Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ανοιχτή Γραμμή για τα νερά, το περιβάλλον, τη Γεωργία στη Θεσσαλία

Δημοσίευση: 10 Ιαν 2022 19:20

Να ενταχθούν στο σύστημα διαχείρισης υδάτων και να ελέγχονται οι ΤΟΕΒ

Οι ΤΟΕΒ πρέπει βασικά να ενταχθούν στο σύστημα διαχείρισης των υδάτων με τους κανόνες που επιβάλλει η νομοθεσία (Ελληνική και Ευρωπαϊκή) και τα εγκεκριμένα (2017) Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής (ΣΔΛΑΠ) και να ελέγχονται, εκτός από τη διοικητική και οικονομική λειτουργία τους, και ως ένας οργανισμός που διαχειρίζεται τεράστιες ποσότητες νερού, αλλά και ηλεκτρικής ενέργειας.

Σήμερα δυστυχώς η λειτουργία τους είναι εκτός ανάλογου ελέγχου. Αυτό υποστηρίζει η Ε.Δ.Υ.ΘΕ., απαντώντας σε σχετική ερώτηση για τον ρόλο και την προσφορά των ΤΟΕΒ στη διαχείριση του υδατικού προβλήματος, όχι μόνο λόγω της επερχόμενης κλιματικής αλλαγής, αλλά και της εκτόξευσης τιμών της ενέργειας (και) στον πρωτογενή τομέα. Πιο συγκεκριμένα:

ΕΡΩΤΗΣΗ «ΕτΔ»:

Αρκετά συχνά αναπτύσσεται έντονος προβληματισμός για τη λειτουργία των αυτοδιοικούμενων «Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων», δηλαδή τους ΤΟΕΒ - ΓΟΕΒ, σχετικά με τη συνεισφορά τους στον τομέα των αρδεύσεων, τη βιωσιμότητά τους και τις προοπτικές τους σε ένα σύγχρονο σύστημα διαχείρισης υδάτων. Ποια είναι η δική σας άποψη;

 

ΑΠΑΝΤΗΣΗ Ε.Δ.Υ.ΘΕ.:
Η δημιουργία των ΤΟΕΒ κατά τη δεκαετία 1950, χωρίς αμφιβολία, αποτέλεσε ιστορικά σημαντική συνεισφορά στη διαχείριση του νερού, στην ανάπτυξη των αρδεύσεων και της γεωργίας στη χώρα μας. Όμως, μετά από έξι και πάνω δεκαετίες λειτουργίας τους, καταγράφονται πλέον σημαντικά προβλήματα, όπως το ξεπερασμένο θεσμικό πλαίσιο, η συχνή εμφάνιση φαινομένων κακοδιαχείρισης, η δημιουργία μεγάλου όγκου οφειλών στην ηλεκτρική ενέργεια που καταναλώνουν (ΔΕΗ) κ.λπ.
Θα έλεγε κανείς ότι με μια πρωτοβουλία αναμόρφωσης του θεσμικού πλαισίου, με μια πιο αυστηρή αντιμετώπιση των κακοπληρωτών αρδευτών και με έγκαιρη εξόφληση των ενεργειακών - οικονομικών τους υποχρεώσεων η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά.
Κατά την άποψή μας, στις νέες σύγχρονες απαιτήσεις βιώσιμης διαχείρισης των υδάτων, τα παραπάνω δεν είναι αρκετά.
Οι ΤΟΕΒ πρέπει βασικά να ενταχθούν στο σύστημα διαχείρισης των υδάτων με τους κανόνες που επιβάλλει η νομοθεσία (Ελληνική και Ευρωπαϊκή) και τα εγκεκριμένα (2017) Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής (ΣΔΛΑΠ) και να ελέγχονται, εκτός από τη διοικητική και οικονομική λειτουργία τους, και ως ένας οργανισμός που διαχειρίζεται τεράστιες ποσότητες νερού, αλλά και ηλεκτρικής ενέργειας. Σήμερα δυστυχώς η λειτουργία τους είναι εκτός ανάλογου ελέγχου.
Κανείς δεν γνωρίζει με ακρίβεια τι ποσότητες νερού καταναλώνει ο κάθε ΤΟΕΒ, κανένας (σχεδόν) έλεγχος δεν υπάρχει για τυχόν περιβαλλοντική επιβάρυνση στα οικοσυστήματα, κανείς δεν αποτιμά την αναγκαία εξοικονόμηση νερού που προβλέπεται στο ΣΔΛΑΠ κ.ο.κ. και όλα αυτά οφείλονται στην ανυπαρξία κατάλληλων δομών στήριξης του έργου των ΤΟΕΒ, ιδιαίτερα μετά την κατάργηση (εδώ και πολλά χρόνια) των Διευθύνσεων Εγγείων Βελτιώσεων που προσέφεραν την αναγκαία τεχνική υποστήριξη και τον ανάλογο διαχειριστικό - οικονομικό έλεγχο.
Εννοείται επίσης ότι απέχουμε πολύ από τη δυνατότητα εφαρμογής νέων τεχνολογιών και ανάλογης εκπαίδευσης των αρδευτών των ΤΟΕΒ στα σύγχρονα αρδευτικά συστήματα εξοικονόμησης νερού.
Δυστυχώς οι κυβερνήσεις αδιαφορούν και τα πολιτικά στελέχη τους ενδιαφέρονται (με τις συνήθεις ανακοινώσεις και ...φωτογραφίες!) μόνο όταν κάνουν κάποια παρέμβαση σε ζητήματα ρύθμισης χρεών, αναστολή διακοπής ηλεκτροδότησης και ό,τι επείγον πρόβλημα σχετίζεται με τη συνέχιση των αρδεύσεων, χωρίς επί της ουσίας να ασκείται πίεση στις κυβερνήσεις για την επίλυση των διαχρονικών προβλημάτων των ΤΟΕΒ.
Κάποιοι μάλιστα επιδίδονται στη γνωστή προσπάθεια να δημιουργήσουν στην κοινή γνώμη την εντύπωση ότι για όλα φταίνε οι αγρότες - αρδευτές και όχι οι κυβερνήσεις και οι εκάστοτε πολιτικά υπεύθυνοι.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πριν λίγο καιρό ερωτηθήκαμε δημοσίως από πρώην βουλευτή ενός κόμματος (από αυτά που κυβέρνησαν τον τόπο), γιατί αποσιωπούμε (όπως μας προσάπτει) την «τεράστια ευθύνη (των ΤΟΕΒ - ΓΟΕΒ) για τη δημιουργία του υδατικού προβλήματος» στη Θεσσαλία!
Η υποκρισία και η αμετροέπεια σε όλο τους το μεγαλείο...
Στη Θεσσαλία οι ΤΟΕΒ εξυπηρετούν το 35-40% των καλλιεργούμενων αρδευόμενων εκτάσεων και το μεγαλύτερο μέρος των υδάτων που χρησιμοποιούν είναι επιφανειακά (ταμιευτήρες, ποτάμια* κ.λπ.).
Είναι προφανές ότι το έργο τους στην επίτευξη των στόχων εξοικονόμησης νερού είναι ιδιαίτερα κρίσιμο.
Για να γίνουν όμως πράξη οι στόχοι αυτοί (δες ΣΔΛΑΠ), εκτός από τους ελέγχους, είναι απολύτως αναγκαία νέα έργα μεταφοράς και διανομής νερού, με σύγχρονο εξοπλισμό μέτρησης και ελέγχου της κατανάλωσης νερού.
Όσο οι κυβερνήσεις δεν προωθούν, συστηματικά και προγραμματισμένα, παρόμοια έργα, η κύρια ευθύνη για την απελπιστική κατάσταση στον αρδευτικό τομέα θα βαρύνει κυρίως τις πολιτικές ηγεσίες και λιγότερο τους αγρότες μας.
Τώρα μάλιστα που η ενεργειακή κρίση και η εκτόξευση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας (και όχι μόνο) διαμορφώνουν ακόμα πιο δυσμενείς συνθήκες στον πρωτογενή τομέα, η βιωσιμότητα των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και φυσικά των ΤΟΕΒ βρίσκεται σε άμεσο κίνδυνο.
Και πολύ σύντομα, οι ανεπαρκείς ενισχύσεις και οι γνωστές ψευδαισθήσεις που καλλιεργούν διάφοροι πολιτικοί (ότι δήθεν εάν εγκαταστήσουν οι αγρότες φωτοβολταϊκά στα χωράφια τους θα μειωθεί η δαπάνη της ενέργειας), θα βρούνε και αυτές τη θέση που τους ταιριάζει στην ατέρμονη λίστα των υποσχέσεων χωρίς αντίκρισμα.* Σύμφωνα με το ΣΔΛΑΠ (2014/ΝΔ και 2017/ΣΥΡΙΖΑ), οι αντλήσεις από τον Πηνειό για αρδευτικούς κ.ά. σκοπούς υπερβαίνουν κατά 200 εκατ. κυβικά μέτρα νερού (!) το επιτρεπόμενο οικολογικό όριο. Έχει κανείς από τους υπεύθυνους αναρωτηθεί τι θα συμβεί στους ΤΟΕΒ εάν τα όργανα της Πολιτείας εφαρμόσουν την ισχύουσα Υπουργική Απόφαση; Προφανώς οι κυβερνήσεις κλείνουν τα μάτια στην οικολογική καταστροφή του Πηνειού, ώστε να καλύψουν τη δική τους ανεπάρκεια από τη μη δημιουργία νέων έργων ταμίευσης επιφανειακού νερού (φράγματα-λιμνοδεξαμενές) και την αδιαφορία τους να ολοκληρώσουν τα έργα Αχελώου που θα μπορούσαν άμεσα να ενισχύσουν το υδατικό δυναμικό της λεκάνης Πηνειού.

 

Για την Ε.Δ.Υ.ΘΕ.: Κώστας Γιαννακός, Κώστας Γκούμας

 

Πώς προσδιορίζουμε τις ανάγκες των καλλιεργειών σε λιπάσματα

Γράφει ο Χρ. Τσαντήλας*

Με τη συνεχή αύξηση της τιμής των λιπασμάτων, η οποία πρόσφατα πήρε εκρηκτικές διαστάσεις, εντάθηκε παράλληλα και ο προβληματισμός γύρω από το σοβαρό ζήτημα της ορθής διαχείρισης αυτού του τελείως απαραίτητου στοιχείου στη γεωργική παραγωγή. Η γενική επικρατούσα άποψη είναι ότι γίνεται υπερβολική χρήση λιπασμάτων με αποτέλεσμα την επιβάρυνση του κόστους παραγωγής και ταυτόχρονα την πρόκληση δυσμενών επιπτώσεων στο περιβάλλον (ενίσχυση των φαινομένων του ευτροφισμού στα νερά και της αύξησης των αερίων του θερμοκηπίου). Επομένως το θέμα της διαχείρισης των λιπασμάτων στη γεωργία αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αξίζει να σχολιασθεί.
Κατ’ αρχάς πρέπει να γίνει μια απαραίτητη διευκρίνιση σχετικά με το πολύ συχνό λάθος που γίνεται, να ταυτίζονται δηλαδή τα λιπάσματα με τα φυτοφάρμακα σε ό,τι αφορά την επίδρασή τους στην ποιότητα των προϊόντων. Είναι πολύ συνήθης η έκφραση ότι «το προϊόν είναι πολύ καλής ποιότητας γιατί δεν εφαρμόσθηκαν φυτοφάρμακα και λιπάσματα», η οποία περιέχει τη σοβαρή σύγχυση της ταύτισης των φυτοφαρμάκων με τα λιπάσματα. Τα λιπάσματα περιέχουν ουσίες που είναι τροφή των φυτών, όντας έτσι η τροφή των τροφών μας, και τα φυτοφάρμακα περιέχουν τοξικές ουσίες που σκοτώνουν παθογόνους οργανισμούς που βλάπτουν τα φυτά. Με δεδομένο ότι η δυνατότητα των εδαφών να παρέχουν θρεπτικά στοιχεία είναι συγκεκριμένη και δεν αρκεί για την επίτευξη των αποδόσεων που επιθυμεί ο άνθρωπος, η μη προσθήκη λιπασμάτων θα οδηγούσε σε μειωμένη παραγωγή τροφίμων και σε πλήρη υποβάθμιση της γονιμότητας των εδαφών, με όλα τα επακόλουθα για την ανθρώπινη ζωή στον πλανήτη. Επομένως η προσθήκη λιπασμάτων, δηλαδή θρεπτικών στοιχείων, είναι τελείως απαραίτητη για την παραγωγή των ποσοτήτων τροφίμων που χρειάζεται ο άνθρωπος. Και εδώ πρέπει να γίνει ακόμα μία διευκρίνιση, που συχνά δημιουργεί σύγχυση στο ευρύ κοινό και αναφέρεται στη μορφή των λιπασμάτων, δηλαδή εάν είναι χημικά (που χρησιμοποιούνται στη συμβατική γεωργία) ή φυσικά (που χρησιμοποιούνται στη βιολογική γεωργία). Και στις δύο περιπτώσεις η λίπανση είναι υποχρεωτική, ανεξάρτητα από την πηγή προέλευσης των θρεπτικών στοιχείων.
Πώς όμως μπορούμε να υπολογίζουμε τις πραγματικές ανάγκες των φυτών σε θρεπτικά στοιχεία και επομένως τις ποσότητες των λιπασμάτων που χρειάζονται; Και εδώ πρέπει πάλι να γίνει μια σημαντική διευκρίνιση, για να ανασκευασθεί ένα σοβαρό λάθος που γίνεται, το οποίο αφορά την έκταση της σημασίας της ανάλυσης του εδάφους. Η «άποψη» που κυριαρχεί είναι ότι κάνοντας μία ανάλυση του εδάφους, είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε τις ακριβείς ποσότητες λιπασμάτων που χρειαζόμαστε. Αυτή η θέση είναι τελείως απλοϊκή και οδηγεί σε σοβαρά λάθη. Ποιοι είναι, λοιπόν, οι παράγοντες που πρέπει να είναι γνωστοί για να διαμορφωθεί μία ορθή πρόταση λίπανσης και τι προσφέρει η ανάλυση του εδάφους;
Για να απαντηθεί το πρακτικό ερώτημα, «ποιο λίπασμα και σε ποια ποσότητα», που αφορά τον παραγωγό, πρέπει να είναι γνωστά τουλάχιστον τα παρακάτω:
* Το είδος της καλλιέργειας και ο επιδιωκόμενος στόχος παραγωγής. Για παράδειγμα, εάν στοχεύουμε σε απόδοση 500 kg/στρ. βαμβακιού, θα πρέπει να προσθέσουμε μεγαλύτερες ποσότητες λιπασμάτων απ’ ό,τι εάν ικανοποιούμαστε με 300 kg/στρ.
* Η μέθοδος εφαρμογής του λιπάσματος. Στην εντοπισμένη λίπανση οι ποσότητες είναι μικρότερες σε σύγκριση με τη λίπανση σε ολόκληρη την επιφάνεια του αγρού.
* Οι τοπικές εδαφοκλιματικές συνθήκες. Για παράδειγμα, τα βαρειά εδάφη που προσροφούν μεγαλύτερες ποσότητες θρεπτικών (φωσφόρου και καλίου), χρειάζονται μεγαλύτερες ποσότητες λιπασμάτων για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των φυτών σε διαθέσιμες ποσότητες θρεπτικών στοιχείων σε σύγκριση με τα ελαφρά εδάφη.
* Το κόστος των λιπασμάτων, το οποίο είναι προφανές ότι επηρεάζει την απόφαση του παραγωγού.
* Η τοπική εμπειρία. Η συσσωρευμένη γνώση του Γεωπόνου Εφαρμογών που δυστυχώς είναι μια παλιά καλή ανάμνηση, μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην καλύτερη διαχείριση του θέματος.
* Τα αποτελέσματα της εδαφοανάλυσης. Με αυτά μπορεί να διαπιστωθεί μόνον η αναγκαιότητα ή μη της λίπανσης και όχι η ποσότητα του λιπάσματος.
Η ποσότητα του λιπάσματος αποφασίζεται με βάση και τους υπόλοιπους παράγοντες που προαναφέρθηκαν και αφού ο παραγωγός αποφασίσει, εάν θα λιπάνει μόνο την καλλιέργεια ή και το χωράφι του. Στην πρώτη περίπτωση θα προσθέσει μόνο τις ποσότητες που χρειάζεται η καλλιέργεια, αδιαφορώντας για τη διατήρηση της γονιμότητας του εδάφους, ενώ στη δεύτερη θα φροντίσει εκτός από την επίτευξη του στόχου παραγωγής και τη διατήρηση της γονιμότητας του εδάφους σε αποδεκτά επίπεδα.
Είναι λοιπόν πανάκεια η ανάλυση του εδάφους για τη διαμόρφωση μιας σωστής λιπαντικής πρότασης; Η απάντηση είναι όχι, αλλά η αξία της είναι τεράστια αφού με αυτήν μπορούν να απαντηθούν καίριας σημασίας ερωτήματα, όπως:
* Να γίνει διάγνωση και διόρθωση ελλείψεων θρεπτικών στοιχείων,
* να αποφευχθούν τοξικότητες από θρεπτικά στοιχεία ή άλλες αιτίες,
* να εκτιμηθεί η ανάγκη προσθήκης εδαφοβελτιωτικών και
* για να γίνεται παρακολούθηση της επίδρασης από την εφαρμογή λιπασμάτων ή άλλων γεωργικών πρακτικών στις εδαφικές ιδιότητες.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναδειχθεί ένα ακόμα πολύ σοβαρό θέμα, αυτό της αξιολόγησης των αποτελεσμάτων των αναλύσεων του εδάφους, η οποία δυστυχώς γίνεται με απλοϊκό τρόπο που είναι η σύγκριση των τιμών της εδαφοανάλυσης με standrads που δεν αντιστοιχούν στην ελληνική πραγματικότητα. Προκειμένου να διαμορφωθούν αυτά τα standards, απαιτούνται έρευνες χωριστές για κάθε καλλιέργεια και έδαφος, που δυστυχώς στη χώρα μας δεν έχουν γίνει. Έτσι ο «δανεισμός» δεδομένων ερευνών από άλλες χώρες συχνά οδηγεί σε λάθος αποφάσεις που αποθαρρύνουν τους παραγωγούς και απαξιώνουν την ανάλυση του εδάφους. Επίσης, εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων γίνεται από μη ειδικούς, γεγονός που επίσης οδηγεί σε σοβαρά λάθη που απογοητεύουν τους παραγωγούς. Για τη διαδικασία αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της ανάλυσης του εδάφους, πρέπει να ακολουθείται διαπιστευμένη διαδικασία, από εργαστήρια που έχουν αποκτήσει αυτήν τη διαπίστευση από το ΕΣΥΔ. Τέτοιο εργαστήριο στη χώρα μας, απ’ ό,τι γνωρίζω, είναι μόνο το Εργαστήριο Αναλύσεως Εδαφών του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών που εδρεύει στη Λάρισα. Δυστυχώς δεν αρκεί η σύγκριση ορισμένων αριθμών για να αποφανθεί κάποιος εάν χρειάζεται λίπανση μιας καλλιέργειας και σε ποια ποσότητα. Επειδή όμως η διαθεσιμότητα των θρεπτικών στοιχείων στη ριζόσφαιρα επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες πέραν της συγκέντρωσης των θρεπτικών στοιχείων, η ερμηνεία των αποτελεσμάτων των αναλύσεων δεν είναι τόσο απλή υπόθεση. Επειδή το θέμα της λίπανσης των καλλιεργειών είναι πολύ σοβαρό, θα επανέλθουμε.

 

*Ο Χρ. Τσαντήλας είναι γεωπόνος, δρ Εδαφολογίας, ερευνητής, πρ. διευθυντής Ινστιτούτου Bιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ
(e-mail: christotsadilas@gmail.com).

Gallery άρθρου