Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Η Ξένη Ματούση ως ζωγράφος

Δημοσίευση: 23 Οκτ 2019 15:02

Σε προηγούμενο κείμενό μας[1] περιγράψαμε ακροθιγώς την οικογένεια του Νικολάου Ματούση. Μεταξύ των άλλων αναφέραμε κάποια βιογραφικά στοιχεία της Ξένης Ματούση και δημοσιεύσαμε και ένα μαθητικό πορτρέτο της. Στο σημερινό κείμενο θα αναφερθούμε αποκλειστικά στην καλλιτεχνική διαδρομή της κόρης του Νικ. Ματούση και θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε χαρακτηρολογικά στοιχεία της ψυχοσύνθεσής της, βασισμένοι σε περιγραφές ατόμων που τη γνώρισαν από κοντά και συνδέθηκαν φιλικά μαζί της.


«Είν’ ένας δρόμος … όπου στο τέρμα του ορθώνεται ένα σπίτι που το χάιδευαν τα μάτια μας, το εξέταζαν, από πάντα. Ένα σπίτι σαν αποτραβηγμένο στην ομορφιά του, στην αυταρέσκεια και στους στοχασμούς του. Και ειν’ ετούτο μονάχα το σπίτι που σε σταματά να το κοιτάξεις, να ρωτήσεις για τους ενοίκους του τους αλλοτινούς… ετούτο άστραφτε σαν άγαλμα! Πεντελικά τα μάρμαρά του και ολόκληρη η μεγάλη σκάλα που φέρνει από την αυλή στο σπίτι, από μάρμαρο… Τέλειες οι αναλογίες του. Βεράντες και παράθυρα, οι όγκοι, οι γραμμές του, με μια συμμετρία… είπαν πως είναι στυλ Μπάουχάους». Έτσι περιγράφει το σπίτι της οικογένειας Ματούση η Βασιλική Παπαγιάννη[2].
Από τον γάμο τους το 1926, ο Νικ. Ματούσης και η Σοφία Μπαλοδήμου απέκτησαν το 1927 το μοναδικό παιδί τους, την Ξένη. Κατά την περίοδο της κατοχής φοιτούσε στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου Θηλέων της Λάρισας και καθώς η προδοτική δράση του πατέρα της υπόβοσκε στην κοινωνία της πόλης, έφθαναν στ’ αυτιά της στην ευαίσθητη αυτή ηλικία, άσχημες ειδήσεις γι’ αυτόν. Ήταν ήδη αρκετά μεγάλη για να καταλαβαίνει τον λόγο της περιθωριοποίησης από πολλές φίλες της. Με την αποχώρηση των Γερμανών η οικογένεια χώρισε. Ο πατέρας, φοβούμενος ότι οι συνέπειες της δράσης του κατά την κατοχή θα τον οδηγούσαν στη φυλακή ή στο απόσπασμα, κατέφυγε στη Ρουμανία, ενώ η ίδια και η μητέρα της μετακόμισαν στην Αθήνα. Με μεγάλες στερήσεις και κάτω από τη μητρική φροντίδα, η Ξένη σπούδασε γαλλικά και πήρε μαθήματα ζωγραφικής. Κάποια στιγμή ήλθε η ώρα να ανοίξει τα φτερά της και ακολουθώντας το καλλιτεχνικό της πεπρωμένο πήγε γύρω στο 1952 στην Ιταλία και σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Ρώμης, ζητιανεύοντας για την επιβίωσή της. Στη Ρώμη δεν έμεινε πολύ. Μια υποτροφία της Σχολής την έστειλε στην Ανωτάτη Εθνική Σχολή Cambre των Βρυξελλών, κοντά στον μεγάλο ζωγράφο Paul Delvaux[3]. Αυτός τη δίδαξε συστηματικά, την προώθησε καλλιτεχνικά και πρέπει τελικά η Ξένη να είχε γίνει μία από τις μούσες του. Τη γνώρισε σε σπουδαίους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών του Βελγίου και έπειτα από προτροπή του, δούλεψε για αρκετό διάστημα σε πύργο Βέλγου ευγενούς, όπου φιλοτέχνησε τις προσωπογραφίες της οικογένειας των ιδιοκτητών του πύργου. Στα επτά χρόνια σπουδών της κοντά στον Delvaux, η Ξένη έζησε μεγάλη ζωή με ελευθεριότητα, παρά τις συντηρητικές ιδέες της εποχής και η Βασιλική Παπαγιάννη γι’ αυτό το διάστημα ποικίλλει τον μυθιστορηματικό βίο της με κάποιους ξένους εραστές, ακόμη και με τον πλατωνικό έρωτα μ’ έναν Εβραίο[4].
Γύρω στα 1960, ολοκληρωμένη ζωγράφος πλέον, επέστρεψε στην Ελλάδα. Βρήκε τη μητέρα της και έζησαν για μικρό διάστημα στην Κόρινθο, στην αδελφή της Σοφίας. Από πληροφορίες φιλικών της προσώπων μαθαίνουμε ότι αυτό το διάστημα δίδαξε για ένα χρόνο στη Σχολή Βακαλό στην Αθήνα και έκανε ατομική έκθεση στο Σκυλίτσειο Μέγαρο στον Πειραιά.
Το 1965 με τη μεσολάβηση του τότε υπουργού Εξωτερικών Σταύρου Κωστόπουλου[5] κατάφερε να χορηγηθεί στον Ματούση άδεια επιστροφής στην Ελλάδα. Ήλθε στη Λάρισα και περί το 1980 ανάγκασε μητέρα και κόρη να επιστρέψουν και αυτές στη Λάρισα και να ζήσουν μαζί του. Όμως οι κάτοικοί της δεν ξέχασαν ποτέ τη διαγωγή του Ματούση και μέχρι τον θάνατό του έζησε στο περιθώριο της τοπικής κοινωνίας. Η Σοφία έπασχε από σοβαρά ψυχιατρικά προβλήματα, είχε κλειστεί στο σπίτι, δεν έβγαινε καθόλου έξω και το 1984 πέθανε. Από την άλλη, η Ξένη, μια όμορφη και χαρισματική φυσιογνωμία, δίδαξε για ένα μικρό διάστημα στο Γαλλικό Ινστιτούτο και προσπάθησε να εργασθεί και σε άλλες θέσεις χωρίς επιτυχία. Η αντεθνική δράση του πατέρα της κατά την κατοχή σιγά-σιγά μετάλλασε το θυμικό της και αυτό τη συγκλόνιζε βαθύτατα.
Η Φανή Καράτζου, μία από τις στενές φίλες της, την περιγράφει ως εξής: «Τη γνώρισα το 1980 μέσω του Λεωνίδα Τζημοζιώγα. Ήταν ένα καλομαθημένο άτομο λόγω ανατροφής και εκλεκτική, μια εντυπωσιακή προσωπικότητα. Είχε ένα λαμπερό βλέμμα και μια ποιότητα σκέψεως, αλλά ανοικτή μόνον σε λίγους ανθρώπους. Ήταν ένα φωτεινό άτομο, το οποίο όμως με τον καιρό μαράζωνε. Αντιπαθούσε τους γκαλλερίστες και πίστευε ότι ο ίδιος ο καλλιτέχνης θα έπρεπε να συνδιαλέγεται με τους αγοραστές. Ζωγράφιζε ακατάπαυστα μέρα-νύχτα και δεν υποβάθμιζε την τέχνη της».
Πολλοί φιλότεχνοι Λαρισαίοι, οι οποίοι ήταν ενήμεροι της καλλιτεχνικής της αξίας, ενδιαφέρθηκαν να αγοράσουν έργα της, οι τιμές όμως που ζητούσε ήταν απαγορευτικές, με αποτέλεσμα οι πίνακές να παραμένουν απούλητοι. Η Μαρία Τσάτσου[6] γράφει το 1970 για την Ξένη Ματούση: «Η τέχνη της ήταν ένα αβίαστο ξεδίπλωμα μιας καταπιεσμένης ψυχής. Η θητεία της στη φλαμανδική τέχνη τής χάρισε τη λατρεία της λεπτομέρειας στα πορτραίτα. Οι απόψεις των πόλεων και των λιμανιών που ορθώνονται σαν ερείπια ενός κόσμου νεκρού, εναλλάσσονται με την ήρεμη εσωτερικότητα των σοφά δουλεμένων πορτραίτων της. Η Ξένη ονειρεύεται μέσα σ’ έναν δικό της χρωματικό κόσμο. Δεν μεταχειρίζεται λάδι για τα έργα της, αλλά όπως οι βυζαντινοί χρησιμοποιεί τον κρόκο του αυγού και μ’ αυτόν αναμιγνύει τα χρώματά της. Με τον τρόπο αυτό πετυχαίνει νέα χρωματικά αποτελέσματα. Μας δείχνει έναν κόσμο απελευθερωμένο από την ύλη και περισσότερο πνευματικό. Δεν κάνει αφηρημένη τέχνη. Η ζωγραφική της είναι αφαιρετική».
Λίγα χρόνια πριν τον θάνατό της εμφανίστηκαν και στην ίδια βαρύτατα ψυχολογικά προβλήματα. Ο θάνατος της μητέρας της, τα γλίσχρα οικονομικά του σπιτιού και ο εξαναγκασμός του πατέρα της να ξαναγυρίσουν στη Λάρισα, της αλλοίωσαν την προσωπικότητά της. Γυρνούσε μόνη στους δρόμους σε αλλοπρόσαλλες ώρες, δεν εύρισκε ανθρώπους να μιλήσει και κυκλοφορούσε σαν «αερικό». Η πενία της οικογένειας την οδήγησε σε υποσιτισμό. Η Ρόδω Ράπτου, που ο Ματούσης τής στέρησε την αγκαλιά του άνδρα της[7], έστελνε τακτικά φαγητό για να τρέφεται. Τι μεγαλείο ψυχής έκρυβε αυτή η γυναίκα!
Πάνω σ’ όλα αυτά, η Ξένη διαπίστωσε ότι έπασχε από καρκίνο του μαστού. Αδιαφόρησε για την υγεία της, υπέμενε μοιρολατρικά την πάθησή της, καθώς ζούσε σ’ έναν φανταστικό κόσμο που είχε πλάσει, και όταν έφθασε στα τελευταία της τη μετέφεραν στο Θεαγένειο Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης σε άθλια κατάσταση. Πέθανε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1985, σε ηλικία 58 ετών[8].

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

[1]. Βλέπε: Παπαθεοδώρου Νικόλαος. Η οικογένεια Νικ. Ματούση, στο Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα-Β΄, Λάρισα (2018) σελ. 47-50.
[2]. Παπαγιάννη Βασιλική, Ξένη, Αθήνα (1999) σελ. 11-12. Το σπίτι αυτό, όπως και τόσα άλλα της Λάρισας, κτίστηκε το 1938 από τον αρχιτέκτονα Ελευθέριο Κολονέλο και διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση από τους νέους ιδιοκτήτες του μέχρι και σήμερα.
[3]. O Paul Delvaux (!897-1994) ήταν σπουδαίος Βέλγος καλλιτέχνης. Έγινε γνωστός για τις ελαιογραφίες του, οι οποίες συνδυάζουν σουρεαλιστικά στοιχεία με κλασικές μορφές. Στα έργα του επαναλαμβανόμενο θέμα είναι γυμνές γυναίκες περιπλανώμενες σιωπηλά, έχοντας ως φόντο κλασικά κτίρια, σιδηροδρομικούς σταθμούς και άλλα τοπία.
[4]. Θεοδοσοπούλου Μάρη, Η άλλη Ξένη. Κριτικό σημείωμα για το βιβλίο της Βασιλικής Παπαγιάννη στην εφημερίδα «Το Βήμα», στο φύλλο της 21ης Νοεμβρίου 1999.
[5]. Η Ξένη είχε γνωρίσει στο Βέλγιο την κόρη του Σταύρου Κωστόπουλου και όταν επέστρεψαν στην Αθήνα διατήρησαν τις φιλικές τους σχέσεις. Η Ξένη βρήκε την ευκαιρία, όταν ο πατέρας της φίλης της έγινε υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου, και ζήτησε να μεσολαβήσει ώστε να επιστρέψει ο Νικόλ. Ματούσης στην Ελλάδα χωρίς ποινικές ευθύνες.
[6]. Τσάτσου Μαρία, Ο εμπρεσιονισμός της Ξένης Ματούση, εφ. «Σημερινά», Αθήναι, φύλλο της 3ης Ιουνίου 1970
[7]. Ο Νικ. Ματούσης με τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» συνέλαβε τον γιατρό Νίκο Ράπτη μαζί με πολλούς άλλους Λαρισαίους επιστήμονες και τον έστειλε όμηρο για τρία χρόνια στην Ιταλία.
[8]. Θα ήθελα να ευχαριστήσω την Αριστέα Μπέσιου, τον Λεωνίδα Τζημοζιώγα και πολλούς άλλους, οι οποίοι μου αποκάλυψαν τις αναμνήσεις από τη γνωριμία τους με την Ξένη. Ιδιαίτερα όμως θέλω να ευχαριστήσω την Φανή Καράτζου, η οποία ήταν η μόνη η οποία προσφέρθηκε άμεσα και με πολύ ευγενικό τρόπο να με δεχθεί στο σπίτι της για να θαυμάσω από κοντά τα έργα της Ξένης.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

Gallery άρθρου