Την επόμενη Κυριακή 31 Αυγούστου θα εορτασθεί στην πόλη μας όπως κάθε χρόνο με μια σεμνή τελετή, η επέτειος της απελευθέρωσης της Λάρισας από την Οθωμανική κυριαρχία και η ενσωμάτωσή της στο Βασίλειο της Ελλάδος. Ήταν για την πόλη μια ιστορική στιγμή. Έπειτα από 458 χρόνια (1423-1881)τυραννικής επιβίωσης, ο επικεφαλής των ελληνικών στρατευμάτων στρατηγός Σκαρλάτος Σούτσος εισέρχονταν στη Λάρισα με τιμές και λαμπρές πανηγύρεις, ενώ την προηγούμενη ημέρα επιτροπή από Έλληνες αξιωματικούς παρελάμβανε από τον Τούρκο διοικητήτης Λάρισας Χιντέτ πασά την πόλη, σε ειδική τελετή που έγινε στο τουρκικό Διοικητήριο που βρισκόταν στη βορειοδυτική γωνία της σημερινής Κεντρικής Πλατείας Μιχαήλ, μέσα σε αισθήματα χαράς του ελληνικού πληθυσμού που είχε κατακλύσει την πλατεία.
Την διαδοχική απελευθερωτική πορεία των ελληνικών στρατευμάτων στις διάφορες πόλεις της περιοχής της Άρτας και της Θεσσαλίας από τις αρχές Αυγούστου του 1881, παρακολουθούσε από κοντά μεταξύ των άλλων και ο δημοσιογράφος Σπυρίδων Παγανέλης, ως απεσταλμένος της ελληνικής εφημερίδας της Κωνσταντινούπολης «Νεολόγος». Σε καθημερινές ανταποκρίσεις που έστελνε, περιέγραφε με γλαφυρή γλώσσα την απελευθερωτική πορεία του ελληνικού στρατιωτικού τμήματος, υπό τον στρατηγό Σκαρλάτο Σούτσο, στις διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, προσέχοντας όμως να μη διεγείρει την τουρκική ευθιξία, γιατί όπως αναφέρει στην εισαγωγή αυτού του οδοιπορικού του: « Η δημοσίευσις επιστολών εξ ελληνικού στρατοπέδου εις εφημερίδα εκδιδομένην εν Κωνσταντινουπόλει, υπό τον διαρκή έλεγχον και την άκαμπτον λογοκρισίαν του γραφείου του τύπου, θα εξηγήση τίνος ένεκα πολλά παρελείφθησαν, και πως, ενώ η καρδία υπηγόρευε αχαλίνωτον διάχυσιν, παρενέβαινεν ο νους αναστέλλων ή μετριάζων τας ορμάς της».
Ένα χρόνο αργότερα, το 1882,ο Σ. Παγανέλης συγκέντρωσε όλες αυτές τις ανταποκρίσεις και μαζί με τις δημοσιογραφικές εμπειρίες του από τους σεισμούς του Μαρτίου του 1881 στη Χίο, όπου βρέθηκε αμέσως μετά το συμβάν, τα συμπεριέλαβε σε έναν τόμο 440 σελίδων μικρού σχήματος, με τον τίτλο «Οδοιπορικαί Σημειώσεις», ο οποίος εκδόθηκε στην Αθήνα. «Οι σεισμοί της Χίου» καταλαμβάνουν τις σελίδες 1-106, ενώ η «Στρατιωτική κατάληψις Άρτης και Θεσσαλίας» τις σελίδες 107-440.
Ο Σπ. Παγανέλης ήταν μια σπουδαία προσωπικότητα των γραμμάτων για την εποχή του. Γεννήθηκε στη Μύκονο το 1852. Αρχικά σταδιοδρόμησε επαγγελματικά ως δημοσιογράφος και αργότερα ως λογοτέχνης. Διετέλεσε για ένα διάστημα βουλευτής και διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Έργα του εκτός από τις «Οδοιπορικές Σημειώσεις»(1882) είναι και τα εξής: «Ο Αγωνιστής του 1821»(1886), «Αθηναϊκαί νύκτες» (1888),«Ραγήτ»(1889),«Ο Απόστολος Παύλος»(1924),«Λογοτεχνήματα»(1928)και πολλά άλλα.
Η γλώσσα του κειμένου στις «Οδοιπορικές Σημειώσεις»είναι η λόγια καθαρεύουσα της εποχής, κάπως δυσκολονόητη βέβαια σε πολλούς, όμως στα αποσπάσματα που δημοσιεύονται διατηρείται ακριβώς όπως έχει, γιατί ο Σπυρίδων Παγανέλης καθώς ήταν και προικισμένος λογοτέχνης, η περιγραφή του είναι γλαφυρή και έντονα ποιητική. Έτσι κάθε επέμβαση απλούστευσης του κειμένου του θα έβλαπτε την καθομολογούμενη λογοτεχνική του αξία.
Το κείμενο του συγγραφέα δεν είναι ιστορικό. Παρατηρούμε ότι δεν παραθέτει ημερομηνίες, η περιγραφή των γεγονότων είναι περισσότερο δημοσιογραφική, δεν υπεισέρχεται σε στρατιωτικές λεπτομέρειες, δεν καταγράφει πρόσωπα. Όμως θριαμβολογεί για την ενσωμάτωση των νέων εδαφών στο ελληνικό βασίλειο και για την αλλαγή της υπηκοότητας του χριστιανικού πληθυσμού της περιοχής, καταπιάνεται με το καυτό για την εποχή αγροτικό πρόβλημα και προσπαθεί να σταθεί όσο γίνεται ουδέτερος στη διαμάχη γαιοκτημόνων και καλλιεργητών. Επί πλέον θέλγεται από την ομορφιά των φυσικών τοπίων της Θεσσαλίας και ιδίως από τα μυθικά Τέμπη και τα ιερά Μετέωρα.
Από τις καθημερινές ανταποκρίσεις που περιέχονται στο βιβλίο του θα περιορισθούμε στο σημερινό μας σημείωμα στις εντυπώσεις που αποκόμισε από τη Λάρισα, όπως την είδε την περίοδο εκείνη της απελευθέρωσης, έπειτα από τεσσεράμισι αιώνων δουλείας. Περιγράφει την πόλη με μια διαφορετική ματιά απ’ ότι έχουμε διαβάσει στις διασωθείσες περιγραφές τοπικών δημοσιογράφων και ιστορικών της εποχής, τονίζει την άθλια κατάσταση των κατοίκων της, αλλά ενθουσιάζεται από την αποθεωτική υποδοχή που επεφύλαξαν στον ελληνικό στρατό κλήρος και λαός. Οι εντυπώσεις αυτές είναι ενδιαφέρουσες, επειδή περιγράφουν τη θεσσαλική μεγαλούπολη όπως ήταν στο τέλος της τουρκικής κυριαρχίας και στην αυγή της νέας ελληνικής παρουσίας. Η πόλη σαν οικιστικό σύνολο δεν τον εντυπωσιάζει. Εντοπίζει την κακή της ρυμοτομία και την έλλειψη αρχιτεκτονικού κάλλους και επισημαίνει ότι μόνον η μαιανδρική πορεία του Πηνειού και τα στίλβοντα νερά του, την ομορφαίνει και την ζωογονεί. Οι κάτοικοι, μετά από τόσα βάσανα, κακουχίες και διώξεις, μεθούν τώρα από χαρά για την ευλογημένη ώρα της ελευθερίας τους. Η πόλη απολαμβάνει ένα απέραντο πανηγύρι χαράς και εκφράζει με κάθε τρόπο την ευγνωμοσύνη της για τον απελευθερωτή ελληνικό στρατό.
Ας παρακολουθήσουμε όμως την πορεία του Σπυρίδωνα Παγανέλη προς τη Λάρισα. Καθώς έρχεται από τα Τρίκαλα, περνάει το Ζάρκο και φθάνει στα υψώματα, κοντά στην περιοχή της σημερινής Τερψιθέας:
«Εν Λαρίσση τη 30 Αυγούστου 1881.
Την μονοτονίαν του δρόμου από Ζάρκου άχρι Λαρίσσης διακόπτει μόνον η από της θέσεως Κομμένη Ράχη αιφνίδιος αποκάλυψις της θεσσαλικής μητροπόλεως, αναπαυομένης επί της πεδιάδος, με τους πάμπολλους αυτής μιναρέδες, ων αι οξείαικορυφαί πλανώνται εις τα ύψη. Τερπνή άποψις ποικιλλομένη υπό του Πηνειού, ούτινος τμήματα στίλβοντα εμφανίζονται τήδε κακείσε εις το πεδίον, και των νοτίων δειράδων του Ολύμπου μετά της Όσσης, υψούσης την κωνοειδή κορυφήν της ωραίαν και εν τη φαλακρότητι αυτής… Η πόλις ως δέσποινα υπερήφανος εκτείνεται μεγαλοπρεπώς, λούουσα τους πόδας της εις τα ύδατα του ποταμού, τελούντα φόρον υποταγής εις την ευδαίμονα μητρόπολιν. Έξωθεν της Λαρίσσης και παρά τας όχθας του Πηνειού, αγραυλούντες οι ποιμένες συρίζουσι τον αυλόν και ο διερχόμενος εν ώρα αρχομένης νυκτός την λαρισσαίαν πεδιάδα, αισθάνεται και γεύεται όλην την μαγείαν της φύσεως και δικαιολογεί την ελληνικήνμυθολογίαν, εξορίσασαν εις τας θεσσαλικάς πεδιάδας τους Θεούς του Ολύμπου, οίτινες εξόριστοι εις την γην, απέστερξαν τον ουρανόν, προτιμήσαντες να ζήσωσιν εις τα Τέμπη και τας κοιλάδας άς αρδεύει ο το ποιητικότατον του Πηνειού όνομα μεταλλάξας βραδύτερον δια της Σαλαμβριάς. Εις την Λάρισσαν άγουσι πάμπολλοι οδοί, διακρινόμενοι δια των ονομάτων των πόλεων εις άς τερματούνται αι από του θεσσαλικού κέντρου προς τας βορείους, μεσημβρινάς, ανατολικάς και δυτικάς ακτίνας κατευθυνόμεναι προεκτάσεις. Ούτως έχομενπύλην και δρόμον Αγιάς, πύλην και οδόν Τρικκάλων, Φερσάλων, κλπ. Ερχόμενος εκ Τρικκάλων, εισήλθον εις την πόλιν διά της φερωνύμου οδού. Η συγκίνησίς μου απέβαινεν ευνόητος. Επάτουν την κλασσικήν Λάρισσαν, περίφημον και εν τη αρχαιότητι, ονομαστήν και εις τους μεταγενεστέρους χρόνους, προσφιλή δε εις τας ελληνικάς ψυχάς, ως αι συνάδελφαι αυτής Ιωάννινα ή Θεσσαλονίκη και είτις άλλη…Δεν ανέμενον να ίδω εν τη Λαρίσση πόλιν παρουσιάζουσαν τα πλεονεκτήματα των ολίγων διακρινομένων της Ανατολής, ούτε την ευθυγραμμίαν ή το άλλο αρχιτεκτονικόν κάλλος. Δια τούτο η εντύπωσίς μου δεν απέβη δυσάρεστος. Η ευρωπαϊκή επιτροπή ήσκει την υπερτέραν αυτής εφορείαν επί της αποχωρήσεως των Τούρκων, οίτινες διετέλουν εις αδιάκοπο νκίνησιν μεταφέροντες νύκτωρ και μεθ’ ημέραν υλικόν και αποσκευάς δι’ όλων των εν χρήσει μέσων, εκτός, νομίζω, των αγγαρειών».
Η προσμονή της εισόδου του ελληνικού στρατού στη Λάρισα βρίσκει τους κατοίκους της σε εγρήγορση. Προετοιμασίες, σημαιοστολισμός και ευπρεπισμός για τη μεγάλη στιγμή υπάρχει εκείνες τις ώρες, ενώ τους διακατέχει απέραντη χαρά και υπερηφάνεια. Η λυρική πέννα του συγγραφέα απογειώνεται και αναζητάει να βρει λέξεις και νοήματα για να περιγράψει τη συναισθηματική φόρτιση του πληθυσμού,ο οποίος βιώνει ανεπανάληπτες ιστορικές στιγμές: «Ενταύθα το παν είναι ταύτην την στιγμήν ευτυχής προσδοκία. Οι Ιουδαίοι ότε διήρχοντο την έρημοναχθόμενοι και πάσχοντες, αδύνατον είναι να ησθάνθησαν μείζονα της των Λαρισσαίων χαράν, ότε το στόμα του Μωϋσέως εκήρυξεν ότι εγγίζει η γη της Επαγγελίας. Η ησυχία φαίνεται απόλυτος εις την πόλιν, αλλά εις το εσωτερικόν των οίκων, όπου το όμμα της τουρκικής περιπόλου αδυνατεί να εισδύσει, ζωηρά επικρατεί κίνησις σημαιών, κανδηλών, ταινιών, ανθέων και στεφάνων δάφνης και μύρτου. Δια νυκτός ελπίζουσιν οι Λαρισσαίοι να ετοιμάσωσι τα πάντα, καίτοι δε μικρά είναι η προθεσμία, ουχ ήττον θαρρούσιν εις την ταχύτητα των ποδών και των χειρών των. Το υλικόν δια τας αψίδας ητοιμάσθη, οι οίκοι ηυπρεπίσθησαν, τα προαύλια εκαθαρίσθησαν και η πόλις προητοίμασε την καλλίστην των στολών της δια την μεγάλην της αύριονεορτήν».
(Συνεχίζεται)
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΘ. ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ
nikapap@hotmail.com