Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Ο Γρηγόριος Κωνσταντάς υπήρξε μαθητής στη Σχολή των Αμπελακίων;

- B' ΜΕΡΟΣ

Δημοσίευση: 31 Ιουλ 2019 15:59
Το κτίριο της Επισκοπής Πλαταμώνος και Λυκοστομίου στα Αμπελάκια όπως ήταν προπολεμικά, πριν τις σύγχρονες μεταπολεμικές «νεωτεριστικές» αλλοιώσεις Το κτίριο της Επισκοπής Πλαταμώνος και Λυκοστομίου στα Αμπελάκια όπως ήταν προπολεμικά, πριν τις σύγχρονες μεταπολεμικές «νεωτεριστικές» αλλοιώσεις

Β’. Ένα χρόνο αργότερα, το 1792, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς εκδίδει το βιβλίο του «Αι Επιστολαί Συνεσίου του Κυρηναίου», το οποίο αφιερώνει στον επίσκοπο Διονύσιο και στην προσφώνηση μεταξύ άλλων αναφέρει: «…Μισθός αρετής τούτο δη σοι το προσκομιζόμενον και χρέος απάντων χρεών δικαιότατον» και προς το τέλος υπογραμμίζει: «…ανέθηκα οφειλής έκτισιν, ου δώρον ποιούμενος»(10).

Στο κείμενο της προσφώνησης του Κωνσταντά προς τον Διονύσιο παρατηρούμε ότι υπάρχει κάποια οικειότητα, η οποία σου δημιουργεί την εντύπωση ότι κατά τη χρονολογία της συγγραφής της είχε προηγηθεί μεταξύ των δύο ανδρών επαρκής γνωριμία. Ο Κωνσταντάς φέρεται να είναι υποχρεωμένος στον επίσκοπο, προφανώς από κάποιες ευεργεσίες του, ώστε η αφιέρωση του βιβλίου του σ’ αυτόν να αποτελεί όχι μόνον δωρεά εκτίμησης, αλλά και εκδήλωση οφειλόμενης και ανεκπλήρωτης υποχρέωσης.

Γ’. Τον Ιούνιο του 1795, μόλις ο Κωνσταντάς είχε φθάσει στα Αμπελάκια και ενώ ο Διονύσιος δεν βρισκόταν στη ζωή, δημοσίευσε ένα έμμετρο υμνητικό επίγραμμα, αφιερωμένο «Εις την εικόνα Διονυσίου Πλαταμώνος επισκόπου»(11). Στο επίγραμμα αυτό ο συγγραφέας δεν φείδεται επαίνων για τον επίσκοπο, οι οποίοι προκαλούν εντύπωση, όταν γνωρίζει κανείς από το κείμενο της «Νεωτερικής Γεωγραφίας» τα αισθήματα απαξιώσεως του Κωνσταντά για τον ανώτερο κλήρο. Επομένως ή πρέπει ο Διονύσιος να αποτελεί κάποια εξαίρεση ή θα πρέπει ο συγγραφέας του επιγράμματος να τον είχε γνωρίζει από κοντά.

Δ’. Τον Ιούνιο του 1796 ο Κωνσταντάς έστειλε επιστολή από τα Αμπελάκια όπου βρισκόταν «Προς τους εντιμοτάτους κυρίους Δημήτριον και αδέλφια Μαμμάρα», στη Βιέννη. Μεταξύ των άλλων αναφέρει στην επιστολή του και τα εξής σημαντικά: «…ευρίσκομαι εις Αμπελάκια παρά τοις παλαιοίς φίλοις, ακολουθώντας το παλαιόν έργον της διδασκαλίας...»(12). Τα ίδια σχεδόν αναφέρει και σε άλλη επιστολή του από τα Αμπελάκια, με την ίδια χρονολογία «Προς τον εντιμότατον κυρ Ιωάννην Φρόνιμον», στη Βιέννη(13).

Λίγους μήνες μετά τον διορισμό του στη Σχολή των Αμπελακίων, ο Κωνσταντάς αναφέρει σε επιστολές του ότι βρέθηκε ξανά κοντά στους παλιούς του φίλους, με σκοπό να συνεχίσει το διδασκαλικό του έργο, όπως και παλιά. Αυτή η παράγραφος πιστεύεται ότι αποτελεί έμμεση ομολογία του αποστολέα της ότι είχε βρεθεί και παλαιότερα στα Αμπελάκια.

Έμμεσες ιστορικές πηγές. Οι πηγές αυτές προέρχονται από τον επίσκοπο Διονύσιο, και τους αδελφούς και ανεψιούς του, με τους οποίους ο Κωνσταντάς είχε προσωπική γνωριμία και διατηρούσε αλληλογραφία, ιδιαίτερα με τον Ελευθέριο. Κατά χρονολογική σειρά οι πηγές αυτές είναι οι εξής:

Α’. Το 1779 ο Διονύσιος έγραφε από τα Αμπελάκια στον επίσκοπο Λιτζάς και Αγράφων Διονύσιο, σε απάντηση μιας εκδούλευσης που του ζητήθηκε: «…και υπέρ ού ζητείς έγραψα τω εις Αούστριαν αδελφώ μοι Ελευθερίω και απόκρισιν έλαβα παρ' αυτού…»(14).

Τη χρονική περίοδο περί το 1779 ο αδελφός του επισκόπου Ελευθέριος βρισκόταν στην Αυστρία, πιθανότατα στη Βιέννη, εμπορευόμενος. Την ίδια περίοδο ο Κωνσταντάς είχε φύγει από τις Μηλιές και παρακολουθούσε διάφορες σχολές στον ελληνικό χώρο.

Β’. Επίσης το 1779 ο Σουηδός περιηγητής J. J. Bjornstahl, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Lund, επισκέφθηκε τα Αμπελάκια και γνωρίσθηκε με τον Νικόλαο Μιχαήλ, αδελφό του επισκόπου Πλαταμώνος(15). Μάλιστα αναφέρει ότι εντυπωσιάσθηκε από την πολύ καλή γνώση της γερμανικής, την οποία κατείχε ο Νικόλαος και την οποία απέκτησε από την παραμονή του στη Λειψία, εμπορευόμενος.

Γ’. Το 1784 ο Ελευθέριος Μιχαήλ υπήρξε χορηγός στην έκδοση της Ακολουθίας του Αγίου Ελευθερίου στη Λειψία. Είναι γνωστό ότι η κάρα του Αγίου Ελευθερίου ήταν θησαυρισμένη στη Μονή του Αγίου Κλήμεντος, η οποία βρίσκεται σε μικρή απόσταση από την Καρυά του Ολύμπου, υπαγόταν την περίοδο εκείνη στην επισκοπή Πλαταμώνος και Λυκοστομίου και από χρόνια τώρα βρίσκεται ανενεργή και εγκαταλειμμένη.

Δ’. Το 1792 ο Ελευθέριος Μιχαήλ βοήθησε και πάλι οικονομικά στην έκδοση του βιβλίου «Επιστολαί Συνεσίου του Κυρηναίου». Στην εισαγωγή του βιβλίου ο Κωνσταντάς μεταξύ άλλων σημειώνει : «…και συνδρομής εν μέρει των εντιμοτάτων κυρίου Ελευθερίου Μιχαήλ Ραψανιώτου και Αβραμίου Χατζή Δημητρίου Αμπελακιώτου …»(16).

Το βιβλίο αυτό είδαμε ότι ο Κωνσταντάς το αφιέρωσε με θερμότατα λόγια στον επίσκοπο Διονύσιο, ενώ ο αδελφός του επισκόπου Ελευθέριος υπήρξε χορηγός της έκδοσης, μαζί με έναν άλλο Αμπελακιώτη. Όλα αυτά σε μια εποχή όπου, με τα μέχρι σήμερα γνωστά, ο Κωνσταντάς δεν είχε επισκεφθεί τα Αμπελάκια.

Ε’. Στις 29 Απριλίου 1795 ο Ελευθέριος Μιχαήλ αποστέλλει από τη Ραψάνη επιστολή προς τον νεοαφιχθέντα στα Αμπελάκια Κωνσταντά, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει : «… Ήλθες, αλλά καλώς ήλθες, φθονώ αληθώς τους άλλους να εντρυφώσιν εις την χρυσήν σου συναστροφήν και ταλανίζω τον εμαυτόν μου ότι πολλά μοι τα αναχαιτίζοντα να έλθω, όχι τόσον από κλέπτας, όσον από τας εμπορικάς φροντίδας. Πότε όψομαί σε; …». Και τον αποχαιρετά : «Ο ως αδελφός σας αγαπητός Ελευθέριος Μιχαήλ»(17).

Η φιλική διατύπωση της επιστολής του Ελευθερίου Μιχαήλ, αδελφού του Διονυσίου, προς τον Γρηγόριο Κωνσταντά και ο αδελφικός χαιρετισμός του, τονίζει τη στενή φιλία των δύο ανδρών και υποδηλώνει τη μακροχρόνια προσωπική γνωριμία, πολύ πριν από τη χρονολογία αυτή.

Αναλύοντας προσεκτικά τα αναφερθέντα ιστορικά στοιχεία, καταλήγουμε σε ορισμένες ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις.

-- Η ακτινοβολία της προσωπικότητας του επισκόπου Διονυσίου είχε ξεφύγει από τα στενά όρια της επισκοπής του. Ήταν γνωστός και επαινέθηκε από όλους τους Έλληνες λογίους και εμπόρους, οι οποίοι διέμεναν στα μεγάλα πνευματικά και εμπορικά κέντρα της Ευρώπης (Βιέννη, Παρίσι, Λειψία, Βουκουρέστι και άλλες). Η εκτίμηση και ο σεβασμός που έτρεφαν προς αυτό έχει φθάσει μέχρι σήμερα σε μας από τις θερμές προσφωνήσεις και αφιερώσεις σε διάφορα βιβλία, όπως του Κωνσταντά στις «Επιστολές Συνεσίου του Κυρηναίου» το 1792 και του Αντωνίου Κουσκουρούλη, έμπορου από τη Λάρισα στο «Ψαλτήριον του Δαυίδ» το 1793.

--Εντυπωσιάζει ο άπειρος θαυμασμός, τον οποίο έτρεφε ο Γρηγόριος Κωνσταντάς για τον ιεράρχη, τον συγγενικό του περίγυρο και γενικά τα Αμπελάκια. Αντίθετα στα λίγα σωζόμενα γραπτά κείμενα του Διονυσίου δεν γίνεται καμία μνεία του Κωνσταντά, ίσως λόγω της διαφοράς ηλικίας μεταξύ των δύο ανδρών, καθώς η σχέση του ιεράρχη προς τον Κωνσταντά ήταν στην ουσία πατρική.

--Το 1796, ένα χρόνο μετά τον διορισμό του στο Ελληνομουσείο των Αμπελακίων, ο Κωνσταντάς έγραψε σε επιστολή του: «…ευρίσκομαι εις Αμπελάκια παρά τοις παλαιοίς φίλοις…». Στη φράση αυτή του Κωνσταντά μπορεί να δώσει κανείς δύο ερμηνείες. Η πρώτη, ότι ξανασυνάντησε στα Αμπελάκια ανθρώπους, τους οποίους είχε γνωρίσει παλαιότερα στις διάφορες χώρες όπου είχε ζήσει για αρκετά χρόνια και είχε συνδεθεί μαζί τους με φιλία. Η δεύτερη, ότι πριν από χρόνια είχε παραμείνει για κάποιο χρονικό διάστημα στα Αμπελάκια όπου γνώρισε πολλούς Αμπελακιώτες και τώρα ξαναβρέθηκε ανάμεσά τους. Από τη διατύπωση του Κωνσταντά πιο λογική φαίνεται η δεύτερη εκδοχή, ιδίως αν συνδυασθεί και με τις υπόλοιπες διαπιστώσεις.

-- Όλες οι γραπτές αναφορές του Κωνσταντά για τον επίσκοπο Διονύσιο αποπνέουν προσωπική γνωριμία. Η προσπάθεια ανταπόδοσης των ευεργεσιών και των οφειλών που είχε προς τον επίσκοπο είναι επαναλαμβανόμενη και διάχυτη στα κείμενά του. Αν αναλογισθούμε και την κολακευτική αναφορά για τον Διονύσιο στη «Νεωτερική Γεωγραφία», η σκέψη μας οδηγείται στην άποψη ότι οι δύο άνδρες πρέπει κάποτε να συναντήθηκαν. Η συνάντησή τους θα έγινε πριν από τον Ιανουάριο του 1794, χρονολογία θανάτου του επισκόπου και είναι δύσκολο να πραγματοποιήθηκε σε ξένες χώρες όπου είναι γνωστό ότι βρέθηκε ο Κωνσταντάς, καθώς δεν έχουμε μαρτυρίες μακροχρόνιας απουσίας του Διονυσίου από την επισκοπή του. Επομένως θα πρέπει να γνωρίσθηκαν στα Αμπελάκια, όπου ήταν η έδρα της επισκοπής Πλαταμώνος. Επί πλέον οι στενότατοι δεσμοί του Κωνσταντά με τους αδελφούς του επισκόπου και ιδίως με τον Ελευθέριο, φαίνεται να είναι απόρροια οικογενειακής γνωριμίας. Επομένως η πιθανή παρουσία του Κωνσταντά εδώ δεν μπορεί να έχει άλλη εξήγηση εκτός από τη φοίτησή του στο Ελληνομουσείο που είχε αναμορφώσει ο Διονύσιος.

Τα συμπεράσματα αυτά βασίζονται όλα σε γραπτές και ως εκ τούτου αξιόπιστες μαρτυρίες, οι οποίες όμως μπορεί να επιδέχονται διαφορετικές ερμηνείες. Για να επιβεβαιωθούν πλήρως θα πρέπει να βρεθούν επαρκή ιστορικά στοιχεία, τα οποία θα τα επαληθεύουν. Μέχρι στιγμής δεν έχουν αποκαλυφθεί. Ως τότε, η αμφιβολία θα παραμένει: Υπήρξε ο Κωνσταντάς μαθητής στη Σχολή των Αμπελακίων;

---------------------------------------

(10). Αι Επιστολαί Συνεσίου του Κυρηναίου , ό.π. σελ. γ’-δ’.

(11). Καμηλάρις Ρήγας. Γρηγορίου Κωνσταντά. Βιογραφία-Λόγοι-Επιστολαί, ο. π. σελ. 125.

(12). Καμηλάρις Ρήγας. Γρηγορίου Κωνσταντά. Βιογραφία-Λόγοι-Επιστολαί, ο. π. σελ. 112.

(13). Καμηλάρις Ρήγας. Γρηγορίου Κωνσταντά. Βιογραφία-Λόγοι-Επιστολαί, ο. π. σελ. 114.

(14). Ιωάννου Οικονόμου Λαρισσαίου. Επιστολαί διαφόρων. Φιλολογική παρουσίαση: Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Αθήνα (1964) σ. 204.

(15). J. J. Bjornstahl. Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας. 1779. Μετάφραση-Προλεγόμενα-Σημείωσες: Μεσεμβρινός. Θεσσαλονίκη (1979) σελ. 125, 130, 132, 138.

(16). Αι Επιστολαί Συνεσίου του Κυρηναίου, σελ. στ’.

(17). Ιωάννου Οικονόμου Λαρισσαίου. Επιστολαί διαφόρων, σελ. 30-31.

Από τον Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

nikapap@hotmail.com

Σχετικά Άρθρα