Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Η Λάρισα τον Οκτώβριο του 1912

* Παραμονές της Απελευθέρωσης της Ελασσόνας-Β'

Δημοσίευση: 12 Οκτ 2016 16:30
Το υπαίθριο Αρχαιολογικό Μουσείο στον χώρο δυτικά από το μπεζεστένι, όπως ήταν το 1917, πέντε χρόνια αργότερα από την περιγραφή που κάνει ο Τιμ. Αμπελάς. Φωτογραφία του Υπουργείου Πολιτισμού της Γαλλίας, από το αρχείο του Αχιλλέα Καλτσά Το υπαίθριο Αρχαιολογικό Μουσείο στον χώρο δυτικά από το μπεζεστένι, όπως ήταν το 1917, πέντε χρόνια αργότερα από την περιγραφή που κάνει ο Τιμ. Αμπελάς. Φωτογραφία του Υπουργείου Πολιτισμού της Γαλλίας, από το αρχείο του Αχιλλέα Καλτσά

Του Νικόλαου Αθ. Παπαθεοδώρου

nikapap@hotmail.com

Ολοκληρώνουμε σήμερα τις εντυπώσεις του δημοσιογράφου και λογοτέχνη Τιμολέοντα Αμπελά από την παρουσία του στη Λάρισα τις παραμονές του ελληνoτουρκικού πολέμου του 1912.

Γράφει:

«Η άφιξη του Αρχιστρατήγου διαδόχου στη Λάρισα, ντυμένου με την χακί στολή μετέδωσε ρίγη συγκινήσεως στα στρατεύματα. Όλοι πίστευαν ότι βρισκόμασταν στις τελευταίες ώρες πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών, από τη στιγμή μάλιστα που ο διάδοχος εγκατέστησε το προσωρινό στρατηγείο του έξω από την πόλη, στην Αβερώφειο Γεωργική Σχολή. Κάποιοι δημοσιογράφοι είχαν στήσει ενέδρα έξω από την Σχολή, περιμένοντας να δουν την πρώτη έξοδό του. Μάλιστα ο αρχιφύλακας της τιμητικής φρουράς του στρατηγείου, που κατά σύμπτωση εκείνη την ημέρα ήταν ο γιος μου[1], έφεδρος ανθυπολοχαγός του πυροβολικού, είχε παρακληθεί από κάποιον να του μεταδώσει ό,τι θα ήξερε γύρω από τον χρόνο αναχώρησης του διαδόχου και του στρατηγείου από την Αβερώφειο. Όμως η παράκληση αυτή ήταν μάταιη και δύσκολο να εκπληρωθεί, διότι κανείς πλην των ανθρώπων του επιτελείου μπορούσε να γνωρίζει κάτι θετικό για την αναχώρηση του στρατηγείου από την Σχολή. Πάντως τα γεγονότα έδειχναν ότι η παραμονή του διαδόχου στο προσωρινό κατάλυμά του θα ήταν βραχύτατη. Και πράγματι, στις 4 Οκτωβρίου ο διάδοχος μετέθεσε την έδρα του στρατηγείου στον Τύρναβο, πλησίον των ελληνοτουρκικών συνόρων[…].

Από την 4η Οκτωβρίου 1912 οι πεδιάδες της Λάρισας παρουσίαζαν ένα θέαμα που είναι δύσκολο να περιγραφεί. Στον δρόμο που ξεκινούσε από τη Λάρισα και οδηγούσε προς τον Τύρναβο διασταυρώνονταν μεγάλοι στρατιωτικοί σχηματισμοί, χιλιάδες εφοδιοπομπές, ιππείς, ποδηλατιστές και ατέλειωτα καραβάνια χωρικών των παραμεθόριων περιοχών. Η μεγάλη και ιστορική γέφυρα της Λάρισας στέναζε από το βάρος των διερχόμενων πολυβόλων και του μεγάλου πλήθους ενόπλων και αόπλων πεζών. Κοντά της πέρασα σχεδόν όλη την ημέρα και την νύχτα, παρακολουθώντας τους άνδρες που κατευθύνονταν στα πεδία των προβλεπόμενων μεγάλων μαχών. Η γέφυρα αυτή, ίσως η ευρύτερη και στερεότερη που υπήρχε στην παλιά Ελλάδα, φρουρούνταν από πολλές ημέρες, καθώς και όλες οι σιδηροδρομικές γέφυρες μεταξύ Αθηνών και Λάρισας από τον φόβο ανατίναξης από κατασκόπους. Γιατί η γέφυρα της Λάρισας ήταν η μοναδική που ένωνε την πόλη με την πεδιάδα που οδηγούσε στα σύνορα.

Το φρούριο της πόλεως που από καιρό ήταν κατεστραμμένο, κληροδότησε στη θέση όπου υψωνόταν μόνον το όνομά του και μερικούς ερειπωμένους τοίχους οι οποίοι συγκρατούσαν όγκους χώματος[2], πάνω στους οποίους κατά τις παραμονές του πολέμου γυμνάζονταν στρατιώτες στον οπτικό τηλέγραφο που είχε στηθεί εκεί. Κατά τις ημέρες εκείνες ο τηλέγραφος λειτουργούσε μέρα και νύχτα και αντάλλασσε μηνύματα με τους ελληνικούς σταθμούς στα σύνορα. Γύρω από το σημείο αυτό του λόφου ο φιλόκαλος έφορος των αρχαιοτήτων Θεσσαλίας κ. Αρβανιτόπουλος , αφού περισυνέλεξε τις διασκορπισμένες σε διάφορα σημεία της Λάρισας αρχαιότητες, είχε ιδρύσει το μοναδικό υπαίθριο αρχαιολογικό μουσείο της θεσσαλικής πρωτεύουσας. Κοντά σ’ αυτό υπήρχε παράπηγμα στο οποίο στεγαζόταν ελληνικό θέατρο, καθώς και τρία καφενεία, τα οποία δέχονταν νυχθημερόν τους πολυάριθμους περιπατητές και θεατές των στρατιωτικών κινήσεων στην θεσσαλική πεδιάδα. Από εκεί ψηλά, σαν σκοπιά, οι στρατιώτες που έφθαναν για πρώτη φορά στη Λάρισα, προσανατολίζονταν και πληροφορούνταν για την απόσταση των συνόρων από την Λάρισα και των ελληνικών και τουρκικών συνοριακών σταθμών. Το θέαμα από τη θέση αυτή είναι το μεγαλοπρεπέστερο απ’ όλα στη Θεσσαλία[3]. Από τη μια οι ευρύτατες θεσσαλικές πεδιάδες και η οφιοειδής πορεία του Πηνειού, από την άλλη οι οροσειρές του Ολύμπου και της Όσσας και οι κατάφυτες υπώρειές τους, από τις οποίες αρχίζει η είσοδος της θαυμάσιας φυσικής καλλονής των Θεσσαλικών Τεμπών, αποτελούν ένα σύνολο θαυμάσιου πανοράματος, πίσω από το οποίο οι θεατές φαντάζονταν την ύπαρξη του επικείμενου πολέμου.

Πάνω στη σκοπιά αυτή συναντούσα πολλούς επίστρατους που είχα γνωρίσει κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στη Λάρισα για δύο χρόνια ως Εφέτης[4] και κατά τις συχνότατες εκδρομές προς τα σύνορα και τα Τέμπη, όπου χρησίμευα σαν Σισερόνη Μπεδέκερ[5], όχι μόνο για τις τοποθεσίες που απολάμβαναν από κει ψηλά αλλά και του υπαίθριου αρχαιολογικού μουσείου, του οποίου είχα αποστηθίσει όλες τις επιγραφές. Για να ενθαρρύνω δε μερικούς επισκέπτες τους έδειχνα μία από τις επιγραφές γραμμένη πάνω σε μια σπασμένη στήλη στην είσοδο του μουσείου, από την οποία σωζόταν μία μόνον λέξη, η λέξη ΝΙΚΗ…. Προφανώς τα τέσσερα αυτά γράμματα ανήκαν σε κάποιο όνομα, (Νικήστρατος ή κάποιο άλλο) το οποίο αποκόπηκε κατά την συντριβή της στήλης. [...] Δεν ήταν όμως μόνον η ευοίωνη αυτή λέξη, η οποία διαβαζόταν μεγαλόφωνα από μερικούς επισκέπτες, αλλά και κάποιος δικέφαλος βυζαντινός αετός που βρέθηκε εκεί, αποσπασμένος από άλλη επιτάφια στήλη. Ο επιστάτης ή θυρωρός του μουσείου είχε τοποθετήσει τον δικέφαλο αετό σαν αέτωμα πάνω στην σπασμένη στήλη που έφερε την διακεκομμένη λέξη ΝΙΚΗ […].

Είχαμε αποφασίσει να παρακολουθήσουμε την εισβολή των ελληνικών στρατευμάτων με διόπτρες από το ψηλότερο σημείο της πόλεως, δηλαδή από την κορυφή του λόφου αυτού στον οποίο βρισκόταν ο οπτικός τηλέγραφος και το μουσείο. Ένας μάλιστα από την παρέα είχε προτείνει να ζητήσουμε την άδεια από τον Μουφτή της Λάρισας να μας επιτρέψει να παρακολουθήσουμε την εισβολή από την κορυφή του ψηλότερου μιναρέ της πόλεως[6].Αλλά μετά από δεύτερη σκέψη παραιτηθήκαμε από την σκέψη αυτή. Έτσι μείναμε στο καφενείο του Φρουρίου και πέρα από τα μεσάνυχτα συζητούντες…».

[1]. Ο γιος του συγγραφέα ονομαζόταν Δημήτριος Αμπελάς (1887-1973) σπούδασε στην Νομική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1909 και εν συνεχεία πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13.

[2]. Εκείνη την περίοδο ήταν ευρέως διαδεδομένη η εντύπωση ότι αυτό που εμείς ονομάζουμε σήμερα μπεζεστένι, δηλ. κλειστή τουρκική αγορά, ήταν υπολείμματα αρχαίου ή μεσαιωνικού φρουρίου. Είχαν διασωθεί μόνον οι τέσσερις τοίχοι του, όπως και σήμερα, ενώ το εσωτερικό του είχε από τον χρόνο γεμίσει με χώματα, τα οποία έφθαναν στο ύψος του όλου διασωθέντος κτίσματος. Η θέα από το σημείο εκείνο ήταν πανοραμική, γι’ αυτό και είχαν στήσει εκεί τον οπτικό τηλέγραφο.

[3]. Η θέα από την πλευρά αυτή προς τη θεσσαλική πεδιάδα, τον μεγαλοπρεπή Όλυμπο και την κωνική κορυφή της Όσσας είναι πέραν πάσης περιγραφής. Πολλοί ξένοι περιηγητές την έχουν εξυμνήσει όταν φιλοξενούνταν στην επισκοπική κατοικία ή οποία βρισκόταν στην βόρεια πλευρά του λόφου, δίπλα από τον ναό του Αγίου Αχιλλίου. Δυστυχώς όμως καμία δημοτική αρχή, παρά τις συχνές αναπλάσεις της περιοχής, όχι μόνον δεν έλαβε υπ’ όψη της το γεγονός αυτό, αλλά απεναντίας, όπως αναφέρει συχνά και ο φίλος Φώτης Ντάσιος, δημιούργησαν κατασκευές οι οποίες αποκρύπτουν την εκπληκτική θέα, όπως ο χώρος με τις προτομές και τις αναθηματικές στήλες, το Ηρώο και κυρίως το κέντρο Φρούριο, η παρουσία του οποίου σπιλώνει τον χώρο, ο οποίος λογικά πρέπει να αποδοθεί ολόκληρος στην αρχαιολογική υπηρεσία.

[4]. Ο Τιμολέων Αμπελάς θα πρέπει να υπηρέτησε Εφέτης στη Λάρισα από το 1895 έως τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 σύμφωνα με τα στοιχεία που αντλήθηκαν από το αρχείο του Ε.Λ.Ι.Α. (Ελληνικό Λαογραφικό Ιστορικό Αρχείο), το οποίο πριν λίγα χρόνια παραχωρήθηκε στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας (Μ.Ι.Ε.Τ.).

[5]. Ο Karl Baedeker(1801-1859)ήταν Γερμανός εκδότης, του οποίου η εταιρεία με το όνομα «Baedeker»είχε κυκλοφορήσει έγκυρους ταξιδιωτικούς οδηγούς για πολλά κράτη, προορισμένους για τουρίστες. Για την Ελλάδα είχε κυκλοφορήσει το 1913 ο «Οδηγός της Νέας Ελλάδος» σε μετάφραση του Τρύφωνα Ευαγγελίδη (1863-1941).

[6]. Θα εννοεί προφανώς τον μιναρέ του Γενί τζαμί, γιατί τα περισσότερα τζαμιά την περίοδο εκείνη είχαν ήδη κατεδαφισθεί.

Σχετικά Άρθρα