Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

ΤΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΛΟΥΤΡΟ (BUYUK HAMAM) ΤΗΣ ΛΑΡΙΣΑΣ

Δημοσίευση: 28 Νοε 2018 16:30
Ο τρούλος του Χαμάμ παραμένει ακέραιος παρά τον σεισμό και τους ανελέητους βομβαρδισμούς του 1941 που είχαν μετατρέψει τη Λάρισα σε ερείπια. Αντίγραφο από διεθνή δημοπρασία. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας Ο τρούλος του Χαμάμ παραμένει ακέραιος παρά τον σεισμό και τους ανελέητους βομβαρδισμούς του 1941 που είχαν μετατρέψει τη Λάρισα σε ερείπια. Αντίγραφο από διεθνή δημοπρασία. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας

Με την ευκαιρία της εκδήλωσης, η οποία πραγματοποιήθηκε στο καφέ-Χαμάμ της οδού Βενιζέλου το μεσημέρι της περασμένης Κυριακής, για την ιστορία και την ευοίωνη μελλοντική πορεία του Οθωμανικού μνημείου Buyuk Hamam και μετά τα τόσα ενδιαφέροντα μας ανέφεραν οι ομιλητές, κυρίες Κατερίνα Κόσσυβα και Σταυρούλα Σδρόλια και ο κ. Θεόδωρος Παλιούγκας, έρχεται και η στήλη αυτή να προσθέσει ένα ακόμα μικρό λιθαράκι ιστορικής μνήμης της πόλης.

- Ο δημοσιογράφος Κώστας Περραιβός (κρυμμένος κάτω από το όνομα "Ολύμπιος" κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, λόγω της προηγηθείσης βουλευτικής του ιδιότητας), διατηρούσε για πολλά χρόνια (1968-1981) στην εβδομαδιαία εφημερίδα "Λάρισα" και το 1982-1983 στην εφημερίδα "Ελευθερία", τη στήλη "Η Λάρισα που χάθηκε". Στα κείμενά του αυτά προβάλλει διάφορα ιστορικά στοιχεία της πόλης με έναν ιδιαίτερο προσωπικό τρόπο. Πολλές φορές τα κείμενα αυτά ήταν διανθισμένα με ανέκδοτες διασκεδαστικές ιστορίες προσώπων και γεγονότων που είχαν κάνει αίσθηση στην εποχή τους.

Σε ένα δημοσίευμά του αναφέρει ότι υπήρχε επί τουρκοκρατίας και ένα δεύτερο λουτρό, ειδικά για γυναίκες, πέραν του Μικρού (Κιουτσούκ) Χαμάμ στην περιοχή του ξενοδοχείου "Divani Palace" που αναφέρθηκε στην εκδήλωση. Η είσοδός του βρισκόταν επί της οδού Ερμού και εκτεινόταν επί της οδού Πανός, δρόμος ο οποίος επί τουρκοκρατίας δεν είχε ακόμη διανοιχθεί. Γράφει επί λέξει ο Κώστας Περραιβός[1]: "Στην αρχή-αρχή [της οδού Ερμού υπήρχε], στο αριστερό από την πλευρά της οδού Κύπρου, μια πελώρια είσοδος που οδηγούσε σε δημόσια λουτρά (χαμάμ). Προπολεμικά άκουσα από υπέργηρους Λαρισινούς ότι το χαμάμι αυτό ήταν αποκλειστικώς για τις γυναίκες, ενώ το άλλο που υπάρχει ακόμη πίσω από το εμπορικό κατάστημα των αδελφών Φάις[2], εξυπηρετούσε μόνον άνδρες και αποκλειστικά Τούρκους. Το γυναικείο χαμάμι εκτεινόταν μέχρι την οδό Πανός και την έφρασσε. Αυτός ο δρόμος δεν υπήρχε στον καιρό της τουρκοκρατίας και διανοίχθηκε κατά το 1883, μόλις άρχισε η εφαρμογή του σχεδίου πόλεως. Τη διάνοιξη διευκόλυνε μια πυρκαγιά η οποία αποτέφρωσε τα κτίσματα γύρω από το χαμάμι[3]. Ίσως η πυρκαγιά αυτή να μην ήταν τυχαία, όπως δεν ήταν τυχαία και μια άλλη που συνέβη το 1887 και επέτρεψε τη διάνοιξη της άλλοτε οδού Φαρσάλων και νυν Φραγκλίνου Ρούσβελτ. Πάντως η φωτιά άνοιξε την οδό Πανός και συνέβαλε στην ανάπτυξη της οδού σε εμπορικό δρόμο. Για την ιστορία πρέπει να σημειώσω ότι η είσοδος του γυναικείου χαμάμ ήταν εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το κοσμηματοπωλείο του Μίμη Σάπκα[4]. Όπως μου είπε ο ίδιος, όταν αγόρασαν το μαγαζί ο χώρος ήταν λιγότερος, γιατί υπήρχαν ακόμη τα μεγάλα τείχη του λουτρού από την μια και την άλλη μεριά. Όταν στα 1941 έγιναν οι πρώτοι μεγάλοι σεισμοί και σαρώθηκε η στέγη, ο Σάπκας αποφάσισε να το ανακατασκευάσει και γκρέμισε τα μεγάλα τείχη, έκτισε νέα και κέρδισε αρκετό χώρο".

-Ο κ. Θεόδωρος Παλιούγκας ανέφερε ότι μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας το 1881 στο ελληνικό βασίλειο, το Μεγάλο Λουτρό ουσιαστικά σταμάτησε να λειτουργεί και έκτοτε δεν χρησιμοποιήθηκε. Όμως λόγω της θέσεως του εδάφους των αιθουσών του σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με τον εξωτερικό χώρο, η θερμοκρασία μέσα σ' αυτό διατηρούνταν ακόμα και κατά τους καλοκαιρινούς μήνες πολύ χαμηλή. Με το πλεονέκτημα αυτό βρέθηκε να είναι για αρκετό χρονικό διάστημα, συγκεκριμένα μέχρι τη δημιουργία από τον Κωνσταντίνο Κατσαούνη του πρώτου Παγοποιείου στα Ταμπάκικα, αποθήκη χιονιού που το χρησιμοποιούσαν κατά τις ζεστές ημέρες του καλοκαιριού. Θα καταφύγουμε και πάλι στον Κώστα Περραιβό, ο οποίος γράφει σχετικά: "Αλλά δεν ήταν μόνο μολυσμένο το νερό[5], αλλά τα καλοκαίρια ήταν τόσο ζεστό, που δεν μπορούσε κανείς να το πιει παρά μόνον από ανάγκη. Και για να το δροσίσουν λίγο οι καψωμένοι Λαρισινοί, το μετάγγιζαν σε στάμνες και κανάτια που τη νύχτα τα άφηναν στα αυλές ή τα έδεναν και τα κατέβαζαν σε πηγάδια, εκεί όπου υπήρχαν τέτοια. Άλλος τρόπος δεν υπήρχε να δροσισθεί το νερό. Και το πηγάδι του Καστοριανού[6] το χρησιμοποιούσαν οι καταστηματάρχες της οδού Ερμού για να δροσίζουν το νερό που έπιναν. Έδεναν κανάτια με τριχιές και τα κατέβαζαν στο πηγάδι, όπου τα άφηναν κάποιες ώρες και δρόσιζαν. Αλλά τέτοια εποχή κατέβαζαν και καρπούζια, τα οποία τοποθετούσαν σε καλάθια και τα ανέσυραν το μεσημέρι που θα πήγαιναν στα σπίτια για φαί. Η ψύξη των καρπουζιών ήταν μια άλλη αφορμή για καυγάδες. Πολλοί πήγαιναν, ανέσυραν τα ξένα καρπούζια και τα πήγαιναν σπίτια τους. Όταν όμως καμιά φορά ανακαλύπτονταν οι δράστες των κλοπών, ξυλοφορτώνονταν άγρια από τα θύματά τους. Μόνον οι εύποροι μπορούσαν να προμηθεύονται χιόνι από το χαμάμι που βρίσκεται εκεί όπου σήμερα το κατάστημα Φάϊς. Στο χαμάμι αυτό αποθήκευαν χιόνι που έφερναν από τις κορυφές του Κισσάβου αγωγιάτες από τη Σπηλιά. Το χιόνι το τύλιγαν σε φτέρες για να μην λιώνει κατά τη διαδρομή και μέσα σε φτέρες το συντηρούσαν και στο χαμάμι. Το χιόνι διατίθεντο κυρίως για φάρμακο για όσους είχαν προσβληθεί από τύφο. Το έβαζαν σε σακούλες από λεπτό μουσαμά και το τοποθετούσαν στην κοιλιά του αρρώστου. Σε πολλές περιπτώσεις οι ασθενείς γλύτωναν τον θάνατο, αλλά η νόσος συνήθως τους άφηνε κουσούρια αθεράπευτα. Υπήρχαν όμως και οι παραλήδες, οι οποίοι ακριβοπλήρωναν για να προμηθευθούν χιόνι, το οποίο τοποθετούσαν μέσα σε καζάνια και στο κέντρο έβαζαν στάμνες"[7].

- Όταν η κ. Κατερίνα Κόσσυβα αναφέρθηκε στην ιστορία των ιαματικών λουτρών, συνειρμικά ήλθε στο μυαλό μου ένας δικός μας, ο λόγιος ιατρός (ιατροφιλόσοφος) Αλέξανδρος Ελλάδιος ο Λαρισαίος (Λάρισα 1686 - Ρωσία;), ο οποίος έφυγε από τη Λάρισα σε νεαρή ηλικία και περιπλανήθηκε σε πολλές χώρες (Κωνσταντινούπολη, Αγγλία, Γερμανία, Ρωσία) σπουδάζοντας και εργαζόμενος[8]. Το 1712 στο Karlsbad, το σημερινό Κάρλοβι Βάρι της Βοημίας, φημισμένη λουτρόπολη ακόμα και σήμερα, με τη μεσολάβηση του αρχίατρου της αυλής του συνάντησε τον Μ. Πέτρο της Ρωσίας, που είχε μεταβεί για την ετήσια λουτροθεραπεία του. Ο Ελλάδιος ζήτησε από τον Μ. Πέτρο την άδεια να αφιερώσει στην υψηλότητά του το έργο του "Status praesens Ecclesiae Graecae (Η ενεστώσα κατάστασις της Ελληνικής Εκκλησίας) γραμμένο στα λατινικά. Το βιβλίο του Αλέξανδρου Ελλάδιου ήταν ουσιαστικά η διδακτορική του διατριβή στο πανεπιστήμιο της Νυρεμβέργης και κυκλοφόρησε το έτος MDCCXIV (=1714). Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου προτασσόταν ένα θαυμάσιο πορτραίτο του τσάρου πασών των Ρωσιών Μ. Πέτρου, μαζί με μια θερμή αφιέρωση του Ελλάδιου. Η γνωριμία του τελευταίου μέσω των ιαματικών λουτρών του Karlsbad με την αυλή του τσάρου τον οδήγησε κατόπιν στη Ρωσία, όπου κατά περίεργο τρόπο χάθηκαν τα ίχνη του μεγάλου Λαρισαίου.

 [1]. Βλέπε: Ολύμπιος [Κώστας Περραιβός], Η οδός Ερμού, εφ. "Λάρισα", φύλλο της 9ης Ιουλίου 1973.

[2]. Εννοεί το Μεγάλο Λουτρό (Buyuk Hamam) όπου έγινε η εκδήλωση.

[3]. Αναφέρεται στη μεγάλη πυρκαγιά που έγινε το 1882 στην κεντρική περιοχή της Λάρισας Ξυλοπάζαρο. Η πυρκαγιά αυτή και η φοβερή πλημμύρα του Οκτωβρίου του 1883 "βοήθησαν" στην ταχύτερη έναρξη εφαρμογής του νέου Σχεδίου Πόλεως της Λάρισας.

[4]. Αναφέρεται στον παππού του σημερινού ιδιοκτήτη, ο οποίος φέρει το όνομά του, Δημήτριος Σάπκας.

[5]. Είναι γνωστός ο ανθυγιεινός τρόπος υδροδότησης πόσιμου νερού από τον Πηνειό την εποχή εκείνη, όταν και το νερό των πηγαδιών είχε κριθεί ακατάλληλο ως πόσιμο.

[6]. Υπήρχε στην περιοχή μεταξύ των οδών Ερμού και Πανός, εκεί που κατά το 1923 διανοίχθηκε η Στοά Κουτσίνα. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος, Η Στοά Κουτσίνα Α΄, εφ. "Ελευθερία", Λάρισα, φύλλο της 28ης Φεβρουαρίου 2018.

[7]. Βλέπε: Ολύμπιος [Κώστας Περραιβός), Ένα πηγάδι που έκανε… θαύματα, εφ. "Λάρισα", φύλλο της 13ης Αυγούστου 1973.

[8]. Αλέξανδρος Ελλάδιος ο Λαρισαίος. Διεθνής διημερίδα. Λάρισα, 4-5 Σεπτεμβρίου 1999, Πρακτικά. Επιμέλεια Βασίλειος Ν. Μακρίδης, έκδοση του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας, Λάρισα, 2003.

 

 

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

nikapap@hotmail.com