Εκτύπωση αυτής της σελίδας

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ

Κικίνα Ντε Γκαούτιο

Μία Ιταλίδα αοιδός της οπερέτας στη Λάρισα

Δημοσίευση: 18 Ιουλ 2021 18:10
Σκηνή από ωδικό καφενείο στο Παρίσι. La vie au café concert (Paris 1894), σ. 139 © Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας Σκηνή από ωδικό καφενείο στο Παρίσι. La vie au café concert (Paris 1894), σ. 139 © Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας

Τα πρώτα ωδικά καφενεία (καφέ-σαντάν) εμφανίστηκαν στο Παρίσι τη δεκαετία του 1780. Σε ειδικά διαμορφωμένες αίθουσες παραδοσιακών καφενείων, τοποθετήθηκε πάλκο όπου ημίγυμνες χορεύτριες και αοιδοί έδιναν παραστάσεις υπό τους ήχους μικρής ή μεγάλης ορχήστρας.

Οι πελάτες κατανάλωναν αλκοολούχα ποτά, ενίοτε με τη συντροφιά κάποιας αρτίστας. Με την πάροδο του χρόνου, τα καφέ-σαντάν μεταστεγάστηκαν σε μεγαλύτερους χώρους, όπου εμφανίζονταν ολόκληροι θίασοι με χορευτικές, ταχυδακτυλουργικές και θεατρικές παραστάσεις. Οι τιμές ήταν ακριβότερες από τα συμβατικά κέντρα διασκέδασης και γι’ αυτό συγκέντρωναν ως επί το πλείστον την αριστοκρατική και εύπορη κοινωνικά τάξη. Τότε ονομάστηκαν και καφέ-κονσέρ, ονομασία η οποία με παραλλαγές διατηρήθηκε έως τα μέσα του 20ού αιώνα. Την περίοδο 1881-1885 σε κάθε μικρή ή μεγάλη πόλη της Θεσσαλίας λειτουργούσαν παρόμοια κέντρα: «Δεν υπάρχει προεξέχουσα πόλις εν Θεσσαλία να μην έχη εν ή δύο καφέ-σαντάν, εις ά καθ’ εκάστην σχεδόν συμβαίνουσιν ρήξεις και διαπληκτισμοί και πάμπολλα απαρριθμούνται τα θύματα. Η εισβολή αύτη των εκ Βοημίας αυλητρίδων τούτων είναι νόσημα επιδημικόν επιπολάζον ανά πάσαν την Ελλάδα και δείται θεραπείας» [1]. Στη Λάρισα την τελευταία εικοσιπενταετία του 19ου αιώνα, στον χώρο των δημόσιων θεαμάτων και της διασκέδασης, δραστηριοποιήθηκαν τρεις επιχειρηματίες για τους οποίους είχαμε αναφερθεί σε παλαιότερα δημοσιεύματα: ο Φερδινάνδος Σφόρτζα, ο Γεώργιος Γιαμούζης και ο Γεώργιος Γκουλιάμας.
Λίγο μετά από το τέλος της προσωρινής τουρκικής κατοχής της Θεσσαλίας (1897-1898), πέρασε από τη Λάρισα μία από τις πιο αμφιλεγόμενες μορφές στον χώρο του θεάματος και της διασκέδασης. Πρόκειται για την καλλιτέχνιδα Κικίνα Ντε Γκαούτιο (Kikina de Gaoutio), μία φημισμένη Ιταλίδα αοιδό της οπερέτας και πρωταγωνίστρια του θιάσου του Ιταλού επιχειρηματία Ανδρέα Φορμεντίνη. Ο θίασος του Φορμεντίνη είχε υπογράψει συμβόλαιο συνεργασίας με τον επιχειρηματία Γεώργιο Γκουλιάμα για μια σειρά παραστάσεων στο θέατρο «Απόλλων» (Ιούλιος 1898). Το θέατρο δυναμικότητας 400 ατόμων, στεγάστηκε σε ένα νεόδμητο κτίριο που βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Πηνειού (μετά από τη γέφυρα του Αλκαζάρ) και ήταν ό,τι πιο σύγχρονο είχε να επιδείξει η Λάρισα εκείνη την εποχή. Η πρώτη παράσταση του θιάσου Φορμεντίνη πραγματοποιήθηκε σε ένα εντυπωσιακά άδειο από θεατές θέατρο, το Σάββατο 25 Ιουλίου 1898 [2] και η πρωταγωνίστρια Κικίνα Ντε Γκαούτιο αρνήθηκε να συνεχίσει τις παραστάσεις.
Αυτό οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην οικονομική δυσπραγία της εποχής που είχε θέσει φρένο στη διάθεση του Λαρισαϊκού κοινού για διασκέδαση. Οι παραστάσεις στο άδειο από θεατές θέατρο «Απόλλων» συνεχίστηκαν μέχρι τον Οκτώβριο του ιδίου έτους, με αποτέλεσμα η επιχείρηση να δημιουργήσει μεγάλα χρέη. Ο Γεώργιος Γκουλιάμας αναζήτησε άλλους τρόπους για να την κρατήσει εν λειτουργία και μία ελπίδα «σωτηρίας» φάνηκε στο πρόσωπο της Κικίνας Ντε Γκαούτιο. Η Ιταλίδα αοιδός της οπερέτας και πρωταγωνίστρια του θιάσου Φορμεντίνη, δεν ακολούθησε τον θίασο στις περιοδείες του ανά τη Θεσσαλία και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Λάρισα. Στις 11 Ιουνίου 1899 συμφώνησε με τον Γκουλιάμα να αναλάβει πλέον αυτήν τη διεύθυνση του θεάτρου «Απόλλων». Ο τελευταίος εκμίσθωσε στην πρώτη όλο τον εξοπλισμό του θεάτρου (έπιπλα και μηχανήματα φωτισμού και ειδικών εφέ) για μία τριμηνία (από 13 Ιουνίου) αντί συνολικού τιμήματος 450 δρχ. [3]. Η Κινίνα Ντε Γκαούτιο όμως, μετέτρεψε το θέατρο σε καφέ-σαντάν, υπογράφοντας συμβόλαια συνεργασίας με μελοδραματικούς θιάσους και καλλιτέχνιδες από τη Βοημία. Επί πλέον επέβαλε τον νεωτερισμό του «Αγγαζέ» στο κατάστημά της, προσελκύοντας εκατοντάδες πελάτες από τη Λάρισα, αλλά και από τα γύρω χωριά.
«Αυτό το «Αγγαζέ» είνε μία εφεύρεσις που έχει αποκλειστική πέρασι μόνον στην Ανατολή και είνε κατάλληλη για ανθρώπους πολύ κουτούς, όπως τα αναγνώσματα της «Διάπλασης των Παίδων» που είνε για πολύ μικρά και πολύ μεγάλα παιδιά. Σ’ αυτά τα καταστήματα συναγελάζονται διάφορες κουζινογενείς «καλλιτέχνιδες» που με τα υπό το πρόσχημα τραγουδιού ουρλιάσματά των, προσελκύουν τους κουτούς, οι οποίοι προσπαθούν να καταπείσουν τον εαυτόν τους ότι γλεντούν με το να ζαζεύουν λιπόσαρκες γυμνότητες, θέαμα που και Οττεντότους ακόμη θα έτρεπε εις φυγήν. Και οι θαμώνες των καταστημάτων αυτών είνε πάντοτε οι εκ των πέριξ επαρχιών καταπλέοντες, για τους οποίους η γυναίκα είνε ο απηγορευμένος καρπός. Οι δε καταστηματάρχαι για να εκμεταλλευτούν ευκολότερον την αδυναμίαν και την κουταμάρα των πελατών των εφευρήκαν τη φάμπρικα του «Αγγαζέ» του οποίου η εξήγησις είνε σατανικώς απλή: Στο πλάι του επαρχιώτη χουβαρδά, θρονιάζεται μία «αειθαλής μούμια», συνήθως Ευρωπαϊκής προελεύσεως η οποία σε ολίγη ώρα ρευστοποιεί το αρκετά σεβαστό περιεχόμενο του πορτοφολιού του «κατακτητού» της, εις χύμα υπόπτων υγρών, τας τιμάς των οποίων δεκαπλασιάζουν οι καταστηματάρχαι περιφρονώντας κάθε αστυνομική διατίμηση» [4].
Οι πρακτικές της Κικίνας Ντε Γκαούτιο επικρίθηκαν τόσο από τον τοπικό Τύπο, όσο και από τη συντηρητική αστική τάξη της Λάρισας που δεν «ενέκρινε» τις επιλογές της. Εν τούτοις καθημερινά συνέρρεαν από τα χωριά του θεσσαλικού κάμπου πελάτες για να διασκεδάσουν έως τα ξημερώματα. «Εκείνη η Κικίνα μαγεύει κόσμον με τα άσματά της, αλλά και η μικρά ξανθή Νίνα μαγεύει ουχί μόνον νέους αλλά και παλίμπαιδας ακόμα» [5].
Υπό την πίεση των δυσμενών δημοσιευμάτων του Τύπου και τις συνεχείς οχλήσεις των Αστυνομικών Αρχών, η Κικίνα Ντε Γκαούτιο αναγκάστηκε δύο σχεδόν μήνες αργότερα (αρχές Αυγούστου 1899), να εγκαταλείψει την επιχείρηση και να αναχωρήσει από την πόλη μεταβαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη. Το διάστημα όμως αυτό ήταν αρκετό για να δημιουργήσει μία μικρή περιουσία. Στις 10 Αυγούστου ο Γεώργιος Γκουλιάμας πούλησε όλο τον εξοπλισμό του θεάτρου (καφέ – σαντάν), στον Λαρισαίο καφεπώλη Γεώργιο Μπουχλέ [6].
Μπορεί η Κικίνα να εγκατέλειψε τη Λάρισα, αλλά το όνομά της αναφερόταν ψιθυριστά από όλες σχεδόν τις ανδρικές παρέες στις συζητήσεις και στα «πηγαδάκια» μέχρι την περίοδο του μεσοπολέμου. Από τις δεκάδες καλλιτέχνιδες που εργάστηκαν στα ωδικά καφενεία της Λάρισας στα τέλη του 19ου αιώνα, ίσως είναι η μόνη που σε διάστημα δύο μόλις μηνών, άφησε τόσο βαθιά χαραγμένο το αποτύπωμά της στην πόλη.

Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Λάρισσα (Λάρισα), φ. 6 (26 Νοεμβρίου 1884).
[2]. «Ήρξατο των παραστάσεών του ο νεωστί ελθών εις την πόλιν μιμοδραματικός θίασος του κ. Ανδρέα Φορμεντίνη». Βλ. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 12 (26 Ιουλίου 1898).
[3]. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Αρχεία Νομού Λάρισας, Συμβολαιογραφικό Αρχείο Αγαθάγγελου Ιωαννίδη, φκ. 063, αρ. 23026 (11 Ιουνίου 1899).
[4]. Εφημερίς των Βαλκανίων (Θεσσαλονίκη), φ. 554 (4 Μαρτίου 1920).
[5]. Όλυμπος (Λάρισα), φ. 16 (15 Αυγούστου 1898).
[6]. Αρχείο Ιωαννίδη, φκ. 064, αρ. 23241 (10 Αυγούστου 1899).