Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Η αξιολόγηση και οι εκπαιδευτικοί

Δημοσίευση: 21 Μαρ 2014 2:11 | Τελευταία ενημέρωση: 22 Σεπ 2015 14:20
Του Χάρη Ανδρεόπουλου
Πριν τριάντα δύο (32) ολόκληρα χρόνια με τον Ν. 1304/82 καταργήθηκε ο θεσμός του Επιθεωρητή στην ελληνική εκπαίδευση. Ωστόσο δεν καταργήθηκε μόνο ο Επιθεωρητής, υπό την έννοια ενός θεσμικού ρόλου, αλλά σταμάτησε συλλήβδην και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Ο Σχολικός Σύμβουλος που με τον ίδιο αυτό νόμο αντικατέστησε τον Επιθεωρητή δεν αξιολόγησε ποτέ κανέναν, μολονότι η αξιολόγηση περιλαμβανόταν στα καθήκοντά του. Έκτοτε, κάθε λίγο και λιγάκι, ψηφίζονταν νόμοι, εκδίδονταν υπουργικές εγκύκλιοι και προεδρικά διατάγματα που ρύθμιζαν θέματα για την αξιολόγηση, και από τα οποία – είναι απίστευτο - δεν εφαρμόστηκε ποτέ κανένα! Βεβαίως, η εφαρμογή των νόμων του κράτους δεν θα ματαιωνόταν διαρκώς, αν από την άλλη μεριά δεν υπήρχαν δειλοί και πολιτικάντηδες υπουργοί Παιδείας.
Λυπάμαι που θα το πω - και αυτό που θα πω νομίζω ότι εκφράζει τη σιωπηλή πλειοψηφία του εκπαιδευτικού κόσμου – αλλά οι αριστερές ιδεοληψίες (ότι «χειραγωγούνται» οι εκπαιδευτικοί με την αξιολόγηση, πως «ξεπουλιέται» το σχολείο όταν συνεργάζεται με την αγορά, κ.λπ.) στη βάση των οποίων πορεύθηκε επί δεκαετίες η ΟΛΜΕ μας κούρασαν και (το χειρότερο!) μας απομόνωσαν από την κοινωνία. Δεν το λέγω αφοριστικά, την άποψή μου εκφράζω. Θεωρώ ότι, διαχρονικά, τόσο η ΟΛΜΕ (Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση), όσο και η ΔΟΕ (Πρωτοβάθμια), με την αβελτηρία που επέδειξαν απέναντι στις προκλήσεις των καιρών για ένα σχολείο φιλελεύθερο, ανοικτό στην κοινωνία, αντιδρώντας ακόμη και σε ρυθμίσεις (όπως η αξιολόγηση) τις οποίες η κοινωνία και οι πολίτες (εν προκειμένω και επί το ειδικότερον, οι γονείς των μαθητών μας, αλλά και οι ίδιοι οι μαθητές μας) θεωρούν (και δικαίως) αυτονόητες, με τη στείρα αυτή άρνησή τους, η ΟΛΜΕ και η ΔΟΕ, έβλαψαν τον κλάδο θεσμικά και τον απαξίωσαν κοινωνικά.
Προβάλλεται ως ένταση το επιχείρημα ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος παρεισφρήσεως του κομματισμού και έτσι η αξιολόγηση να απωλέσει την αντικειμενικότητά της. Συμμερίζομαι κι εγώ τη σχετική ανησυχία, αλλά πιστεύω ότι μπορούμε, ως κλάδος, να την αντιμετωπίσουμε συμβάλλοντας θετικά στη θεσμοθέτηση μέτρων που βάζουν φραγμό στο σαράκι του κομματισμού. Δεν υποστηρίζω ότι το σύστημα της αξιολογήσεως το οποίο καθιερώνει το Π.Δ. 152/2013 (ΦΕΚ, τ. Α/5-11-2013) που ψήφισε το υπ. Παιδείας είναι το τέλειο. Έχω και εγώ τις επιφυλάξεις και τις αμφιβολίες μου εάν και κατά πόσο οι συγκεκριμένες διατάξεις μπορούν να καθιερώσουν την αντικειμενικότητα. Γίνεται, όμως, μια αρχή, μπαίνει μια τάξη.
* Κατά πρώτον, θεσπίζεται μια σειρά από μοριοδοτούμενα αντικειμενικά κριτήρια, όπως οι σπουδές ενός εκάστου, η παιδαγωγική κατάρτιση, οι μεταπτυχιακές σπουδές στο επιστημονικό αντικείμενο, οι σεμιναριακές εξειδικεύσεις και επιμορφώσεις, η συμμετοχή στα εκπαιδευτικά προγράμματα και τις δράσεις του σχολείου, η κατάρτιση στις νέες τεχνολογίες, κ.α.
* Κατά δεύτερον, για την εκτίμηση της επιστημονικής και διδακτικής επάρκειας του καθηγητή, της παιδαγωγικής του ικανότητας και της υπηρεσιακής του συνέπειας, με το εν λόγω Π.Δ. ορίζονται για τη συγκεκριμένη αξιολογική κρίση δύο υπεύθυνα πρόσωπα, σε συνεργασία: ο Διευθυντής του σχολείου και ο Σχολικός Σύμβουλος. Ποιος άλλος ξέρει καλύτερα από τον Διευθυντή την καθημερινή υπηρεσιακή συνέπεια και υπευθυνότητα του καθηγητή; Ποιος άλλος ξέρει καλύτερα από αυτόν αν ο καθηγητής «κρατάει» την τάξη ή γίνεται κακός χαμός στην ώρα του; Όσον αφορά την επιστημονική επάρκεια του διδάσκοντος, τον πρώτο λόγο ορίζεται να έχει ο αρμόδιος Σχολικός Σύμβουλος (της κάθε ειδικότητας). Και επειδή στις αξιολογικές αυτές κρίσεις (του Διευθυντή της Σχολικής Μονάδας και του Σχολικού Συμβούλου) χωρούν περιθώρια υποκειμενισμού, τα αποτελέσματά τους θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν, διαυγή, αιτιολογημένα και τεκμηριωμένα, κάτι που ασφαλώς είναι επιστημονικά εφικτό. Εννοείται πως κάθε εκπαιδευτικός θα λαμβάνει γνώση της αξιολογικής εκθέσεως και θα έχει δικαίωμα ενστάσεως. Στο κάτω – κάτω, όμως, αν δεν μας αρέσει το προτεινόμενο σύστημα που εισάγει το Π.Δ 152, ας αντιπροτείνουμε, ως κλάδος, ένα καλύτερο, ποιοτικότερο, κατά το δυνατόν αντικειμενικότερο και αξιοκρατικότερο, ένα άλλο, εναλλακτικό σύστημα. Η στείρα άρνηση δεν μπορεί να είναι πρόταση, πολλώ δε μάλλον αντιπρόταση.
Το σχολείο είναι ένας θεσμός στον οποίο διαρκώς, κάθε ώρα και λεπτό, εμείς οι εκπαιδευτικοί αξιολογούμε τους μαθητές του. Θεωρούμε τους εαυτούς μας ικανούς να το κάνουμε. Την ίδια στιγμή, όμως, υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν ότι οι ίδιοι είναι πέραν και υπεράνω πάσης αξιολογήσεως, ότι δεν υπάρχει κανείς που να έχει τη δική τους αντικειμενικότητα και δικαιοκρισία για να τους κρίνει. Οι περισσότερες από τις αντιρρήσεις τους είναι προφάσεις εν αμαρτίαις. Οι εκπαιδευτικοί οι οποίοι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ως συνειδητοί λειτουργοί και συνεπείς επαγγελματίες εκτελούν με υπευθυνότητα τα καθήκοντά τους δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν. Αντιθέτως, πιστοποιώντας την ποιότητα του έργου και της προσφοράς τους μέσω της διαδικασίας της αξιολογήσεως, μπορούν από άλλη βάση, με ισχυρότερα και πειστικότερα επιχειρήματα να διεκδικήσουν τη μισθολογική τους αναβάθμιση, αλλά και σε επίπεδο γοήτρου να αποκτήσουν το χαμένο – εξαιτίας της ισοπεδώσεως – κύρος τους στην κοινωνία.
Το θέμα, όμως, τούτη τη στιγμή δεν είναι οι τεχνικές λεπτομέρειες της αξιολογήσεως, αλλά η αφετηριακή αποδοχή της σημασίας και της αναγκαιότητάς της, για να γίνουμε καλύτεροι οι ίδιοι, τα σχολεία μας και, άρα, οι μαθητές μας.
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι καθηγητής (ΠΕ01) Β/θμιας