Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Πετιμέζι, μουσταλευριά, σουτζούκια

Δημοσίευση: 02 Σεπ 2021 19:47

Το τρίπτυχο της επιτυχίας. Βρήκα την ευκαιρία να αναφερθώ σε ένα έθιμο, αλλά και ένα καταπληκτικό γλυκό (είδα κρεμασμένες σε ένα παραδοσιακό κατάστημα επί της Κύπρου κάποιες θηλιές του), των προηγούμενων χρόνων που όμως δεν παύει να είναι και θα πρέπει να είναι και σημερινό.

Γιατί αφενός μεν σου προσφέρει τη χαρά της δημιουργίας (το φτιάχνεις μόνος/μόνη σου στο σπίτι) και μέσα από τη διαδικασία αυτή βάζεις πρώτα τον εαυτό σου στην ευχάριστη θέση να επαναφέρει στη μνήμη του/της, όλα εκείνα τα ήθη και έθιμα, τα οποία με πολλή αγάπη και μεράκι εκτελούνταν από τους γονείς μας (κληρονομώντας τα και αυτοί βέβαια από τους γονείς τους), αλλά και τα φτωχά παιδικά μας χρόνια (δεν υπήρχαν χρήματα για τούρτες, σοκολατίνες και για όλα τα σημερινά γλυκά και τις σημερινές πολυτέλειες) και αφετέρου δίνεις τη δυνατότητα και στα παιδιά σου και στα εγγόνια σου και να μεγαλώσουν τις πολιτιστικές τους γνώσεις και εμπειρίες, ακριβώς γιατί βρίσκεται μέσα στο αντικείμενο της παράδοσης και του πολιτισμού και να το αγαπήσουν σαν γλυκό, διότι είναι και πολύ υγιεινό και πολύ εύγευστο. Παλιά η μάνα μας φρόντιζε να φτιάξει από ένα για κάθε μέλος της οικογένειας και γι’ αυτούς που λείπουν στα ξένα και τα πιο μεγάλα τα ονομάτιζε. Και όχι μόνο αυτό, αλλά έψαχνε να βρει και τον τρόπο να τους τα στείλει. Υπάρχει όμως και η τρίτη επιλογή, η οποία είναι και ολίγον δαπανηρή, γι’ αυτό και δύσκολα βλέπεις να πουλιούνται σήμερα πετιμέζι, μουσταλευριά και σουτζούκια και μη χάνετε την ευκαιρία (όσες και όσοι το επιθυμείτε), αν πέσουν στην αντίληψή σας, να την εκμεταλλευτείτε. Σίγουρα τώρα και μετά από αυτά που σας ανέφερα, θα θέλατε και λογικό είναι να έχετε την περιέργεια να μάθετε και τον τρόπο παρασκευής τους. Κρατήστε όλα αυτά που παρακάτω θα σας παραθέσω και θα βγείτε σίγουρα μελλοντικά κερδισμένοι και ωφελημένοι.
Πριν ο μούστος αρχίζει να βράζει κι είναι γλυκός, ανακατεύεται με καλά σιτεμένη στάχτη. Το σκεπάζουμε και το αφήνουμε έτσι μια δυο μέρες να γλυκάνει πιο πολύ και ύστερα τον βάζουμε να βράσει σε σιγανή φωτιά λιγότερο από μισή ώρα. Θέλει μεγάλη προσοχή και συνέχεια ανακάτεμα όσο βράζει, γιατί εύκολα φουσκώνει και χύνεται κι όταν τον κατεβάσουμε από τη φωτιά, τον βάζουμε σε μια γωνιά, να κατακάτσει η στάχτη που έχει μέσα του. Σιγά-σιγά και προσέχοντας μην ανακατευτεί πάλι, τον μεταγγίζουμε σ’ άλλο δοχείο, περνώντας τον από πανί – στραγγιστήρι κι ύστερα πάλι στη φωτιά, ώσπου να γίνει σιρόπι, το λεγόμενο πετιμέζι.
Κοσκινίζουμε αλεύρι και σε αναλογία 5 προς 1 (5 μούστος και 1 αλεύρι), λίγο λίγο το ρίχνουμε στο πετιμέζι (αν δεν μπορείτε να κάνετε το πετιμέζι, όπως σας το ανέφερα, μπορείτε να το αγοράσετε από το εμπόριο), ώσπου να γίνει αυτό κουρκούτι, ενώ συγχρόνως τ’ ανακατεύουμε καλά να μη σβολιάσει. Το βάζουμε μετά να βράσει χωρίς να σταματήσουμε το ανακάτεμα, προσέχοντας μη μας τσικνώσει κι όταν αρχίσει να πήζει, η μουσταλευριά μας είναι έτοιμη. Κατεβάζουμε από τη φωτιά το δοχείο και το αφήνουμε λίγο να φύγει ο πολύς αχνός.
Σπάμε προσεκτικά τις καρύδες, ώστε να βγει από το τσόφλι τους το «ψωμί» τους χωρισμένο μόνο σε δύο σκιλίδες (κομμάτια δηλ.) και στη συνέχεια τις περνάμε (αφού τις τρυπήσουμε με ένα βελόνι) σε ένα λεπτό, αλλά γερό σχοινί. Για να πάρουν περισσότερη μουσταλευριά και να γίνουν καλύτερα, τις θηλιές με τις καρύδες, τις διπλώνουμε στη μέση, να γίνουν δηλ. τα σουτζούκια μας διπλά κι ύστερα τα κρεμούμε να στεγνώσουν, για να μη μουχλιάσουν. Στη συνέχεια βουτάμε την κάθε διπλή θηλιά από τα σουτζούκια ή σιουμπέκια (ονομασία του χωριού μου) ή όπως αλλιώς ονομάζονται, στο δοχείο με τη μουσταλευριά να πάρει μια πρώτη όψη κι όταν τελειώσουν όλες, τις ξαναβαπτίζουμε πάλι από την αρχή για το δεύτερο στρώμα, το πιο παχύ. Είναι πλέον έτοιμα (και με τη θηλιά στο σχοινί που έχουμε αφήσει στην άκρη τους, γι’ αυτόν τον σκοπό), τα περνάμε σε ένα ξύλο και τα κρεμάμε σε ευάερο και σκιερό μέρος, να στεγνώσουν.
Όση μουσταλευριά περισσέψει, την αδειάζουμε σε πιάτα, ρίχνουμε μέσα και πάνω της σπασμένα καρύδια ή αμύγδαλα και πριν κρυώσει καλά (και κρύα δεν πειράζει, ανάλογα βέβαια και τα γούστα) την καταβροχθίζουμε, γιατί πρόκειται για ένα εκπληκτικό γλυκό. Αυτό το χρώμα της, το σκούρο κόκκινο ή μάλλον ίδιο μ’ αυτό του σάπιου μήλου, ήταν για μας τα παιδιά (και πιστεύω θα γίνει και για σας) μια σωστή πρόκληση, γι’ αυτό και πριν τη δοκιμάσουμε με το κουτάλι, την είχαμε ήδη φάει με τα μάτια! 

 

Από τον Γιάννη Γούδα