Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Το οικολογικό πρόβλημα της Θεσσαλίας απαιτεί λύσεις Κύριε Πρωθυπουργέ

Δημοσίευση: 30 Ιαν 2021 15:15

Ο Πρωθυπουργός κ. Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως ανακοινώθηκε, θα επισκεφθεί σήμερα Σάββατο, για λίγες ώρες, τη Θεσσαλία. Το ερώτημα είναι εάν η παρουσία του στα διάφορα έργα και οι επαφές του με τους τοπικούς παράγοντες θα του προσφέρουν τη

δυνατότητα να αφουγκραστεί το μείζον θέμα για την περιοχή μας και να δεσμευτεί για την επίλυσή του.
Και αυτό κατά την άποψή μας, είναι το τεράστιο οικολογικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Θεσσαλία εξαιτίας των υδατικών ελλειμμάτων.
Η δραματική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες από την κάκιστη διαχείριση του υδατικού μας δυναμικού έχει καταγραφεί επιστημονικά, ενώ κατά την τελευταία δεκαετία έχει και επίσημα πλέον θεσμοθετηθεί με Υπουργικές αποφάσεις (έγκριση ΣΔΥΘ).
Όλοι πια αποδέχονται ότι οι (αναγκαστικές σε μεγάλο βαθμό, για τη στήριξη της γεωργίας) υπεραντλήσεις από τα υδατικά αποθέματα των υπόγειων υδροφορέων απειλούν με τεράστια οικολογική καταστροφή, ενώ βιώνουμε ταυτόχρονα τη συνεχή υποβάθμιση της οικολογικής κατάστασης στα επιφανειακά οικοσυστήματα (λίμνες, ποταμοί), την επιτεινόμενη διάβρωση των γεωργικών εδαφών κ.ο.κ.
Παράλληλα το εξωφρενικό κόστος άρδευσης οδηγεί σε συρρίκνωση της γεωργίας με μείωση του κύκλου εργασιών καθώς υπάρχει ήδη στροφή προς χαμηλού εισοδήματος ξηρικές καλλιέργειες αντί να κινηθούμε προς υψηλής αξίας που θα αυξήσουν το εισόδημα της περιοχής και της χώρας.
Η επίλυση του προβλήματος (τελείως συνοπτικά) κινείται σε τρεις παράλληλες κατευθύνσεις :
* Η πρώτη και απολύτως αναγκαία είναι ο εξορθολογισμός των καταναλώσεων νερού, κυρίως στις αρδεύσεις, με κατάλληλα μέτρα, κίνητρα και τεχνολογικές εφαρμογές για εξοικονόμησή του.
* Η δεύτερη είναι η συγκέντρωση νερού στα ημιορεινά της Θεσσαλίας, με κατασκευή ταμιευτήρων και κλειστών αγωγών μεταφοράς νερού για διανομή τους όπου απαιτείται.
* Η τρίτη κατεύθυνση είναι η ενίσχυση του υδατικού δυναμικού της λεκάνης Πηνειού με μεταφορά νερού από την όμορη λεκάνη Αχελώου μέσω του ημιτελούς ταμιευτήρα Συκιάς και της (ήδη διανοιγμένης) σήραγγας μεταφοράς προς το Μουζάκι. Ειδικά αυτή η μεταφορά θα συμβάλει αποφασιστικά και στην εξασφάλιση των αναγκαίων ποσοτήτων νερού που σταδιακά θα επανατροφοδοτήσουν τους ήδη ελλειμματικούς υπόγειους υδροφορείς, περιορίζοντας (και ελπίζουμε αποκαθιστώντας πλήρως στο μέλλον) την τεράστια οικολογική βλάβη που απειλείται από την είσοδο θαλασσινού νερού.
Όλα αυτά μπορούν να πραγματοποιηθούν υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι οι πρακτικές μας θα βελτιωθούν και η διαχείριση του υδατικού μας πλούτου θα γίνεται με σχεδιασμό, με σεβασμό των κανόνων της επιστήμης και (κυρίως) με εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου διαχείρισης υδάτων και τη δημιουργία ισχυρού διοικητικού μηχανισμού (στο πλαίσιο ενός αυτονόμου φορέα διαχείρισης υδάτων, με τη συμμετοχή των χρηστών).
Επίσης, στον βαθμό που υπάρχει η πολιτική βούληση και ο σεβασμός στα δικαιώματα των επόμενων γενεών, ο σχεδιασμός των αναγκαίων έργων και παρεμβάσεων θα πρέπει να προσλάβει έναν δεσμευτικό χαρακτήρα, με την εκπόνηση ενός εφαρμοστικού σχεδίου (masterplan), παράλληλα με την εγκατάλειψη πρακτικών που οδηγούν σε επιλογή έργων με κριτήριο την κάλυψη τοπικιστικών και μικροπολιτικών συμφερόντων.
Ακόμα και έργα αναγκαία και χρήσιμα (όπως οδοποιία, κτιριακές υποδομές κλπ.), δεν μπορούν να συγκριθούν με αυτά των υδατικών υποδομών που προαναφέραμε, τα οποία επηρεάζουν αποφασιστικά την οικολογική ισορροπία, την ίδια μας τη ζωή, την υγεία και φυσικά τις παραγωγικές δυνατότητες του τόπου μας (γεωργία, μεταποίηση, διατροφικό τομέα, ενέργεια κ.ο.κ.).
Πρόσφατα, σε όλα τα παραπάνω, βιώσαμε μια σημαντική περίοδο απραξίας και στασιμότητας. Η προηγούμενη Κυβέρνηση αντί για έργα ταμίευσης νερού, αντί για αναβάθμιση του τομέα διαχείρισης υδάτων, αντί για εφαρμογή πολιτικών μείωσης των καταναλώσεων κλπ., επικέντρωσε, σχεδόν αποκλειστικά, τις προσπάθειές της σε διοικητικές ενέργειες (Σχέδια Διαχείρισης Υδάτων, Χωροταξικό), με κύριο σκοπό να θέσει «εκτός» τα ημιτελή έργα στον Άνω Αχελώο, που εδώ και χρόνια αποτελούν ένα ιδεολογικού χαρακτήρα «αγκάθι» στην πολιτική της. Μάλιστα, η «προσπάθειά» της αυτή, επέφερε πλήγμα ακόμη και στο υδροηλεκτρικό έργο Μεσοχώρας, αφού η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ, ακύρωσε την αδειοδότησή του (ΑΕΠΟ) που η ίδια είχε εγκρίνει το 2017.
Το θέμα πλέον είναι εάν η Κυβέρνηση της ΝΔ και ο κ. Πρωθυπουργός έχουν πολιτική βούληση να αλλάξουν αυτή την κατάσταση.
Πρώτο βήμα στην κατεύθυνση αυτή είναι η συνειδητοποίηση του τεράστιου οικολογικού προβλήματος της Θεσσαλίας. Τότε μόνο θα αντιληφθούν ότι η Θεσσαλία δεν πάσχει, γενικά και αόριστα, από την έλλειψη κάποιων έργων, αλλά απαιτείται ο σχεδιασμός και η ολοκληρωμένη εφαρμογή ενός προγράμματος περιορισμού των οικολογικών κινδύνων και δημιουργίας προϋποθέσεων της παραγωγικής ανασυγκρότησής της, με βάση έναν ακμαίο πρωτογενή τομέα που μπορεί να αναπτυχθεί εάν εξασφαλίσει φθηνό και καλής ποιότητας νερό.
Εάν αυτό δεν γίνει κατανοητό, εάν η πολιτική και της σημερινής Κυβέρνησης περιοριστεί σε υποσχέσεις του τύπου «είμαστε υπέρ της εκτροπής Αχελώου», η στασιμότητα για τον τόπο μας θα συνεχιστεί, η οικολογική καταστροφή θα προσλάβει μόνιμο χαρακτήρα, οι ήδη υπονομευμένες παραγωγικές δυνατότητες της Θεσσαλίας θα συρρικνωθούν στο ελάχιστο, και φυσικά οι νέοι άνθρωποι, δικαιολογημένα, θα εγκαταλείπουν τον τόπο τους.
Σημειώνουμε πως μέχρι σήμερα ο κ. Πρωθυπουργός φαίνεται να διακατέχεται από έντονες οικολογικές ευαισθησίες.
Ευκαιρία λοιπόν αυτές οι οικολογικές του ευαισθησίες να βρουν πεδίο δημιουργικής εφαρμογής στο μείζον οικολογικό πρόβλημα της Θεσσαλίας.
Ευκαιρία επίσης να αντιληφθεί ο κ. Πρωθυπουργός ότι οι γενικές εξαγγελίες για στροφή στην «πράσινη οικονομία», σε ό,τι αφορά στη Θεσσαλία δεν μπορούν να περιορίζονται στην προσέλκυση κάποιων επενδύσεων σε αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα.
Αντίθετα πρέπει να στραφούμε στην ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα, που μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην ανάπτυξη της χώρας, με την προϋπόθεση να προηγηθεί η επίλυση του σοβαρού υδατικού προβλήματος που αποτελεί τροχοπέδη και έχει οδηγήσει τη Θεσσαλία στο σημερινό αδιέξοδο.
Το άλυτο έως σήμερα υδατικό – οικολογικό πρόβλημα έχει ήδη προσδιορίσει το είδος και τον χαρακτήρα των αναγκαίων επιλογών και δεν απομένει παρά μόνο η πολιτική βούληση της Κυβέρνησης, η οποία οφείλει να «συναντηθεί» με την ισχυρή θέληση του θεσσαλικού λαού, για την εφαρμογή μιας πραγματικά αναπτυξιακής πολιτικής με απόλυτα οικολογικό πρόσημο.

Γράφουν οι Φάνης Γέμτος, Κώστας Γκούμας

* Ο Φάνης Γέμτος είναι γεωπόνος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
* Ο Κώστας Γκούμας είναι γεωπόνος, πρ. δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/ΚΕ.