Και αναφέρομαι στο κεφάλαιο «Η δίκη των εξ». Ένα κεφάλαιο μέσα στο οποίο βρίθει η εθνική μας ντροπή και το οποίο, δυστυχώς, ελάχιστοι Έλληνες φρόντισαν να διαβάσουν κι ακόμα πιο ελάχιστοι νοιάστηκαν να το μάθουν. Η Μικρασιατική τραγωδία συντελέστηκε. Η μεγαλύτερη εθνική ήττα, που επέφερε την οριστική συρρίκνωση του Ελληνισμού, επήλθε. Στις 11 και 12 Σεπτεμβρίου 1922 οργανώθηκαν στη Μυτιλήνη συσκέψεις των αξιωματικών, ο στρατός κήρυξε επανάσταση, στην οποία αρχηγοί ανέλαβαν οι συνταγματάρχες Πλαστήρας και Γονατάς και ο αντιπλοίαρχος Φωκάς.
Αποφασίζουν να πλεύσει ο στόλος στον Πειραιά και να μεταφέρει τα στρατιωτικά τμήματα, τα οποία αφού καταλάβουν την Αθήνα, να διώξουν τον βασιλιά Κωνσταντίνο, να συλλάβουν τους υπεύθυνους της Μικρασιατικής Καταστροφής και να τους τιμωρήσουν σκληρά και παραδειγματικά. Και στις 13 Σεπτεμβρίου, ένα αεροπλάνο πάνω από την Αθήνα και άλλες ελληνικές πόλεις έριχνε προκηρύξεις, υπογεγραμμένες από τον συνταγματάρχη Στυλιανό Γονατά.
Με τις προκηρύξεις αυτές οι επαναστάτες ζητούσαν:
- Άμεση παραίτηση του βασιλιά χάρη της πατρίδας υπέρ του Διαδόχου.
- Διάλυση της Βουλής και προκήρυξη εκλογών.
- Σχηματισμό κυβέρνησης που να εμπνέει εμπιστοσύνη στην Αντάντ.
- Άμεση ενίσχυση του Θρακικού μετώπου.
Τα μεσάνυχτα της 13ης προς 14ης Σεπτέμβρη του 1922 δύο νηοπομπές προσορμίζονταν στο Λαύριο μεταφέροντας 14.000 στρατιώτες. Ο Κωνσταντίνος διαπιστώνοντας ότι όλοι τον έχουν πια εγκαταλείψει και δίπλα του δεν έβλεπε κανένα στήριγμα, καλεί τον Ι. Μεταξά να συντάξει διάγγελμα προς τον Ελληνικό λαό, με το οποίο ανακοίνωνε την παραίτησή του υπέρ του διαδόχου Γεωργίου για χάρη της «φιλτάτης πατρίδος». Αποτραβήχτηκε στη Δεκέλεια, απ’ όπου με την υπόλοιπη οικογένειά του έφυγε στις 17 Σεπτεμβρίου για την Ιταλία. Πέθανε στο Παλέρμο στις 11-1-1923 σε ηλικία 55 ετών.
Στις 14 Σεπτεμβρίου τα επαναστατικά στρατεύματα υπό τον Ν. Πλαστήρα και Στ. Γονατά έμπαιναν στην Αθήνα επευφημούμενα από χιλιάδες λαού που ξεχύθηκαν στους δρόμους και στις πλατείες. Η επανάσταση είχε επικρατήσει και οι επαναστάτες πήραν την εξουσία στα χέρια τους διευρύνοντας την επαναστατική επιτροπή με τη συμμετοχή των Λ. Σακελλαρόπουλου και Αλ. Χατζηκυριάκου. Σύμβουλος δε της επαναστατικής κυβερνήσεως ανέλαβε ο νεαρός δικηγόρος Γ. Παπανδρέου, φίλος του Ν. Πλαστήρα.
Και από τις πρώτες φροντίδες των επαναστατών ήταν η αναδιοργάνωση του στρατού στον Έβρο (υπήρχαν φόβοι ότι ο Κεμάλ θα επέλαυνε προς Θεσσαλονίκη) και κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης αποφάσισε να παραπέμψει σε δίκη τους υπεύθυνους της Μικρασιατικής τραγωδίας. Μάλιστα για τους χειρισμούς της εξωτερικής πολιτικής όρισε ως διπλωματικό εκπρόσωπο της Ελλάδας στο εξωτερικό τον Ελ. Βενιζέλο.
Προειδοποίησε δε προς κάθε κατεύθυνση ότι οι ταραξίες θα τιμωρηθούν αμείλικτα επαναστατικώ δικαίω. Κυρίως στρεφόταν εναντίον του Πάγκαλου που έμαθαν τις αντιδραστικές του κινήσεις και τώρα που έφθασαν στην Αθήνα θέλησαν να τον επαναφέρουν στην τάξη. Και στη συνέχεια άρχισαν να βολιδοσκοπούν πρόσωπα διάφορα προς τον σχηματισμό μιας τυπικής κυβέρνησης, καθόσον πίσω από αυτή θα στεκόταν η επανάσταση. Σχηματίσθηκε έτσι η Κυβέρνηση Κροκιδά.
Πριν, όμως, αναφερθούμε στη διαδικασία σύλληψης και παραπομπής των υπευθύνων σε δίκη, καλό θα είναι να δούμε πώς η Πηνελόπη Δέλτα σημείωσε στο προσωπικό της ημερολόγιο ορισμένα στιγμιότυπα από τα γεγονότα της Επανάστασης του 1922. (Π. Δέλτα: «Ελ. Βενιζέλος», σελ.129). Γράφει, λοιπόν, μεταξύ άλλων: «...Κι εκείνο το μεσημέρι μπήκε ο Πλαστήρας στην Αθήνα, μαύρος, σκονισμένος, σκοτεινός, παλιοντυμένος, αδύνατος, άγριος, με σφιγμένα μάτια και δόντια, όπου έβλεπες την απελπισία. Σε κείνους που έκαμαν να τον ζητωκραυγάσουν, φώναξε θυμωμένος: «Τι ζητωκραυγάζετε; Επιστρέφουμε νικημένοι, κατεστραμμένοι». Τον είδα πέρασε τη Λεωφόρο Κηφισίας μπαρουτοκαπνισμένο, τα μαύρα του φρύδια άσπρα από τη σκόνη, το πρόσωπό του αδύνατο, σαν ρέγγα καπνισμένη, αγέλαστο, αυστηρό. Πλάι μου μια μητέρα γύρευε ν’ αναγνωρίσει τον γιο της μέσα στους κουρελιασμένους στρατιώτες και αξιωματικούς που περνούσαν. Δεν έριξαν μπόμπες στο Τατόι. Απεναντίας έδωσαν του Κωνσταντίνου που παζάρευε χρηματικές αποζημιώσεις, 10.000 λίρες κι έφυγε με όλο του το σόι των Glucksburg. Όταν μερικοί προσήψαν του Πλαστήρα την άκαιρη γενναιοδωρία, τους αποκρίθηκε: «Δεν ήθελα να εκδικηθώ, αλλά για να σώσω την Ελλάδα. Δεν είμαι πολιτικός, είμαι μονάχα στρατιώτης. Κι όταν κουβαλήθηκαν όλοι οι ξένοι πρέσβεις στο καράβι μου να μου πουν πως δεν θα επιτρέψουν να κακοποιήσω συγγενή δικών τους βασιλιάδων, δεν τόλμησα να τα βάλω με όλες τις δυνάμεις! Κοίταζα μονάχα την Ελλάδα και πώς θα εμποδίσουμε τον Κεμάλ να μπει στη Θεσσαλονίκη...». Εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα, δυστυχώς, προείχε η σύναψη ανακωχής με την Τουρκία. Αλλά και γι’ αυτό φρόντισαν οι Άγγλοι. Την υπέγραψαν στα Μουδανιά στις 28-9-1922 χωρίς τη σύμπραξη της Ελληνικής αντιπροσωπείας. Οι Έλληνες αναγκάστηκαν να παραδώσουν στους Άγγλους την Ανατολική Θράκη και αυτοί αυθημερόν την παρέδωσαν στους Τούρκους. Μαζί με τον ξεριζωμό του Ελληνισμού προχωρούσε και η εδαφική μείωση, με την απώλεια χωρών Ελληνικών από χιλιετίες...».
Από τον Οδυσσέα Β. Τσιντζιράκο,
φιλόλογο