Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις στην ιστορική τους διαχρονία

Δημοσίευση: 02 Φεβ 2020 17:49

Πέρασε από πολλές φάσεις η σχέση του Ελληνισμού με τους Τούρκους.

Επιδρομείς στη Μικρά Ασία έγιναν άλλοτε μισθοφόροι και άλλοτε σύμμαχοι των Βυζαντινών. Κατακτητές κατόπιν έγιναν δεκτοί με κάποια ανακούφιση από εκείνους που έβλεπαν τη Δύση μετά το Σχίσμα και ιδιαίτερα μετά τη Δ’ Σταυροφορία, ως μεγαλύτερο εχθρό. Αυθέντες κατόπιν επί αιώνες, κατέλυσαν την πολιτική, μάραναν την κοινωνική και συρρίκνωσαν την πνευματική ζωή του Ελληνισμού. Παράλληλα όμως το πολυεθνικό τους κρατικό δημιούργημα έδωσε την ευκαιρία στον Ελληνισμό να εξαπλώσει την παρουσία του σε όλη τη Βαλκανική. Ως άπιστοι, οι Έλληνες δεν είχαν θέση στη δημόσια ζωή του Οθωμανικού κράτους. Τα Ελληνόπουλα όμως που διάλεγε το παιδομάζωμα μπορούσαν, ως Μουσουλμάνοι πια σκλάβοι των Σουλτάνων, να φτάσουν στα ύπατα αξιώματα. Αργότερα οι Φαναριώτες μπόρεσαν για περισσότερο από έναν αιώνα να παίζουν ρόλο στην εξωτερική πολιτική του τουρκικού κράτους διατηρώντας την πίστη και τη γλώσσα τους.

Ο ξεσηκωμός των Ελλήνων για την ανεξαρτησία τους δεν εσήμαινε για την Οθωμανική Αυτοκρατορία απλώς ότι έχασε τον Μοριά και τη Ρούμελη. Εισάγει δύο νέα στοιχεία στην τουρκική πολιτική ζωή. Το ένα είναι ο εθνικισμός δυτικού τύπου, κράμα Διαφώτισης και Ρομαντισμού, που με την Ελληνική Επανάσταση αποδείχθηκε καταλυτικό για την Αυτοκρατορία, γιατί μπολιάστηκε στην εθνική συνείδηση των Σέρβων, των Ρουμάνων, των Βουλγάρων, των Αλβανών και τελευταίων αυτών των ίδιων των Τούρκων.

Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι η Ελληνική Επανάσταση είναι η απαρχή της ξενικής επεμβάσεως στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, επεμβάσεως που έφτασε να απειλήσει την ίδια την εθνική υπόσταση της Τουρκίας στη Συνθήκη των Σεβρών. Η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774, που έδινε στη Ρωσία το δικαίωμα να ενδιαφέρεται για μια ρωσική εκκλησία στο Γαλατά και που επανειλημμένα χρησιμοποίησαν οι Ρώσοι ως πρόσχημα επεμβάσεως, ήταν απλώς ο πρόλογος. Η ανοιχτή και συλλογική επέμβαση των ξένων δυνάμεων αρχίζει ουσιαστικά με την Ελληνική Επανάσταση και συνεχίζεται με αλλεπάλληλες επεμβάσεις σε όλο τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα σχεδόν κάθε δεκαετία μέχρι τη Συνθήκη των Σεβρών. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι στην ιστορική μνήμη των Τούρκων η Ελλάδα έχει διαμορφώσει μια ιδιαίτερα δυσάρεστη εικόνα αντίστοιχη με αυτή που έχουμε εμείς, πιο δικαιολογημένα, κατά τη γνώμη μας, για τους Τούρκους.

Πολύ λιγότερες και βραχύβιες ήταν οι ευκαιρίες που είχαμε να συνυπάρξουμε ειρηνικά ως κράτος με την Τουρκία, είτε γιατί αναγκαστήκαμε να αφιερωθούμε ο καθένας στα δικά του εσωτερικά προβλήματα, είτε γιατί βρεθήκαμε μπροστά σε κάποια νέα απειλή. Οι περίοδοι αυτές υπήρξαν μόνο δύο: από τις συμφωνίες της Άγκυρας το 1930 ως τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και από το τέλος του πολέμου ως την ανακίνηση του Κυπριακού ως διεθνούς προβλήματος.

Αν οι ιστορικές μνήμες επηρεάζουν συνειδητά ή υποσυνείδητα τον χαρακτήρα των σχέσεών μας με την Τουρκία, η σημερινή πραγματικότητα προσδιορίζει με αμεσότερο τρόπο τη συμπεριφορά των δύο πλευρών, αλλά ταυτόχρονα και τις προοπτικές για το μέλλον. Είναι γι’ αυτό ανάγκη να γνωρίζουμε, να παρακολουθούμε και να κρίνουμε σωστά τις εξελίξεις στην Τουρκία σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Όχι μόνο γιατί σήμερα βρισκόμαστε σε ένταση με την Τουρκία, αλλά και για να διερευνούμε ποιες δυνατότητες ειρηνικής και εποικοδομητικής συνεργασίας μπορούν να αναπτυχθούν στο μέλλον.

Είναι αυτονόητο ότι παρακολουθούμε την αμυντική και εξωτερική πολιτική της Τουρκίας σε σύγκριση με τα δικά μας αντίστοιχα δεδομένα. Πέρα απ’ αυτά όμως υπάρχουν και άλλες πτυχές της σημερινής Τουρκίας που έμμεσα επηρεάζουν τη σημερινή κατάσταση και συμπεριφορά της. Οι εξελίξεις στη δημογραφία, στην κοινωνία, στην οικονομία, στην εσωτερική πολιτική έχουν κάθε μια το δικό της ενδιαφέρον και τους δικούς της προβληματισμούς.

Εξετάζοντας, έστω και σε γενικές γραμμές, όλα τα στοιχεία αυτά για τη σημερινή Τουρκία και έχοντας υπ’ όψιν την ιστορία της μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την εξωτερική της πολιτική. Είναι πολιτική που αναπότρεπτα εμπεριέχει μνήμες ιστορικού παρελθόντος: μεγαλείο και παρακμή της Αυτοκρατορίας, θανάσιμος κίνδυνος διαμελισμού, αγώνες κατά του ρωσικού επεκτατισμού, σχέσεις αφέντη προς υπόδουλο απέναντι στους βαλκανικούς και αραβικούς λαούς. Διαμορφώνεται όμως η εξωτερική αυτή πολιτική και σε συνάρτηση με όλους τους άλλους μεταβλητούς συντελεστές που συνθέτουν τη σημερινή πραγματικότητα και άλλοτε διευκολύνουν, άλλοτε δυσκολεύουν τις διπλωματικές κινήσεις.

Ένα γεγονός πάντως είναι αξιοσημείωτο σ’ αυτή την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας: ότι κατέχει τα πρωτεία πάνω σε όλους τους παράγοντες της εσωτερικής πολιτικής. Η συνέπεια και συνέχεια της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι αποτέλεσμα μια αντιλήψεως που δίνει προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση των εθνικών σκοπών και δεν χρησιμοποιεί την εξωτερική πολιτική ως όπλο ή σύνθημα στις εσωτερικές πολιτικές αντιθέσεις. Είναι κάτι που με ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να σημειώσουμε.

Από τον Κωνσταντίνο Β. Στατήρη, Ιατρό - Ειδικό παθολόγο