Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Προσωπογραφία της Λάρισας

Αδάμ Ανακατωμένος (1835-1904)

Η διαμονή ενός φιλοπάτριδος δημοσιογράφου στη Λάρισα.

Δημοσίευση: 15 Νοε 2015 8:34
Η υπογραφή του Αδάμ Ανακατωμένου σε συμβολαιογραφικό έγγραφο  © Γενικά Αρχεία του Κράτους / Αρχεία Νομού Λάρισας,  Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 002 [1882], αρ. 500 (1 Ιουλίου 1882). Η υπογραφή του Αδάμ Ανακατωμένου σε συμβολαιογραφικό έγγραφο © Γενικά Αρχεία του Κράτους / Αρχεία Νομού Λάρισας, Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 002 [1882], αρ. 500 (1 Ιουλίου 1882).

 

 

Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου

Ο Βλάσης Γαβριηλίδης, εκδότης των αθηναϊκών εφημερίδων «Ακρόπολις» και «Μη Χάνεσαι», τον περιέγραψε ως περιηγητή, δημοσιογράφο και «αρχαίο εραστή της νομισματολογίας και της αρχαιολογίας». Ο Αδάμ Ανακατωμένος γεννήθηκε το 1835 στο Μοναστήρι (Βιτώλια) το οποίο αποτελούσε το μεγαλύτερο κέντρο του ελληνισμού στη Δυτική Μακεδονία [1]. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος (γεν. 1798), υπήρξε αντιπρόσωπος μεγάλων οθωμανικών και ευρωπαϊκών εμπορικών οίκων με γραφεία στο Βουκουρέστι, στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Τα κυριότερα είδη που εμπορευόταν ήταν χαλιά, κουβέρτες, τσαρούχια και λοιπά είδη οικιακής χρήσης. Το 1850 εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Λάρισα όπου ίδρυσε εμπορικό μεσιτικό γραφείο. Φύσει εργατικός και φιλότιμος κατόρθωσε να αποκτήσει σημαντική περιουσία την οποία επένδυσε σε αγροκτήματα και αστικά ακίνητα τόσο στον Τύρναβο όσο και στη Λάρισα.

Ο Αδάμ Ανακατωμένος βοηθούσε τον πατέρα του στις εμπορικές του δραστηριότητες. Ως περιοδεύων αντιπρόσωπος παρατηρούσε καθημερινά τον δεσποτισμό και την τυραννία της οθωμανικής διοίκησης καθώς και τις καταπιέσεις και εξευτελισμούς που υφίσταντο οι κάτοικοι της υπαίθρου. Δεν άργησε να μετουσιωθεί σε έναν γνήσιο εκφραστή των εθνικών ιδεών, σε έναν ιδιότυπο σκαπανέα που με τα πύρινα άρθρα του επιζητούσε να αφυπνίσει τα πατριωτικά αισθήματα των απανταχού Ελλήνων για τις αλύτρωτες πατρίδες. Μετά τον θάνατο του πατέρα του στη Λάρισα (1869), ανέλαβε τη διαχείριση της πατρικής περιουσίας η οποία περιελάμβανε:

α) κτηματικές εκτάσεις στην περιοχή της Γιάννουλης, β) ένα οικόπεδο στον Τύρναβο [2], γ) ένα οικόπεδο στη συνοικία Σιτοπάζαρο της Λάρισας που βρισκόταν ανάμεσα από το πανδοχείο των κληρονόμων του Χατζή Ρετζέπ [3], την κατοικία του μετέπειτα δημάρχου της Λάρισας Χρήστου Γεωργιάδη, το οικόπεδο Γενησεβδά και το παντοπωλείο του Πέτρου Αντωνίου [4] και δ) ένα πανδοχείο και το παραπλεύρως ευρισκόμενο κατάστημα που βρισκόταν στην συνοικία Τουφεκτζή τσαρσί (περιοχή Φρουρίου) της Λάρισας. Τα δύο τελευταία βρισκόταν ανάμεσα στις ιδιοκτησίες του Μουσταφά Ελμάς, του Αζίζ εφένδη και τον μεγάλο δρόμο του παζαριού (στον αριθμό «8» της οδού το πανδοχείο και στον αριθμό «7» το κατάστημα). Το πανδοχείο (χάνι) είχε αναγερθεί το 1867 από τον Κωνσταντίνο Ανακατωμένο, σε οικόπεδο συνολικής εκτάσεως 501 τετραγωνικών πήχεων (σύμφωνα με τους οθωμανικούς τίτλους ιδιοκτησίας). Διέθετε δεκάδες δωμάτια, μεγάλους στάβλους, αποθήκες και πολλούς βοηθητικούς χώρους [5].

Με τα έσοδα από την ενοικίαση των κτημάτων, του καταστήματος και των πανδοχείων στη Λάρισα και στον Τύρναβο, χρηματοδότησε τις μετέπειτα περιηγήσεις του. Το 1870 επισκέφθηκε την Αίγυπτο στην οποία διέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ το 1874-1875 τον συναντούμε στην Κωνσταντινούπολη και στη Σμύρνη. Στις αρχές του 1877 επέστρεψε στη Λάρισα και σχεδόν αμέσως ξεκίνησε μία μεγάλη περιοδεία στη Θεσσαλία. Οι ιστορικές, γεωγραφικές, τοπογραφικές και εθνολογικές σημειώσεις του δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες στην ελληνόφωνη εφημερίδα «Σύλλογοι» του Βουκουρεστίου το 1878 [6] υπό τον τίτλο «Τα νέα όρια της Ελλάδος» [7].

Την ίδια χρονιά ξέσπασε η θεσσαλική επανάσταση και το μεγάλο πανδοχείο του Ανακατωμένου στη Λάρισα επιτάχθηκε από τον τουρκικό στρατό και χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας. Όταν αργότερα εγκαταλείφθηκε είχε καταστραφεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του. Την ημέρα της απελευθέρωσης της Λάρισας ο Ανακατωμένος βρισκόταν στo Μοναστήρι και επέστρεψε στη Λάρισα για να πραγματοποιήσει εκτεταμένες επισκευές στο πανδοχείο. Για την εξεύρεση των απαραίτητων χρημάτων αναγκάστηκε να πωλήσει τα κτήματά του στη Γιάννουλη και το κατάστημα που διέθετε στη Λάρισα. Το τελευταίο που είχε έκταση 150 τετραγωνικών πήχεων πωλήθηκε στις 1 Ιουλίου 1882 στον Λαρισαίο χρυσοχόο Στέργιο Μ. Σάπκα, έναντι 35 χρυσών οθωμανικών λιρών (965,50 δρχ.) [8]. Όμως από τον Απρίλιο του 1882 είχαν ξεκινήσει στην περιοχή του φρουρίου οι αρχαιολογικές ανασκαφές οι οποίες έφεραν στο φως πλήθος αρχαίων αγαλμάτων και ενεπίγραφων μαρμάρων [9]. Επομένως τα σχέδια του Αδάμ Ανακατωμένου για την επισκευή του πανδοχείου ματαιώθηκαν και αναγκάστηκε να δημοσιοποιήσει αγγελία για την πώλησή του [10].

Για την πώληση του πανδοχείου μεσολάβησαν τόσο ο αθηναίος εκδότης Βλάσης Γαβριηλίδης, όσο και ο βουλευτής της Λάρισας Ιωάννης Παπαδόπουλος. Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις το πανδοχείο αγοράσθηκε το 1886 από τον Λαρισαίο έμπορο Νικόλαο Παπακώστα [11]. Στις 11 Νοεμβρίου 1886 ο Παπακώστας προσέλαβε μηχανικό για την σύνταξη νέου τοπογραφικού σχεδίου. Σύμφωνα με την νέα μέτρηση η συνολική έκταση του οικοπέδου μέσα στο οποίο ήταν κτισμένο το πανδοχείο ήταν 1.165 τετραγωνικοί πήχεις, δηλαδή ήταν διπλάσια σχεδόν από αυτήν που έφερε ο οθωμανικός τίτλος ιδιοκτησίας (501 τετραγωνικοί πήχεις). Την ίδια ημέρα ο Νικόλαος Παπακώστας μεταβίβασε τα 2/3 εξ αδιαιρέτου στον έμπορο Αργύριο Διδίκα και τον ιατρό Αχιλλέα Λογιωτάτου (ανά 1/3 έκαστος), έναντι 2.000 δρχ., ενώ κράτησε το 1/3 εξ αδιαιρέτου στην ιδιοκτησία του [12]. Παράλληλα οι Διδίκας και Λογιωτάτου όρισαν ως πληρεξούσιό τους τον Παπακώστα «χορηγώντας την εντολήν και την δικαιοδοσίαν ίνα ενοικιάζη προς οιανδήποτε υφ’ οίους ούτος εγκρίνει όρους» [13], συστήνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μία άτυπη μετοχική εταιρία στην οποία ο κάθε συνέταιρος θα ελάμβανε το 33,33% του ετησίου μισθώματος, μετά την αφαίρεση των λειτουργικών ή άλλων εξόδων της επιχείρησης.

Μετά την πώληση του πανδοχείου ο Αδάμ Ανακατωμένος εγκατέλειψε οριστικά την Λάρισα και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη συνεχίζοντας τη εθνική του δράση για την αλύτρωτη Μακεδονία. Σύμφωνα με ατεκμηρίωτες πηγές, απεβίωσε στο Μοναστήρι (Βιτώλια) τις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα (1904). Ο άγνωστος στο ευρύ κοινό Αδάμ Ανακατωμένος δεν άφησε σημάδια από τη μακρόχρονη διαμονή του στη Λάρισα. Λες και ήταν θέλημα της μοίρας το πανδοχείο μετά του οικοπέδου, που ο ίδιος μεταβίβασε το 1886 στους Παπακώστα, Διδίκα και Λογιωτάτου στον λόφο του Φρουρίου, απαλλοτριώθηκε για τις ανάγκες του σχεδίου πόλεως ένα χρόνο αργότερα (1887). Τα ίχνη του μπορεί να χάθηκαν από τη Λάρισα, αλλά όχι από την ιστορία.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Φάρος της Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη), φ. 569 (25 Ιουνίου 1881).

[2] Το 1867 ο Κωνσταντίνος Ανακατωμένος είχε αναγείρει στο οικόπεδο ένα μεγάλο πανδοχείο (χάνι) για το οποίο ελάχιστα είναι γνωστά. Κατά την επανάσταση του 1878 καταλήφθηκε από τον τουρκικό στρατό και χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας.

[3] Γενικά Αρχεία του Κράτους / Αρχεία Νομού Λάρισας (ΓΑΚ/ΑΝΛ), Συμβολαιογραφικό αρχείο Αναστασίου Φίλιου, φκ. 011 [1883], αρ. 3673 (4 Νοεμβρίου 1883).

[4] ΓΑΚ/ΑΝΛ, Αρχείο Φίλιου, φκ. 020 [1886-1887], αρ. 10157 (27 Νοεμβρίου 1886).

[5] Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, Χάνια, πανδοχεία και ξενοδοχεία της Λάρισας 1423-1973, Θεσσαλονίκη 2015 (υπό έκδοση).

[6] Η εβδομαδιαία φιλολογική και εμπορική εφημερίδα «Σύλλογοι» εκδίδονταν επί δύο δεκαετίες (1873-1893) ταυτόχρονα στη Βράιλα, στο Βουκουρέστι και στο Γαλάτσι της Ρουμανίας.

[7] Το 1887 ο Ανακατωμένος εξουσιοδότησε τον φίλο του Τηλέμαχο Αναστασιάδη να επιμεληθεί την έκδοση της μελέτης σε ανεξάρτητο τόμο. Βλ. Αδάμ Κ. Ανακατωμένος, Τα νέα όρια της Ελλάδος, ήτοι Τοπογραφικαί και Εθνολογικαί σημειώσεις περί της Θεσσαλίας, Εν Αθήναις, 1887. Το 2004 ο Κώστας Σπανός επιμελήθηκε την επανέκδοση της μελέτης με σχόλια και διορθώσεις (Λάρισα 2004).

[8] ΓΑΚ/ΑΝΛ, Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 002 [1882], αρ. 500 (1 Ιουλίου 1882). Τον Απρίλιο του 1886 ο Στέργιος Μ. Σάπκας μεταβίβασε στον αδελφό του Κωνσταντίνο Μ. Σάπκα το ήμισυ εξ αδιαιρέτου του καταστήματος έναντι 400 δρχ. Βλ. ΓΑΚ/ΑΝΛ, Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 017 [1886], αρ. 5175 (3 Απριλίου 1886).

[9] «Γενομένων ανασκαφών, εν τω παρά την ακρόπολιν της Λαρίσσης πανδοχείω του κ. Αδάμ Ανακατωμένου, ευρέθησαν πολλά τεμάχια αγαλμάτων, επιγραφαί διάφοροι, θεμέλια ελληνικών και βυζαντινών ναών και πλείστα αγγεία αρχαιοτάτης εποχής». Βλ. Νέα Εφημερίς (Αθήνα), φ. 119 (3 Απριλίου 1882).

[10] Β. Γαβριηλίδης, «Ωραίον κτήμα εν Θεσσαλία», Μη Χάνεσαι (Αθήνα), τ. 3/260 (1882), σ. 6-7.

[11] Πωλητήριο αρ. 7001/1886 του συμβολαιογράφου της Λάρισας Παν. Σκαμβούγερα.

[12] ΓΑΚ/ΑΝΛ, Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 019 [1886], αρ. 5961 (11 Νοεμβρίου 1886).

[13] ΓΑΚ/ΑΝΛ, Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 019 [1886], αρ. 5962 (11 Νοεμβρίου 1886).