσι θα με χρίσει διάδοχό του και όταν έρθει κάποτε η ώρα θα κάνω δικό μου συνεργείο. Όλοι μας καταγόμαστε από τους Χιονάδες, ένα χωριό κτισμένο σχεδόν κάτω από την κορυφή ενός βουνού και είμαστε συγγενείς μεταξύ μας.

Αύριο κιόλας αφού πρώτα πάρουμε κάποια εφόδια από την επαρχία της Κόνιτας (Κόνιτσα), θα ξεκινήσουμε το ταξίδι μας, όπως κάνουμε πάντα κάθε χρόνο στις αρχές του καλοκαιριού. Το μικρό χωριό μας δεν μπορεί να μας θρέψει και έτσι αναγκαζόμαστε να ταξιδεύουμε πουλώντας την τέχνη μας. Όλοι σκαμπάζουμε από κάτι, κάποιοι περισσότερο κάποιοι λιγότερο. Από πάππου προς πάππου μάθαμε αυτές τις χειρωνακτικές τέχνες και μεταφέρουμε τη δουλειά μας σε κοντινές πόλεις, σε χωριά, αλλά πολλές φορές και σε μακρύτερα μέρη. Η αποδημία μας είναι παράδοση χρόνια τώρα. Όταν αρχίζουμε την περιοδεία μας, ερημώνει το χωριό από άνδρες, ακόμη και μικρών ηλικιών. Περιφερόμαστε όπου έχουν την ανάγκη της δουλειάς μας και προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας. Πολλές φορές δουλεύουμε ένα έργο όλοι μαζί, ζωγραφίζουμε ναούς, ομορφαίνουμε αρχοντικές κατοικίες, χτίζουμε πέτρινα γεφύρια, φτιάχνουμε ξύλινες κατασκευές. Εγώ μαθητεύω τώρα κοντά στον μάστορα που είναι και μπάρμπας μου από την μεριά του πατέρα μου για τρίτη χρονιά και κάθε φορά μαθαίνω καινούρια πράγματα. Σε όλα τα καταφέρνω, μα εκεί που είμαι καλύτερος είναι στις τοιχογραφίες και στις ζωγραφιστές σκαλιστές κασέλες. Μας λένε Χιοναδίτες γιατί κάποιοι πρόγονοί μας, μετέφεραν χιόνι στα πλούσια κονάκια των Τούρκων, για να μπορούν έτσι να πίνουν δροσιστικά τα ποτά τους. Να, όπου να ναι σε λίγο θα φτάσουμε στα πρώτα αρχοντοχώρια που και τα δρομάκια τους ακόμη είναι πλακόστρωτα και σε κάθε γειτονιά έχουν και από μια εκκλησιά. Σε αυτά τα πλούσια χωριά, πάντα μένουμε καιρό και οι δουλειές μας δεν τελειώνουν εύκολα. Μόλις φτάσουμε στο μεσοχώρι (κέντρο του χωριού-πλατεία), πρώτοι θα τρέξουν οι άρχοντες για να διαπραγματευτούν μαζί μας. Θα μας φιλέψουν με σιταρένιο ψωμί, θα πιούμε το γευστικό κρασί τους και μετά θα μας δώσουν τις παραγγελίες τους. Σε αυτά τα πλούσια αρχοντικά σπίτια, φτιάχναμε συνήθως τοιχογραφίες με λουλούδια, αλλά πολλές φορές οι άρχοντες μας αφήναν να κάνουμε και δικά μας θέματα. Ήταν δύσκολη δουλειά, γιατί στην αρχή είχε πολύ τριβίδι για να προετοιμάσουμε τον τοίχο που θα ζωγραφίζαμε και έπρεπε να προλάβουμε τον ασβέστη πριν να στεγνώσει. Έτσι δουλεύουμε πάνω σε φρεσκοβαμμένους τοίχους, τα χρώματα είναι φτιαγμένα από εμάς τους ίδιους, μιας και γνωρίζουμε καλά και τη χρωματική τέχνη. Αργότερα μετά τα αρχοντικά, θα πηγαίναμε και στις εκκλησιές για να τις αγιογραφήσουμε ή να τις κοσμήσουμε με φορητές εικόνες. Άλλος θα άρχιζε να κάνει τα πρόσωπα των αγίων και τα μάτια, άλλος τις πτυχώσεις, άλλος τα κεντίδια, έτσι θα προχωρούσε πάλι η δουλειά γρήγορα και χωρίς καθυστερήσεις. Όταν πρωτομπαίναμε μέσα στις εκκλησιές, αυτές ήταν γυμνές και φτωχές, μα όταν φεύγαμε άλλαζαν με μιας όψη και όλοι μας νιώθαμε περήφανοι για το έργο μας. Πάντα καμαρώνουμε για τα δημιουργήματά μας κι ας είναι αυτά ξένα στολίδια. Η δουλειά μας η αλήθεια πολλές φορές θέλει μεγάλη υπομονή και καρτερικότητα, όπως τώρα που μας κάλεσαν να φτιάξουμε μια Αγία Τράπεζα με δικέφαλο αετό. Κάτι παρόμοιο δεν έχουμε ξαναφτιάξει πουθενά, πολλές φορές σε τέτοιες κατασκευές αυτοσχεδιάζουμε, αυτό είναι που μου αρέσει εμένα περισσότερο, ο αυτοσχεδιασμός και το ότι δεν κατασκευάζουμε ή δημιουργούμε εφήμερα έργα, αλλά έργα που θα κρατήσουν στο χρόνο.
Αύριο το πρωί με ορμήνεψε ο μάστορας πως θα πήγαινα μόνος μου στο διπλανό χωριό. Θέλανε έναν από εμάς για να σκαλίσει τη νυφιάτικη κασέλα τους. Όταν πήγα είδα στα πεταχτά τη νύφη που ήταν σχεδόν στα χρόνια μου, ήταν κι αυτή μικρή στην ηλικία και διάλεξα να ζωγραφίσω άνθη στην κασέλα με τα προικιά της. Σαν τελείωσα ήρθαν όλοι και θαύμασαν το έργο μου, πρώτη απ’ όλους κοίταξε η νύφη που ήταν θλιμμένη που θα έφευγε μακριά από το πατρικό της, για ένα άγνωστο σπιτικό, μιας και θα παντρευόταν όπως έμαθα άνθρωπο απ’ άλλο μέρος. Αυτό ήταν το πρώτο της χαμόγελο μετά από καιρό. Έμειναν τόσο ευχαριστημένοι που εκτός από την αμοιβή μου, μου χάρισαν και ένα κεντητό μαντήλι. Κρίμα που δεν είδε το έργο μου ο μάστορας, όταν γύρισα είχανε αρχίσει ήδη τις ετοιμασίες, θα ξεκινούσαμε πολύ πρωί για το χωριό Ζουπάνι (Πεντάλοφο Κοζάνης), θα φιλοτεχνούσαμε την εκκλησιά του Αγίου Αχιλλείου. Μας περίμενε ένα καινούριο και δύσκολο έργο.

Από τον Ευστάθιο Γαϊτανίδη* Πηγές: Χιοναδίτες ζωγράφοι (65 λαϊκοί ζωγράφοι από το χωριό Χιονάδες της Ηπείρου)