Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ποδόσφαιρο, lifestyle, φασισμός και πολιτική

Δημοσίευση: 22 Μαϊ 2014 2:21 | Τελευταία ενημέρωση: 22 Σεπ 2015 15:51
* Του Δημήτρη Σακατζή, εκπαιδευτικού σε διαθεσιμότητα
Ο πρώτος γύρος των εκλογών τελείωσε, ο λαός εκφράστηκε και οι πολιτικοί με το βλέμμα στο δεύτερο γύρο προσπαθούν να τον ερμηνεύσουν. Τους βλέπεις στα τηλεοπτικά κανάλια να επιχειρηματολογούν,προκειμένου να πείσουν όσους ακόμη τους ακούν, για τα εκλογικά κέρδη του κόμματος που εκπροσωπούν. Τους βλέπεις να προσπαθούν να δώσουν εξηγήσεις για την αποχή και να καταδικάζουν γενικά και αόριστα το φασισμό.
Από δίπλα τους οι δημοσιογράφοι ενισχύουν ή αποδομούν τα επιχειρήματα τους, ανάλογα τον πολιτικό φορέα που αντικειμενικά υποστηρίζουν και στη συνέχεια καταδικάζουν και αυτοί το φασισμό. Πολλοί δε από τους δημοσιογράφους, πιστοποιούν με τον τρόπο αυτό την πολιτική τους νομιμοφροσύνη, ώστε στις επόμενες εκλογές να είναι οι ίδιοι υποψήφιοι.
Ο λόγος ρηχός, τα επιχειρήματα ακόμη πιο ρηχά. Την ποδοσφαιροποίησηκαι τη lifestyleεκδοχή της πολιτικής ζωής δεν την αγγίζουν γιατί εκεί «ψαρεύουν» ψήφους, που έχουν κατ’ αυτούς ηθική νομιμοποίηση σε αντίθεση με το φασισμό και τον τρόπο που εκπροσωπείται πολιτικά. Και όμως η κοινή συνισταμένη των πολιτών που επιλέγουν την αποχή ή που εκφράζονται επιλέγοντας ποδοσφαιρικούς και τηλεοπτικούς αστέρες ή που εκφράζονται επιλέγοντας το φασισμό είναι μία, η απέχθεια για τους πολιτικούς και τα κόμματα.
Η συζήτηση μεγάλη. Πολλοί θα πουν δεν μπορείς να συγκρίνεις την απολιτική στάση των πολιτών με το φασισμό. Συμφωνώ, δεν υπάρχει σύγκριση στα αποτελέσματα, αλλά υπάρχει κοινή αιτία που τα γεννά και εκεί πρέπει να εστιάσουμε. Ποια είναι αυτή; Μα η καθημερινότητα μας και ο φόβος, ο θυμός, το μίσος και η αδικία που αυτή γεννά.
Δεν μπορείς να ακούς τον ίδιο πολιτικό που κατηγορεί το φασισμό, να δέχεται να περνούν νόμοι με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, να μιλάει με μισαλλοδοξία εναντίον των μεταναστών και να απαγορεύει στα παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα και οι γονείς τους κατάγονται από άλλη χώρα να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια αναγνωρίζοντας το δίκαιο του αίματος. Τον πολιτικό δηλαδή ο οποίος σπέρνει το φόβο, το θυμό και το μίσος εναντίον των μεταναστών, βασικά συναισθήματα που οδηγούν στο φασισμό, να κατηγορεί τους πολίτες που επέλεξαν κάποιο άλλο πιο φασίστα από αυτόν.
Δεν μπορείς να ακούς τον ίδιο πολιτικό να μιλάει πριν τις εκλογές για όλους τους Έλληνες και μετά να διαμοιράζει το κράτος (θέσεις εργασίας, κρατικά κονδύλια) στην κομματική πελατεία και τα οικονομικά συμφέροντα που τον υποστηρίζουν. Δεν μπορείς να βλέπεις τον πολιτικό να μιλάει για αξιοκρατία ο οποίος όταν πέρασε στο Πανεπιστήμιο πρώτα εγγράφηκε στο κόμμα και μετά στη Σχολή, που εξελίχθηκε επαγγελματικά και κοινωνικά μέσω του κόμματος και που οι συμφοιτητές του που επέλεξαν την αυτόνομη επαγγελματική και κοινωνική πορεία είτε έφυγαν στο εξωτερικό για να καταξιωθούν, είτε παρέμειναν σε δεύτερο και τρίτο πλάνο παρότι είχαν περισσότερες ικανότητες από αυτόν.
Δεν μπορείς να βλέπεις αυτούς τους πολιτικούς, αυτό το πελατειακό κράτος και να μην φοβάσαι για το αύριο των παιδιών σου, να μην θυμώνεις για το σήμερα και να μην γεμίζεις μίσος από τις συνεχείς και επαναλαμβανόμενες αδικίες που υφίστασαι και βλέπεις να γίνονται δίπλα σου. Δεν μπορείς να βλέπεις το δημοσιογράφο, το δικαστή, τον αστυνόμο να υποστηρίζει αυτόν τον πολιτικό. Δεν μπορείς να ακούς ότι αυτό είναι σταθερότητα. Ποια σταθερότητα; Μα η σταθερότητα του φόβου, του θυμού, του μίσους και της αδικίας.
Οι πολιτικοί αυτοί σηκώνουν τώρα το δάχτυλο και δείχνουν τους πολίτες, αντί να κοιτάξουν στον καθρέφτη με τα μάτια της αυτοκριτικής. Αν το κάνουν, τότε θα δουν το αποκρουστικό είδωλο που κάνει τους πολίτες φασίστες και απολιτικούς.
Θα μπορούσαν βέβαια να ισχυριστούν πολλοί πως οι πολίτες δεν είναι άμοιροι ευθυνών. Ναι έτσι είναι. Όλοι είμαστε υπεύθυνοι για το πώς θα διαχειριστούμε το φόβο, το θυμό και την αδικία μας. Είμαστε υπεύθυνοι πρώτα να αναγνωρίσουμε την αιτία αυτών των συναισθημάτων. Είμαστε υποχρεωμένοι να μην σκύψουμε πειθήνια το κεφάλι, ούτε να αποσυρθούμε αλλά να προσπαθήσουμε να αντισταθούμε, όχι με αντίδρασηαλλά με συμμετοχή. Η αντίδραση έχει το χαρακτηριστικό του αντανακλαστικού όπου η οποιαδήποτε πράξη δεν είναι αποτέλεσμα σκέψης. Αντίθετα, η συμμετοχή είναι μια καθαρά έλλογη διαδικασία.Αντιδρώ ψηφίζοντας το φασισμό, μα ο φασισμός θα στερήσει κάποια στιγμή από εμένα και τα παιδιά μου την ελευθερία τους. Αντιδρώ με την αποχή ή την απολιτική ψήφο μου, μα αυτό δεν θα αλλάξει τα αίτια που με οδηγούν στην αντίδραση. Από την άλλη, μπορώ να συμμετέχω προσπαθώντας να αλλάξω τα αίτια του φόβου, του θυμού και της αδικίας μου. Προσπαθώ να διατυπώσω τη γνώμη μου, να εκθέσω τον εαυτό μου, όχι με την έννοια του εγωισμού αλλά με την έννοια της ευθύνης, να διαμορφώσω συμμαχίες πολιτικής σκέψης, να επηρεάσω και να επηρεαστώ, να έρθει στο προσκήνιο η πολιτική και όχι οι πολιτικοί. Αυτό βέβαια φαντάζει δύσκολο αλλά είναι το αυτονόητο που έχει καταντήσει να πιστεύουμε ότι είναι ουτοπικό. Σε τελική ανάλυση όμως, αν δεν ζήσουμε εμείς την ουτοπία μας πως θα γίνουμε πιστευτοί από τους άλλους;
Σε συνέχεια των παραπάνω πιστεύω πως σε αυτό το δεύτερο εκλογικό γύρο εμείς πρέπει να στείλουμε το μήνυμα στα κυβερνητικά κόμματα, να τα οδηγήσουμε στην απόσυρση και στη συνέχεια πάλι εμείς να προασπιστούμε τη δικαιοσύνη και την αξιοκρατία, την ισονομία και την ισοπολιτεία μαζί και απέναντι με τους νέους πολιτικούς σχηματισμούς που θα αναδειχθούν. Η διαφθορά και η πελατειακή σχέση δεν έχουν πολιτικό και ιδεολογικό χρώμα, αποτελούν ηθική κατάπτωση και αδικούν το σύνολο των πολιτών σε όποιο σημείο της ιδεολογικής κλίμακας και αν ανήκουν.