Εκτύπωση αυτής της σελίδας

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ

Νικόλαος Γεωργιάδης (1833-1923)

Αναμνήσεις από την παραμονή του στη Λάρισα το 1875-1877 (Β΄ μέρος)

Δημοσίευση: 02 Αυγ 2020 19:15
Ο σημερινός ναός της Αγίας Μαρίνας © Αλέξ. Χ. Γρηγορίου (29.08.2011) Ο σημερινός ναός της Αγίας Μαρίνας © Αλέξ. Χ. Γρηγορίου (29.08.2011)

Συνεχίζουμε την παράθεση των αναμνήσεων από την παραμονή του στη Λάρισα (1875-1877), του ιατρού, λογίου, βουλευτή και δημάρχου Βόλου Νικολάου Γεωργιάδη. Όπως προαναφέρθηκε, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πόλη, νυμφεύθηκε την Αννέτα Μαυρουδή στην οποία αφιέρωσε και το πόνημά του «Η Θεσσαλία», το οποίο συνέγραψε την προαναφερθείσα περίοδο. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1880 και σε επανέκδοση το 1894.


[...]. Το κλίμα της Λαρίσσης δεν είνε υγιεινόν. Το μεν διά τα εντός και περί την πόλιν ευρισκόμενα τελματώδη ύδατα, το δε διά την γειτνίασιν των υψηλών ορέων του Ολύμπου και της Όσσης, άτινα απεργάζονται λίαν ευμετάβολον την εν τη πόλει θερμοκρασίαν, ιδίως δε η μεταβολή αύτη παρατηρείται εν καιρώ του θέρους, ότε μεταξύ του καύσωνος της ημέρας και της θερμοκρασίας της νυκτός παρατηρείται πολλών βαθμών διαφορά. Δύναται όμως μικρά τις επιμέλεια προς αποξήρανσιν ελωδών τινών εκτάσεων και προσοχή των κατοίκων κατά τας μεγάλας μεταβολάς της θερμοκρασίας να αποσοβήσωσι πλείστον μέρος των επιπολαζουσών ασθενειών. Το εμπόριον της Λαρίσσης είνε ικανώς ζωηρόν, καθότι, εκτός του εμπορίου της εξαγωγής, περί ού ανωτέρω είπον, ενταύθα διενεργείται και η αγορά των πλείστων προϊόντων της Θεσσαλικής πεδιάδος, εκποιουμένων υπό των ενταύθα διαμενόντων μεγάλων γαιοκτητών Οθωμανών. Πολλά δε των εν Βόλω εμπορικών καταστημάτων έχουσιν ενταύθα υποκαταστήματα προς αγοράν γεννημάτων.
Και των μεν τειχών της αρχαίας πόλεως ουδέν λείψανον σώζεται σήμερον, όπως συνήθως συμβαίνει εις τας πλείστας και συνεχώς από της αρχαιότητος κατοικουμένας πόλεις. Αλλ’ όμως δεν υπάρχει οδός, δεν υπάρχει τουρκικόν τέμενος, δεν υπάρχει αυλή ιδιωτικής οικίας, ένθα να μη ανευρίσκωνται ορθογώνιοι λίθοι των αρχαίων τειχών, σαρκοφάγοι, κιονόκρανα, ενεπίγραφαι στήλαι, ών πλείσται παρατηρούνται κατά τα οθωμανικά πολυάνδρια [= ομαδικοί τάφοι πεσόντων πολεμιστών], και ιδίως εν τω Ισραηλιτικώ, όπερ φαίνεται κατέχον την θέσιν της αρχαίας νεκροπόλεως. Εν άπασι τοις επιτυμβίοις λίθοις των τε τουρκικών και ιουδαϊκών κοιμητηρίων αναγιγνώσκονται παρά τας Τουρκικάς και Εβραϊκάς επιγραφάς και αρχαίαι Ελληνικαί. Εν δε αυλή του διοικητηρίου εν τινί γωνία είνε ερριμμένοι επιτύμβιοι τινές λίθοι μετ’ αναγλύφων και ουρανία μαρμαρίνη σφαίρα, εν ή είνε γεγλυμμένος ο Ζωδιακός κύκλος, του οποίου όμως αι πλείονες γραμμαί εκ του χρόνου εξηλείφθησαν και μόνον ο Σκορπίος, ο Τοξότης και οι Ιχθύς είνε εισέτι ευδιάκριτοι. Δυστυχώς όμως δεν παύει και ενταύθα η καταστροφή των αρχαίων λειψάνων, και ωραία ερείπια του αρχαίου θεάτρου υπό την αρχαίαν ακρόπολιν παρατηρούμενα μέχρι του 1860 δεν υπάρχουσι πλέον. Ο τόπος δε, ένθα έκειντο, εκαλύφθη υπό νεωτέρων οικοδομών, κτισθεισών εκ συντριμμάτων των αρχαίων λίθων.
Κάτωθεν δε της θέσεως ταύτης μετ’ ανασκαφάς γενομένας υπό τινός ιδιώτου, ανευρέθη 12 πόδας υπό το σημερινόν έδαφος της πόλεως το κρηπίδωμα αρχαίου κτιρίου ως και αι βάσεις τριών κιόνων ραβδωτών Δωρικού ρυθμού. Μεταγενέστεραι δε ανασκαφαί δύνανται ίσως να αποκαλύψωσιν αρχαίον τινά ναόν ή τι των ευρέων γυμνασίων και ιπποδρομίων της αρχαίας πόλεως. Περιηγηταί δε κατά καιρούς επισκεφθέντες την Λάρισαν απεκόμισαν ό,τι καλόν εύρον εν αυτή. Ούτως ο Ουσίνγ [1] ομολογεί, ότι συναπέφερε μεθ’ εαυτού μαρμάρινον αγαλμάτιον κομψότατον της Εκάτης ανευρεθέν εν τη αυλή Τουρκικής οικίας. Η τριπρόσωπος θεά παρίσταται και ενταύθα ως συνήθως. Τρεις γυναικείαι μορφαί ερείδονται διά των νώτων επί στρογγύλου κίονος, κρατούσαι δάδας εν τη αριστερά, εν δε τη δεξιά την χείρα επί του στήθους. Το αγαλμάτιον τούτο, ως και έτερα καλής τέχνης, παριστών ίσως την Περσεφόνην, ευρίσκεται σήμερον εν τω αρχαιολογικώ Μουσείω της Κοπενάγης (uss. 37). Αλλά και η υπό του Heuzey [2] παρατηρηθείσα εν Λαρίσση στήλη, ένθα εν αναγλύφω παρίσταται δείπνον προσφερόμενον εις τους μεγάλους θεούς, δεν ανευρίσκεται πλέον. Και κάτωθεν μεν του αναγλύφου ανεγινώσκετο επιγραφή «θεοίς μεγάλοις Δανάα τθονειτία» ίσως Ιθωνειτία = κόρη του Ίθωνος. Εν τω μέσω δε της συνθέσεως παρίστατο κλίνη αμφικέφαλος διά δύο συνδαιτυμόνας. Έμπροσθεν δε αυτής τετράπους τράπεζα, εφ’ ής ήσαν παρατεθειμένοι διάφοροι πλακούντες. Προ της τραπέζης επί τετραγώνου βωμού ανήρ προσφέρει σπονδήν, και όπισθεν αυτού γυνή υψοί προς τον ουρανόν την δεξιάν χείρα επικαλουμένη τρόπον τινά τους θεούς συνδαιτυμόνας, δι’ ούς παρεσκευάσθη το δείπνον. Και τωόντι [= πράγματι] φαίνονται άνωθεν δύο ιππείς, οι Διόσκουροι, και υπ’ αυτούς η Νίκη κρατούσα στέφανον, όπως προσενέγκη εκ μέρους των θεών εις τους προσφέροντας το δείπνον.
Ημίσειαν ώραν βορειότερον της Λαρίσσης επί της δεξιάς όχθης του Πηνειού κείται ναός της Αγίας Μαρίνης [3], κατέχων ίσως την θέσιν αρχαίου ελληνικού ναού, ως δύναται τις να εικάση εκ των μαρμάρων των εν τω τόπω παρατηρουμένων. Ενταύθα κατά την 17 Ιουλίου, ημέραν της μνήμης της αγίας, συνέρχονται οι κάτοικοι της Λαρίσσης και υπό την σκιάν των υψηλών δένδρων ευωχούνται πανήμεροι, άδοντες και ορχούμενοι. Αντικρύ δε της Λαρίσσης επί της αριστεράς όχθης του Πηνειού υπάρχει ωραιότατον δάσος δρυών, ένθα κατά το έαρ εξέρχονται οι κάτοικοι της Λαρίσσης προς αναψυχήν, διαβαίνοντες επί πλοιαρίου το ήρεμον ρεύμα του Πηνειού [...] [4].

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[ ]. J. L. Ussing, «Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1846» (μετάφραση Τόμης Αλεξόπουλος), Θεσσαλικό Ημερολόγιο (Λάρισα), τ. 42 (2003), σ. 3-38 [Από τη Θεσσαλονίκη στον Πλαταμώνα και στα Τέμπη, στα Αμπελάκια - Λάρισα - Τύρναβο - Ελασσόνα - Δομένικο και Δαμάσι].
[2]. Γάλλος αρχαιολόγος και ακαδημαϊκός (1831-1922). Από τον Δεκέμβριο του 1854 διετέλεσε μέλος της Γαλλικής Σχολής των Αθηνών και με τη βοήθεια των Fustel de Coulanges και Georges Perrot άρχισε τη μεθοδική εξερεύνηση και καταγραφή των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα από το 1854 έως το 1858 επισκέφθηκε δύο φορές τη Θεσσαλία (1856 και 1858) πραγματοποιώντας ιστορικές, εθνολογικές, γεωγραφικές και αρχαιολογικές καταγραφές.
[3]. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ο χώρος γύρω από την εκκλησία καταστράφηκε, αφού «απεκόπησαν τα δένδρα, απεγυμνώθη το μέρος [...], το φρέαρ του ναού κατέστη άχρηστον και το εξαγόμενον ύδωρ τεθωλομένον». Βλ. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 56 (15 Μαΐου 1899). Το 1884 ο ναός επισκευάστηκε καθ’ ολοκληρία και «επειδή δεν ευρέθησαν τα παλαιά εγκαίνια εγκαινιάσθη αύτη εκ νέου» (15 Απριλίου 1884). Βλ. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 250 (19 Απριλίου 1884). Η εκκλησία επισκευάστηκε το 1947, αλλά κατεδαφίστηκε το 1955 και στη θέση της ανεγέρθηκε το σημερινό εξωκλήσι.
[4]. Νικόλαος Γεωργιάδης, Θεσσαλία. Εν Αθήναις: εκ του τυπογραφείου Ερμού, 1880, σ. 247-250.

 

Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου