Τα πορθμεία(*) της παλιάς Λάρισας

Δημοσίευση: 15 Σεπ 2021 19:32

ΤΟΥ ΝΙΚ. ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com

Σήμερα το απόγευμα στις 7.00 στον υπαίθριο χώρο του Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας θα γίνουν τα εγκαίνια έκθεσης φωτογραφίας με τίτλο «Η Λάρισα εν κινήσει…» από τον δήμαρχο Λαρισαίων Απόστολο Καλογιάννη. Η έκθεση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της Ευρωπαϊκής Εβδομάδας Κινητικότητας, η οποία θα διαρκέσει από 16 έως 22 Σεπτεμβρίου. Στην έκθεση εκτίθενται πενήντα περίπου φωτογραφίες διαφόρων εποχών οι οποίες απεικονίζουν τους τρόπους μεταφοράς ανθρώπων, ζώων, εμπορευμάτων και οχημάτων διαχρονικά. Η έκθεση διοργανώνεται από τον Δήμο Λαρισαίων σε συνεργασία με τη Φωτοθήκη του Ομίλου Φίλων της Θεσσαλικής Ιστορίας και του Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας. Στα μέσα μετακίνησης που προβάλλονται στις φωτογραφίες της έκθεσης είναι και οι περαταριές (πορθμεία στην επίσημη ονομασία τους). Με την ευκαιρία αυτή το σημερινό θέμα της στήλης θα αναφερθεί στις περαταριές που υπήρχαν τα παλιά χρόνια στη Λάρισα και αποτελούσαν έναν τρόπο γεφύρωσης του Πηνειού. Μην ξεχνάμε ότι ένα μεγάλο μέρος της πόλης εδώ και χιλιάδες χρόνια περιβάλλεται από τη μαιανδρική πορεία του ποταμού της και η μόνιμη ζεύξη του μέχρι πριν λίγες δεκαετίες ήταν μία και μοναδική, η παλιά λίθινη γέφυρα κάτω από την ακρόπολη της Λάρισας.
Τα παλιά χρόνια, η γεφύρωση των ποταμών γινόταν με μονότοξα ή πολύτοξα πέτρινα γεφύρια, πολλά από τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα και αφθονούν στη Δυτική Θεσσαλία και στην Ήπειρο. Λόγω του μικρού εύρους, ήταν προσιτή η διάβαση μόνον ανθρώπων και ζώων. Επειδή η κατασκευή μεγάλων αμαξιτών γεφυριών ήταν οικονομικά πολυδάπανη και κατασκευαστικά δύσκολη, στα σημεία όπου το επέβαλε η συχνή συγκοινωνία με τροχοφόρα, υπήρχαν οι περαταριές. Ως περαταριά θεωρούμε συνήθως μια αυτοσχέδια ξύλινη εξέδρα η οποία επιπλέει και εκτελεί τη συγκοινωνία ανάμεσα σε δύο όχθες ενός ποταμού. Τις περαταριές μπορούμε να τις διακρίνουμε σε δύο κατηγορίες. Οι μεγαλύτερες, όπου μπορούσαν να διαπεραιωθούν και οχήματα, και οι μικρότερες που ήταν για ανθρώπους και ζώα.
Το κατάστρωμά τους κατασκευαζόταν από παχιές σανίδες με επίπεδη καρίνα και για να είναι αδιάβροχες επαλείφονταν κυρίως με παχύ μεταλλικό στρώμα και αργότερα με άσφαλτο. Οι πλάγιες πλευρές διέθεταν χαμηλή κουπαστή, ενώ το πρόσθιο τμήμα ήταν υπερυψωμένο για να προσαράζει ομαλά στην όχθη. Τις όχθες συνέδεε ανθεκτικό συρματόσχοινο σε ευθεία γραμμή, στερεωμένο σταθερά σε κάθε όχθη. Η περαταριά διέθετε μια αλυσίδα η οποία συνδεόταν με το συρματόσχοινο με κρίκο για να μην παρασύρεται από την ορμητική ροή του νερού. Ο καραβοκύρης μετακινούσε τη σχεδία πάνω στα νερά του ποταμού ασκώντας δύναμη κατά μήκος του συρματόσχοινου. Αυτή ήταν η λειτουργία κάθε περαταριάς, μικρής ή μεγάλης.
Μέχρι πριν μερικά χρόνια, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Πηνειός κατά τη διαδρομή του μέσα από τη Λάρισα διέθετε μία και μοναδική γέφυρα. Όμως οι Λαρισαίοι, πέρα από τις βάρκες που χρησιμοποιούσαν, γεφύρωναν το ποτάμι και με δύο μόνιμες περαταριές. Η μία βρισκόταν στον Σουφλάρ μαχαλά (συνοικία 40 Μαρτύρων), κοντά στην περιοχή των Παλαιών Σφαγείων, ενώ η άλλη συνέδεε τη συνοικία Ταμπάκικα με το Αλκαζάρ στο ύψος του σημερινού σταδίου.
Η πρώτη δημιουργήθηκε από έναν ευφυέστατο επιχειρηματία, τον Ρωμύλο Αυδή. Είχε για χρόνια τη διαχείριση του κέντρου Αλκαζάρ, όταν κατά το 1925 πυρκαγιά αποτέφρωσε εντελώς το κέντρο. Τότε σκέφθηκε να εκμεταλλευθεί ένα πυκνόφυτο, γεμάτο καραγάτσια φυσικό άλσος που βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Πηνειού, λίγο πριν φθάσει κανείς στα Σφαγεία.
Η περιοχή ήταν γνωστή ως «Καραγάτσια» και το επισκέπτονταν από παλιά με βάρκες οι Λαρισαίοι, είτε παρέες, είτε οργανωμένοι σε διάφορα σωματεία, συνήθως κατά την Πρωτομαγιά. Εκεί δημιούργησε υπαίθριο εξοχικό κέντρο το οποίο ξεκινούσε τη λειτουργία του την Πρωτομαγιά, διαρκούσε μέχρι το φθινόπωρο και το ονόμασε «Λούνα Πάρκ». Για να βοηθήσει στη διαπεραίωση των επισκεπτών στο κέντρο, συνεργάστηκε με έναν βαρκάρη και έφτιαξαν το 1929 την περαταριά, που ήταν μικρή και εξυπηρετούσε μόνον ανθρώπους, ζώα ή εμπορεύματα. Το κέντρο αυτό γνώρισε μεγάλες δόξες και τα καλοκαίρια οι άμαξες κατέβαζαν συνεχώς στη Σκάλα του Πηνειού Λαρισαίους αστούς με τις οικογένειές τους, για να περάσουν μια όμορφη και δροσερή βραδιά στο κατάφυτο «Λούνα Πάρκ». Πολλές φορές ήταν τόσο μεγάλη η προσέλευση ώστε το κέντρο δεν μπορούσε να τους εξυπηρετήσει όλους, με αποτέλεσμα να επιστρέφουν απέναντι στη δεξιά όχθη, όπου υπήρχε το γραφικό ταβερνάκι του Μπαλατζάρα.
Η δεύτερη περαταριά βρισκόταν και αυτή μέσα στην πόλη και συνέδεε τη δυτική πλευρά της συνοικίας Ταμπάκικα με τον χώρο του Αλκαζάρ. Στην πλευρά αυτή της συνοικίας, κοντά στη δεξιά όχθη του Πηνειού, λειτουργούσε από το 1907 ένα από τα πρώτα παγοποιεία της Λάρισας, του Κατσαούνη[1]. Αργότερα κοντά στο παγοποιείο δημιούργησε ένα όμορφο εξοχικό κέντρο ο Γ. Θεοδώρου, με πρόθεση να ψυχαγωγήσει τους Λαρισαίους που έφθαναν σε μια περιοχή με πανύψηλες λεύκες και καβάκια, ακολουθώντας τη δεξιά όχθη του ποταμού. Επειδή από το κέντρο αυτό η θέα προς την περιοχή του Αλκαζάρ ήταν μαγευτική, ο επιχειρηματίας του συνεννοήθηκε με κάποιον βαρκάρη του Πηνειού και κατασκεύασαν περαταριά, για να δώσουν στους επισκέπτες του εξοχικού τη δυνατότητα να κάνουν ένα σύντομο ταξιδάκι μέχρι την απέναντι αριστερή όχθη του ποταμού, στο ύψος του εξοχικού κέντρου «Κιβωτός» και του κήπου του Παπασταύρου. Αλλά η διάρκεια λειτουργίας του κέντρου αυτού ήταν σύντομη, καθώς η πρόσβαση ήταν δύσκολη από τα Ταμπάκικα, ο συναγωνισμός με το ανακαινισμένο κέντρο «Αλκαζάρ» και την «Κιβωτό» ήταν αναπόφευκτος και το 1931 ο Γ. Θεοδώρου αναγκάστηκε να το κλείσει. Η περαταριά όμως παρέμεινε για ένα μεγάλο διάστημα και εξυπηρετούσε τους Ταμπακιώτες.
Επί τουρκοκρατίας και για λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση λέγεται ότι υπήρχε και μια τρίτη περαταριά στην περιοχή «Γκιόλια[2]». Η τοποθεσία αυτή βρισκόταν κοντά στο κτιριακό συγκρότημα της Αβερωφείου Γεωργικής Σχολής. Μερικοί πλούσιοι Τούρκοι μπέηδες είχαν κτίσει στον χώρο αυτό εξοχικά σπίτια στη δεξιά όχθη του Πηνειού, του οποίου τα νερά στο σημείο αυτό ήταν καθαρά και βαθιά, ενώ οι όχθες του ήταν καλυμμένες με πανύψηλα καραγάτσια και τα σπίτια είχαν τις αυλές τους γεμάτες από τριαντάφυλλα και γιασεμιά. Τις ζεστές ημέρες του καλοκαιριού οι μπέηδες μετακόμιζαν στα «Γκιόλια» για να αποφύγουν την αφόρητη ζέστη της Λάρισας και η περαταριά τούς έδινε τη δυνατότητα να επισκέπτονται και την απέναντι όχθη. Με την περιοχή αυτή είναι στενά συνδεδεμένος και ο Δημήτριος Ροδόπουλος ή όπως τον γνωρίζουμε όλοι μας ο συγγραφέας Μ. Καραγάτσης του «Συνταγματάρχη Λιάπκιν», η αδελφή του οποίου είχε παντρευτεί τον Φιλοποίμενα Τζουλιάδη διευθυντή της Γεωργικής Σχολής. Προπολεμικά τα «Γκιόλια» επισκέπτονταν και τολμηροί ποταμοκολυμβητές σε ομάδες, οι οποίοι με το κολύμπι τους εξοικειώνονταν με τα δύσκολα νερά του Πηνειού και προετοιμάζονταν για την τελετή των Θεοφανείων.
Μια άλλη περαταριά λειτουργούσε λίγο πιο πάνω, στη Γούνιτσα (σημερινό όνομα Αμυγδαλή). Η περιοχή του χωριού αυτού ανήκε στον Έλληνα γαιοκτήμονα και επιχειρηματία Ευστάθιο Ιατρίδη, ο οποίος είχε εγκατασταθεί από τις αρχές του 20ου αιώνα στο κτήμα του στη Γούνιτσα, όπου μεταξύ των άλλων διέθετε και νερόμυλο μεγάλης ισχύος. Διασώζεται επιστολικό δελτάριο, ταχυδρομημένο το 1910, το οποίο απεικονίζει μεγάλη συντροφιά Λαρισαίων αστών και των δύο φίλων, φιλοξενούμενοι του γαιοκτήμονα Ιατρίδη, να επιβαίνουν συνωστισμένοι μέσα στην περαταριά που είχε ο ίδιος κατασκευάσει [3].
Η εικόνα που συνοδεύει το σημερινό κείμενο απεικονίζει την περαταριά που υπήρχε από την περίοδο της τουρκοκρατίας στην είσοδο της Κοιλάδας των Τεμπών, στο ύψος του χωριού Μπαμπάς, το οποίο μετονομάστηκε σε Τέμπη. Πρόκειται για ξυλογραφία του Δημητρίου Γιολδάση [4] η οποία αποτυπώνει με εύγλωττο τρόπο το σχήμα, την κατασκευή και τον τρόπο λειτουργίας μιας περαταριάς.

 

(*). Πορθμεία ονομάζονται τα πλωτά μέσα τα οποία μεταφέρουν ανθρώπους, εμπορεύματα και οχήματα στην απέναντι όχθη ή ακτή. Είναι περισσότερο γνωστά με το όνομα «περαταριές».
[1]. Οι αδελφοί Κατσαούνη ήταν μια πλούσια οικογένεια επιχειρηματιών της Λάρισας. Εκτός από μια τεράστια περιουσία που διέθεταν σε ακίνητα στην κεντρική αγορά της Λάρισας, είχαν στήσει αντλία στη δεξιά όχθη του Πηνειού για την άντληση νερού από το ποτάμι και τη διανομή του με βαρέλια σε σπίτια και καταστήματα της Λάρισας. Μέσα στις εμπορικές δραστηριότητές τους περιλαμβάνεται και το πρώτο παγοποιείο της Λάρισας που είχαν δημιουργήσει στη συνοικία Ταμπάκικα.
[2]. Το όνομα «Γκιόλια» προέρχεται από παραφθορά της τουρκικής λέξεως «γκιούλ» η οποία σημαίνει τριαντάφυλλο.
[3]. Επιστολικά δελτάρια. Εκδόσεις ελληνικές και ευρωπαϊκές (1900-1960), συλλογή Γ. και Λ. Γουργιώτη, Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Λάρισας, Λάρισα (2007) σελ. 38.
[4]. Δημήτριος Γιολδάσης (1897-1993). Θεσσαλός ζωγράφος με πλούσιο εικαστικό έργο. Τον συνέδεε θερμή φιλία με τον Γεώργιο Κατσίγρα, ο οποίος είχε στη συλλογή του πολλές συνθέσεις του καλλιτέχνη και ιδιαίτερα την προσωπογραφία του μεγάλου δωρητή της Πινακοθήκης μας.

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

INTERCOMM FOODS
DEREE 2-4-24
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ ΤΕΝΝΙΣ JUNIOR 2024
Μείνε μαζί μας

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass