Εκτύπωση αυτής της σελίδας

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Οι μοδίστρες της παλιάς Λάρισας

Δημοσίευση: 26 Μαϊ 2021 14:00

Στα παλιότερα χρόνια η εμφάνιση της γυναίκας σε δημόσιους χώρους ήταν σπάνια. Περιοριζόταν στην εκκλησία, στις επισκέψεις συγγενών και φίλων που γιόρταζαν και όταν ο καιρός και ο πάτερ φαμίλιας το επέτρεπε, βόλτα στη Κεντρική πλατεία, πάντα με συνοδεία του αδελφού ή των γονιών. Όμως παρ’ όλη την αραιή εμφάνισή τους στην κοινωνία, η φροντίδα της αμφίεσής τους ήταν σχεδόν καθημερινή ενασχόληση. Μόλις τα κορίτσια τελείωναν το Γυμνάσιο ή το Αρσάκειο μία από τις κύριες φροντίδες τους ήταν να φορέσουν καπέλο, να αγοράσουν ψηλοτάκουνα παπούτσια και φυσικά να ράψουν περίτεχνα φουστάνια.

Έξοδος χωρίς τον …εξοπλισμό αυτό δεν ήταν νοητός. Τα γυναικεία καπέλα ήταν μεγάλα, πλατύγυρα και εμπλουτίζονταν με διάφορα πλουμίδια, μπουκέτα από τεχνητά άνθη και ό,τι άλλο η φαντασία κάθε γυναίκας ή η τέχνη που είχαν αναπτύξει οι καπελούδες της εποχής (και υπήρχαν τότε αρκετές) είχε εφεύρει.
Το ντύσιμο της γυναίκας αποτελούσε ολόκληρη ιεροτελεστία. Πριν απ’ όλα έπρεπε από μέσα να φορούν στενούς κορσέδες, με τα σκληρά ελάσματα, τις γνωστές «μπανέλες». Τύλιγαν τον κορμό τους σφικτά για να κρατούν ψηλά και προτεταμένα το στήθος και να παρουσιάζουν λεπτή «σαν δακτυλίδι» τη μέση τους. Οι αδύνατες γυναίκες για να δημιουργήσουν καμπύλες σε ορισμένα σημεία του σώματος χρησιμοποιούσαν τα λεγόμενα «τουρνούρια» τα οποία ήταν μικρά μαξιλαράκια. Τα φορούσαν κάτω από το μεσοφόρια για να διογκώνουν τους γλουτούς. Ήταν οι εποχές που η μόδα και οι ανδρικές προτιμήσεις ήθελαν τις γυναίκες πληθωρικές. Πάνω απ’ αυτά έπεφτε ένα μακρύ φουστάνι που κάλυπτε μέχρι και τον αστράγαλο.
Το φουστάνι μαζί με το καπέλο ήταν τα δύο εξωτερικά χαρακτηριστικά στοιχεία στα οποία οι γυναίκες έδιναν ιδιαίτερη σημασία. Γι’ αυτό και η επιλογή καπέλου από τα πολλά «εργαστήρια γυναικείων πίλων» της Λάρισας, και μοδίστρας για το ράψιμο του φορέματος, γινόταν με ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια. Την εποχή εκείνη δεν προσφερόταν στην αγορά ούτε ένα έτοιμο γυναικείο φόρεμα και οι μοδίστρες ήταν πολλές στην πόλη.
—Μία από τις καλύτερες μοδίστρες της εποχής εκείνης στη Λάρισα ήταν η Αγγελική Κατσαρού. Παρακολουθούσε συστηματικά τις εξελίξεις της μόδας και ό,τι φοριόταν στην Αθήνα, ακόμα και στο Παρίσι, μέσω γυναικείων περιοδικών μόδας και μέσω επαφών με τις ξακουστές μοδίστρες των Αθηνών. Είχε το εργαστήριό της επί της οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου) στο κτίριο του Πέτρου Γέμτου. Καταγόταν από τη Λάρισα και ήταν γόνος μιας πολύτεκνης οικογένειας, από τις αρχαιότερες της πόλης. Η αδελφή της Κατίνα Κατσαρού-Διανέλου, για πολλά χρόνια είχε διατελέσει δασκάλα στο Αρσάκειο της Λάρισας. Από τα αδέλφια της, ο Αθανάσιος Κατσαρός ήταν στρατιωτικός και αποστρατεύθηκε με τον βαθμό του υποστρατήγου, ο Άγγελος ήταν υπάλληλος της Τραπέζης Ιονικής και Λαϊκής και μικρότερος όλων ήταν ο Σωτήριος. Η ίδια η Αγγελική ήταν εξαιρετικός άνθρωπος. Χαμογελαστή, σοβαρή και πρόσχαρη. Με τον εξαιρετικό χαρακτήρα της είχε αποκτήσει τη συμπάθεια της πελατείας της. Ταξίδευε στην Αθήνα εποχιακά, τον Μάρτιο για να ενημερωθεί για την ανοιξιάτικη μόδα, τέλος Μαΐου για την καλοκαιρινή, τον Σεπτέμβριο για τη φθινοπωρινή και τον Νοέμβριο για τη χειμωνιάτικη. Με τον τρόπο αυτό εναρμονιζόταν με τις σύγχρονες τάσεις υψηλής ραπτικής, ώστε οι πελάτισσές της να μην υπολείπονται από τις διεθνείς τάσεις που επικρατούσαν παγκόσμια. Τις μετακινήσεις αυτές στην Αθήνα φρόντιζε να τις ανακοινώνει μέσω του τύπου με σχετικές διαφημίσεις[1]. Στο εργαστήριό της εργάζονταν πάνω από δέκα νεαρά κορίτσια, τα οποία μάθαιναν την τέχνη της ραπτικής. Οι προχωρημένες απ’ αυτές έπαιρναν κανονικά την αντιμισθία τους, ενώ οι νεότερες που ήταν μαθητευόμενες δεν πληρώνονταν. Βέβαια πολλές απ’ αυτές τις κοπέλες όταν αισθάνονταν ότι είναι ικανές, άνοιγαν δικά τους εργαστήρια ραπτικής. Τα φορέματα της Αγγελικής Κατσαρού έλεγαν ότι ήταν αψεγάδιαστα και αυτό ήταν που έκανε τη φήμη της μεγαλύτερη. Η ίδια ήταν ένα από τα ωραιότερα κορίτσια της Λάρισας της εποχής εκείνης. Η ομορφιά της συγκινούσε πολλούς, αλλά τυχερός στάθηκε ο τμηματάρχης της Νομαρχίας Σταυρόπουλος, με τον οποίο έπλεξε ένα τρυφερό ειδύλλιο, το οποίο κατέληξε σε ευτυχισμένο γάμο. Με τον γάμο της τερμάτισε την επαγγελματική σταδιοδρομία και ακολούθησε τον σύζυγό της στην Αθήνα όπου τοποθετήθηκε μετά την προαγωγή του[2].
—Μια άλλη σπουδαία μοδίστρα της προπολεμικής Λάρισας ήταν η Δήμητρα Κούβαρου. Αν και σωματικά είχε μια συγγενή χωλότητα, το γεγονός αυτό δεν την εμπόδιζε καθόλου να ανταποκρίνεται στα επαγγελματικά της καθήκοντα με τον καλύτερο τρόπο. Είχε τη φήμη ότι μπορούσε και προσάρμοζε με άψογο τρόπο τα φορέματα στα σώματα όλων των γυναικών, και εκείνων που είχαν σωματικές ατέλειες. Το εργαστήριό της το εγκατέστησε στο κατάστημα της μοδίστρας Αγγελικής Κατσαρού, όταν η τελευταία μετακόμισε οικογενειακώς στην Αθήνα. Είχε την πρόνοια να διατηρήσει όλες τις εκκολαπτόμενες μοδίστρες της Κατσαρού και με τον τρόπο αυτό κληρονόμησε τις παλιές πελάτισσές της. Παντρεύτηκε τον αυτοκινητιστή Δημήτριο Κούβαρο, της γνωστής οικογένειας των ποτοποιών Νώντα και Κώστα Κούβαρου, οι οποίοι ήταν αδέλφια του.
—Πολύ γνωστή, με μεγάλο κύκλο πελατισσών ήταν και η Μπίσμπα. Μάλιστα η φήμη της ήταν τέτοια ώστε πολλά γυναικεία μέλη θιάσων που έκαναν περιοδείες στην Ελλάδα, δεν έραβαν τα ρούχα τους στην Αθήνα, αλλά περίμεναν να έλθουν στη Λάρισα για να ανανεώσουν τις γκαρνταρόμπες τους στο εργαστήριο της Μπίσμπα. Είχε την ικανότητα να κάνει γνωριμίες με τους ηθοποιούς των θιάσων που περνούσαν από την πόλη και την ταχύτητα να ικανοποιεί άμεσα τις ενδυματολογικές επιθυμίες τους. Το εργαστήριό της βρισκόταν στην οδό Παπακυριαζή, στη στοά Παλάκα. Η γειτνίαση του εργαστηρίου της με τα κτίρια των παλιών Δικαστηρίων που βρίσκονταν απέναντι, είχε σαν αποτέλεσμα να γνωριστεί με τον νεαρό τότε υπάλληλο των Δικαστηρίων Ιωάννη Καρέλα, να παντρευτούν και να δημιουργήσουν μια ευτυχισμένη οικογένεια. Από την προπολεμική ακόμα εποχή μετακόμισαν οικογενειακώς στην Αθήνα όπου η Μπίσμπα συνέχισε να εργάζεται σαν μοδίστρα με πελατεία ως επί το πλείστον τις Λαρισαίες της πρωτεύουσας.
—Η Κούλα Μαραμή ήταν μια άλλη εξαιρετική μοδίστρα η οποία άφησε εποχή στην προπολεμική Λάρισα. Ήταν κόρη του εστιάτορα Αθανασίου Μαραμή που είχε το «ξενοδοχείο φαγητού[3] η Άρτεμις» στην οδό Αλεξάνδρας (Κύπρου). Μπορούμε να πούμε ότι η Κούλα Μαραμή ήταν αυτοδίδακτη μοδίστρα, αφού βοηθούσε ευκαιριακά τη μεγαλύτερη αδελφή της που ήταν μοδίστρα. Όταν η τελευταία παντρεύτηκε, η Κούλα Μαραμή άρχισε μόνη της να ράβει στο σπίτι της, το οποίο βρισκόταν στην οδό 31 Αυγούστου, κοντά στο Δημοτικό Νοσοκομείο, σε διάφορες γνωστές και φίλες. Όταν η οικογένεια μεταστεγάστηκε σε ιδιόκτητη κατοικία κοντά στις εγκαταστάσεις του ΟΥΗΛ στην Κουμουνδούρου, άνοιξε κανονικό εργαστήριο ραπτικής (ατελιέ). Το 1931 μετέφερε το εργαστήριο σε κεντρικό σημείο της Λάρισας σε ισόγειο οίκημα στη γωνία των οδών Παπακυριαζή και Ρούσβελτ. Την εποχή αυτή γνωρίστηκε με τον υπολοχαγό Βαγγέλη Βανταλή και έπειτα από μικρό χρονικό διάστημα παντρεύτηκαν. Ο γάμος της την αναβάθμισε κοινωνικά και η πελατεία της αυξήθηκε αλματωδώς, αλλά σύντομα εγκατέλειψε το εργαστήριό της.
—Ένα ακόμη εργαστήριο ραπτικής λειτουργούσε επί της οδού Ακροπόλεως (Παπαναστασίου). Ήταν της Ανδρονίκης Δελενίκα και άνοιξε τη δεκαετία του 1930. Ήταν μία από τις καλές μοδίστρες της εποχής της και είχε αρκετή πελατεία. Αλλά όπως έγινε και με τις άλλες μοδίστρες που αναφέραμε, μετά τον γάμο της εργάστηκε για κάποιο διάστημα, σταμάτησε και μεταπολεμικά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
—Εκτός από τις μοδίστρες με δικά τους ξεχωριστά εργαστήρια υπήρχαν και άλλες οι οποίες εργάζονταν στα σπίτια τους και μερικές μάλιστα πήγαιναν και στα σπίτια των πελατισσών τους όπου εργάζονταν πιο άνετα, εφ’ όσον η γυναίκα που έραβαν την φιλοξενούσε για 2-3 ημέρες, όσες χρειαζόταν να τελειώσει το φόρεμα. Μία απ’ αυτές ήταν η Στέλλα Σπανοπούλου που έμενε επί της Μάρκου Μπότσαρη. Ήταν μια γυναίκα πρόσχαρη και καλοσυνάτη, γι’ αυτό και ήταν συμπαθής σε μεγάλη μερίδα γυναικών. Παρά την ομορφιά της δεν παντρεύτηκε και εργαζόταν για πολλά χρόνια. Μια άλλη ήταν η Δήμητρα Τζινοπούλου που διέμενε επί της Λορέντζου Μαβίλη. Ταξίδευε τακτικά στην Αθήνα όπου παρακολουθούσε επιδείξεις και επέστρεφε με πλούσιες τις γνώσεις της από την εξέλιξη της μόδας. Στην ίδια κατηγορία βρισκόταν και η Άννα Παπαδοπούλου που έμενε στην 31 Αυγούστου. Παντρεύτηκε τον Τσοχατζή που ήταν επιστάτης των κτημάτων Χατζηλαζάρου και όταν ο σύζυγός της απεβίωσε ήλθε σε δεύτερο γάμο με τον Χρήστο Γραμματικό που ήταν διευθυντής της Νομαρχίας Λαρίσης. Σπουδαία μοδίστρα ήταν και η Ελένη Θεοχαρίδου καθώς και πολλές άλλες που ασφαλώς θα έχουμε παραλείψει επειδή μας διαφεύγουν τα ονόματά τους.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου

nikapap@hotmail.com


[1]. «Επέστρεψεν εξ Αθηνών η καλλιτέχνις μοδίστρα Δις Αγγελική Κατσαρού, η οποία κατά το διάστημα της εκεί παραμονής της παρηκολούθησε τας νέας επιτεύξεις της χειμερινής μόδας. Η Δις Κατσαρού επλούτισε το επί της οδού Ακροπόλεως (νεόδμητα Πέτρου Γέμτου) εργαστήριόν της με πατρόν και κροκί, τα οποία αποτελούν την τελευταίαν λέξιν της Παρισινής μόδας». Από εφημερίδα της εποχής.
[2]. Ολύμπιος (Κώστας Περραιβός), Η Λάρισα που χάθηκε, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 25ης Ιουλίου 1976.
[3]. Έτσι ονομάζονταν παλαιότερα τα εστιατόρια σε αντιδιαστολή με τα ξενοδοχεία ύπνου.