Εκτύπωση αυτής της σελίδας

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ

Νικόλαος Γεωργιάδης (1833-1923)

Αναμνήσεις από την παραμονή του στη Λάρισα το 1875-1877 (Α’ μέρος)

Δημοσίευση: 26 Ιουλ 2020 19:30
Ο Νικόλαος Γεωργιάδης © Θεσσαλικά Χρονικά (Αθήνα 1965), σ. 46 Ο Νικόλαος Γεωργιάδης © Θεσσαλικά Χρονικά (Αθήνα 1965), σ. 46

Συμμαθητής του τέως πρωθυπουργού Χαρίλαου Τρικούπη και πολλών άλλων προσωπικοτήτων της εποχής, ο Νικόλαος Γεωργιάδης υπήρξε αναμφίβολα μία εμβληματική μορφή της Θεσσαλίας στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.

Γεννήθηκε στην Πορταριά του Πηλίου (κατ’ άλλους στη Μακρυνίτσα) και έλαβε το πτυχίο του ιατρού από την Ιατρική σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου (Αθήνα). Στη συνέχεια πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Μόναχο της Γερμανίας. Εργάστηκε στον Βόλο, στη Θεσσαλονίκη και στη Λάρισα. Διετέλεσε δημοτικός σύμβουλος και δήμαρχος Παγασών (Βόλου) από το 1899 έως το 1907, ενώ εκλέχθηκε και δύο φορές βουλευτής.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Λάρισα (μεταξύ των ετών 1875 – 1877) συνέγραψε το πόνημά του «Η Θεσσαλία», το οποίο αφιέρωσε στη σύζυγό του Αννέτα Μαυρουδή [1] την οποία είχε νυμφευθεί την ίδια περίοδο. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1880 [2] και επανεκδόθηκε το 1894 [3]. Ο λόγιος ιατρός περιγράφει την πόλη, στην οποία εξάσκησε την ιατρική για δύο χρόνια και οι περιγραφές του προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση. Αποσπάσματα από αυτές παραθέτουμε στη συνέχεια:
[...] Η δε σημερινή πόλις [Λάρισα], ούσα πρωτεύουσα της Θεσσαλίας, είνε συγχρόνως και η πολυπληθεστέρα, πλουσιωτέρα και εμπορικωτέρα πόλις αυτής. Κειμένη κατά τον Πουκεβίλ, υπό τον ωραιότατον ουρανόν της γηραιάς Ευρώπης, περιβαλλομένη υπό του ευφορωτάτου Θεσσαλικού πεδίου, διαπνεομένη υπό της εκ του Ολύμπου καταφερομένης αύρας και επισκιαζομένη υπό των κορυφών της Όσσης, διαρρεομένη δε υπό των υδάτων του αργυροδίνου Πηνειού ηδύνατο η πόλις αύτη να ήνε μία των καλλίστων πόλεων της Ευρώπης, αν προς την φύσιν επήρχετο συνεπίκουρος ο νεώτερος πολιτισμός και η νεωτέρα βιομηχανία. Και διατηρείται μεν και σήμερον η καλλονή της περιβαλλούσης αυτήν φύσεως και σπανίως δύναται τις να επιτύχη θελκτικωτέρου και μαγευτικωτέρου ορίζοντος του εκ της ακροπόλεως της Λαρίσσης αναπτυσσομένου υπό τα όμματα των θεατών, αλλ’ αι εύκτισται οικίαι και αι δενδρόφυται πλατείαι και τα γυμνάσια και τα ιπποδρόμια δεν παρατηρούνται εν τη πενιχρά και ακαθάρτω σημερινή πόλει.
Την θέσιν των τελευταίων κατέχουσιν ελώδεις και βορβορώδεις εκτάσεις, αποπνέουσαι την νόσον και την καχεξίαν εις τους περιοίκους. Πλινθόκτιστοι δε και πενιχραί οικίαι, κείμεναι επί στενών και σκολιών οδών, αποτελούσι την σημερινήν πόλιν, της οποίας ο πληθυσμός, συνιστάμενος εξ Οθωμανών, Ελλήνων και Ιουδαίων, ανέρχεται εις 20.000 περίπου. Και ο μεν τουρκικός πληθυσμός, ών πρότερον πολυπληθέστερος, ως εικάζεται εκ πολλών τζαμίων, ευρισκομένων νυν εν χριστιανικαίς συνοικίαις, αριθμοί σήμερον 12.000 ψυχάς, υπερτερών ούτω και νυν τον πληθυσμών των δύο άλλων φυλών. Αλλά και κατά τον πλούτον υπερτερούσιν οι Τούρκοι, και πολλοί τούτων είνε μεγάλοι γεωκτήμονες. Άλλοι δε μη έχοντες ιδιοκτησίας διατελούσιν εις δημοσίας θέσεις, ολίγοι δε τινές μετέρχονται τέχνας και εμπόριον.
Τα εν Λαρίσση τουρκικά τεμένη είνε 27, των οποίων οι λευκοί μιναρέδες εμποιούσιν ευχάριστον εντύπωσιν εις τον μακρόθεν θεώμενον την Λάρισαν και τινά μεν τούτων ιδρύθησαν εκ θεμελίων μετά την κατάκτησιν, εκ λίθων αρχαιοτέρων κτιρίων, έτερα δε τινά μετεποιήθησαν εκ χριστιανικών ναών. Διό και εις άπαντα σχεδόν ανευρίσκονται σπόνδυλοι κιόνων, κιονόκρανα και μάρμαρα μεγάλα, αποτελούντα και νυν το κρηπίδημα των τουρκικών τεμενών. Εν τισί δ’ αυτών παρατηρούνται εισέτι οι πράσινοι εκείνοι Ατρακηνοί κίονες οι τόσω περιζήτητοι κατά την Βυζαντινήν εποχήν, ως λόγου χάριν, κατά το υπερκείμενον του Πηνειού τέμενος του Χασάν Βέη παρατηρούνται τέσσαρες τοιούτοι και είς τινά άλλα. Ο τουρκικός πληθυσμός της Λαρίσσης διατελεί εις μεγάλην αμάθειαν, και μόνον εσχάτως ελήφθη μικρά πρόνοια περί βελτίονος εκπαιδεύσεως των τε αρρένων και των κορασίων διά της ιδρύσεως σχολείου τουρκικού (εν ώ διδάσκονται στοιχεία Ιστορίας, Γεωγραφίας και Αριθμητικής), και αναλόγου παρθεναγωγείου.
Ο δε ελληνικός πληθυσμός, συνοικισθείς ενταύθα κατά το πλείστον εκ των Αγράφων, του Ολύμπου και της Όσσης και τινών άλλων μερών, αναβαίνει εις 6.000, κατοικών εις πέντε κεχωρισμένας συνοικίας, εξ ών αι μεν τέσσαρες κείνται πέριξ των τουρκικών εν τη δεξιά όχθη του Πηνειού, η δε πέμπτη κείται επί της αριστεράς όχθης, ενουμένη μετά της λοιπής πόλεως διά δωδεκατόξου γεφύρας, κτίσματος βυζαντινού, ανακαινισθέντος υπό του Χασάν Βέη, υιού του Τουραχάν Βέη, κατά τινά εν τω ομωνύμω τεμένει σωζομένην τουρκικήν επιγραφήν. Εκάστη δε των ελληνικών συνοικιών έχει από τινός χρόνου ίδιον ναόν και αλληλοδιδακτικόν σχολείον και πάσαι ομού κοινόν παρθεναγωγείον και ελληνικόν σχολείον. Κατά δε το 1873 οι Λαρισσαίοι, καταληφθέντες υπό αιφνιδίου ενθουσιασμού, υπεκκαιομένου και υπό του τότε αρχιερατεύοντος Ιωακείμ, χωρίς να αναμετρήσωσι τας χρηματικάς δυνάμεις των και τας λοιπάς προς τούτο απαιτουμένας περιστάσεις, προέβησαν εις οικοδομήν γυμνασίου. Αλλ’ ο ενθουσιασμός ταχέως παρήλθε, τα μέσα εξηντλήθησαν, το δε κτίριον έμεινεν ημιτελές, δείγμα της επιπολαίου σκέψεως και της έτι επιπολαιοτέρας αποφάσεως των κατοίκων.
Ο ελληνικός πληθυσμός της Λαρίσης, εκτός των διαφόρων τεχνών, ενεργεί και το εμπόριον της εισαγωγής της πόλεως όπερ πρότερον ήτο ζωηρότερον, καθότι το πλείστον της Θεσσαλίας ενταύθα ηγόραζε τα αποικιακά και τα βιομηχανήματα της Ευρώπης, ενώ ήδη εσχηματίσθησαν και έτερα κέντρα εμπορικά κατά την πεδιάδα. Ο δε ιουδαϊκός πληθυσμός αναβαίνει εις 3.000. Ευημερών και πλουτών άλλοτε, είνε ήδη ενδεέστατος εκτός ολιγίστων εξαιρέσεων.
Δημόσια κτίρια καθ’ άπασαν την Λάρισσαν άξια λόγου είνε το μνημονευθέν ημιτελές γυμνάσιον και το διοικητήριον, όπερ, κείμενον εν τω μέσω της πόλεως, είνε αληθής κόσμος αυτής. Αι οικίαι αυτής, μονώροφοι και πλινθόκτιστοι, κατέχουσιν, ιδίως αι τουρκικαί, ως εκ της διαιρέσεως αυτών εις ανδρωνίτιν και γυναικωνίτιν, ευρείας εκτάσεις. Διά τούτο δε και διά τα μεταξύ των οικιών μεγάλα κενά διαστήματα η έκτασις της πόλεως είνε μεγάλη, δυναμένη να περιλάβη πενταπλασίονα πληθυσμόν του νυν υπάρχοντος. Και μολονότι η εξωτερική των οικιών όψις είνε πενιχρά και άχαρις, το εσωτερικόν όμως αυτών, ιδίως οι γυναικωνίται των Οθωμανών, περιβάλλονται υπό ευχλόων κήπων, κατεχόντων το μέγιστον μέρος της αυλής. Αι οδοί της πόλεως είνε, ως και αι των λοιπών τουρκικών πόλεων, στεναί και σκολιαί και αι πλείστοι τούτων λιθόστρωτοι [...] [4].

(συνεχίζεται)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Μαζί της απέκτησε ένα γιο, τον Ιωάννη, ο οποίος όμως απεβίωσε σε νεαρή ηλικία. Βλ. Γιάννης Τσίγκρας, Πορταριά. Δήμος Πορταριάς, 2006, σ. 203.
[2]. Νικόλαος Γεωργιάδης, Θεσσαλία. Εν Αθήναις: εκ του τυπογραφείου Ερμού, 1880.
[3]. Νικόλαος Γεωργιάδης, Θεσσαλία. Β’ έκδοση. Εκδότης: Κωνσταντίνος Παρασκευόπουλος. Εν Βόλω: εκ του τυπογραφείου Ι. Ν. Δομεστίχου, 1894.
[4]. Νικόλαος Γεωργιάδης, Θεσσαλία (1880), σ. 245-247.

 

Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου