Εκτύπωση αυτής της σελίδας

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ

Αθανάσιος Π. Μανδαλόπουλος

Δικηγόρος της Λάρισας και λάτρης των περιηγήσεων (Γ’ μέρος)

Δημοσίευση: 10 Οκτ 2021 17:16
Η Ραψάνη το 1927 (καρτ-ποστάλ)  © Αρχείο Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ραψάνης Η Ραψάνη το 1927 (καρτ-ποστάλ) © Αρχείο Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ραψάνης

Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου

Στα προηγούμενα δύο φύλλα της Κυριακάτικης «Ελευθερίας», σκιαγραφήσαμε την προσωπικότητα του δικηγόρου Αθανάσιου Π. Μανδαλόπουλου που δραστηριοποιήθηκε στη Λάρισα μετά από την απελευθέρωση της πόλης (1881) και παραθέσαμε τις εντυπώσεις που κατέγραψε από μία εκδρομή που πραγματοποίησε στην Αγυιά και τα περίχωρά της στις 28 Ιουλίου 1883. Σήμερα θα παραθέσουμε τις εντυπώσεις του από ένα ταξίδι που πραγματοποίησε στις 18 Ιουλίου 1883 στη Ραψάνη για επαγγελματικούς λόγους. Το κείμενο δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο του 1883 [1] στην εφημερίδα της Λάρισας «Ανεξαρτησία», εκδότης της οποίας ήταν Βασίλειος Αργυρόπουλος. Διατηρήσαμε την πρωτότυπη μορφή του κειμένου, παραθέτοντας σε αγκύλες μικρές επεξηγηματικές σημειώσεις.


α) Περί Ραψάνης [Ραψάνη τη 18 Ιουλίου 1883]: «Κατά το διάστημα της ενταύθα διαμονής μου μεθ’ ενδομύχου ευχαριστήσεως βλέπω τον φουστανελλοφόρον εύζωνα προθυμότατον, κουφότερον περί τα στρατιωτικά γυμνάσια τας δις της ημέρας τακτικώτατα γιγνόμενα και το δη κάλλιον πειθαρχικώτατον. Αλλ’ ουχ ήττον [= λιγότερο] γλυκύν τε και μειλίχιον προς πάντα πολίτην. Ουδέν το ξένον, αφ’ ού διοικητής του ενταύθα εδρεύοντος τάγματος από πολλού είναι ο κ. Μοσχοννήσιος ανήρ διακεκριμμένος και επ’ άλλοις και επικτήτοις [= με έμφυτα] προτερήμασιν ο οποίος από της ενταύθα αυτού αφίξεως επεδείξατο δραστηριότητα υπερβάσαν πάσας ημών τας προσδοκίας. Αναφορικώς προς ταύτα πάντα, ουδέν τι έτερον ημείς έχομεν να προσθέσωμεν ή να [= παρά να] εκφράσωμεν δημοσία τας μεγίστας ημών ευχαριστήσεις.
Ενταύθα τε και τοις πέριξ άκρα ασφάλεια επικρατεί σύμπαντες οι κάτοικοι κατέγειναν ανέτως και ησύχως εις την συγκομιδήν των γεννημάτων [= καρπών] αυτών, ών εν παραβολή προς τα πέριξ αμοιρεί [= στερείται] η Ραψάνη καίπερ κωμόπολις ούσα, αφ’ ού μάλιστα χρόνου οι αγροί της θέσεως «Κάνας και Γεφύρας»εγένοντο υπό του Αλή Πασά ανάρπαστοι. Στερείσαι ατυχής Ραψάνη, και όμως, οι του παρόντος έτους έτι κόποι σου, το κατ’ ελάχιστον όρον εισόδημα εκ 1.000 λιρών διά δικαστικής αποφάσεως ελληνικού δικαστηρίου σπεύδει γοργώ τω βήματι προς την πολυτάλαντον πήραν [= το γεμάτο με χρήματα σακίδιο] του πλεονέκτου Ρουσίτ Πασά [2], ως ει μη ήρκει [= σαν να μην αρκούσε] η επί ικανά [= πολλά] έτη διά της μαχαίρας αρπαγή εξ αυτών τοσούτου χρυσού.
Ηπορήσαμεν κατ’ αρχάς διά τι ενώ από πολλών ημερών αι του Ελληνικού Σχολείου [3] εξετάσεις είχον γείνει, δεν είχον επετραπήκαι αι των δημοτικών, ίνα και τους καρπούς τούτων ίδωμεν, κατόπιν των οποίων οι διδάσκαλοι θα ηδύναντο να μεταβώσι παρά τω αυτόθι Διδασκαλείω. Αλλ’ απεκρινέτωσαν [= ας απαντήσουν] εις τούτο οι αρμόδιοι».
Στη συνέχεια της επιστολής που έστειλε ο Αθανάσιος Μανδαλόπουλος στη σύνταξη της «Ανεξαρτησίας» αναφέρει δύο ειδήσεις, η πρώτη εκ των οποίων αφορά τον βουλευτή Τυρνάβου Ιωάννη Παπαδόπουλο «ο οποίος οικογενειακώς διαμένει εις Τσάγεζι χάριν λουτρών». Η είδηση που μας μεταφέρει ο Μανδαλόπουλος δεν είναι τυχαία. Ο Ιωάννης Παπαδόπουλος γεννήθηκε στη Ραψάνη το 1845. Φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή (Κωνσταντινούπολη) και το 1875 εγκαταστάθηκε στη Λάρισα, όπου διορίστηκε διερμηνέας στο προξενείο της Αγγλίας. Μετά από την καταστροφή της Ραψάνης κατά την Eπανάσταση του 1878, τα γυναικόπαιδα έφυγαν για να κρυφτούν στα διάφορα χωριά του Ολύμπου. Ο Τούρκος διοικητής της περιοχής έδωσε εντολή να τα βρούνε και να τα σφαγιάσουν, αλλά ο Ιωάννης Παπαδόπουλος παρακάλεσε τον Άγγλο πρόξενο Λόγγουορθ να μεσολαβήσει στον πρώτο, ώστε να σταματήσει η καταδίωξη [4]. Οι Ραψανιώτες τίμησαν τον Ιωάννη Παπαδόπουλο με την ψήφο τους και τον εξέλεξαν πέντε φορές βουλευτή Τυρνάβου και Λαρίσης [5].
Η δεύτερη είδηση αφορά τα μοναστήρια της περιοχής: «Η ένωσις των δύο μονηδρίων «Σωτήρος και Παναγίας» των εν τω δήμω Ολύμπου ευρισκομένων μετά της εν τω δήμω Ευρημενών Μονής του Αγίου Δημητρίου δεν φαίνεται ημίν επί τοσούτον επιτυχής διότι οι κατά καιρόν ηγούμενοι της τελευταίας ουδέποτε διακρίθησαν επί αυταπαρνήσει και αφιλοκερδεία και συνεπώς φοβούμεθα μήπως η εν λόγω Μονή καταστή επιβλαβής φωλεά πονηρών αλωπέκων [= αλεπούδων], οι δε άμετροι κόποι, ούς επί ικανά [= επί αρκετά] έτη κατέβαλε ο ηγούμενος του μονηδρίου Σωτήρος προς ανέγερσιν, και τολμώμεν ειπείν παντελή αυτού επανόρθωσιν καθώς και τα αφιερώματα των Χριστιανών εξυπηρετήσωσι συμφέροντα Αγίων τινών».
Και στην περίπτωση αυτήν, ο Αθανάσιος Μανδαλόπουλος είναι πλήρως ενημερωμένος για την κατάσταση που επικρατούσε στη Μονή του Αγίου Δημητρίου (η επονομαζόμενη Κομνηνείου). «Εν τη μονή ταύτη εμάθομεν ότι διασώζεται έτι η αγυρτεία παρά τοις μοναχοίς και αγυρτεία τοιαύτη, ήτις υποβιβάζει τον Χριστιανισμόν και την ηθικήν αυτού […]. Ο ηγούμενος της μονής ταύτης διδάσκει ότι εν αυτή ευρίσκεται πηγή αναβλύζουσα Άγιον Μύρον, αλλά μύρον ακριβόν χορηγούμενον αντί τιμήματος ογδοήκοντα λεπτών μέχρι δραχμής» [6].
Σύμφωνα με το Βασιλικό Διάταγμα της 30ής Μαΐου 1883,οι μικρές μονές του Σωτήρος (στη Ραψάνη) και της Παναγίας (στον Πυργετό), προσαρτήθηκαν ως μετόχια με όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία τους στη Μονή του Αγίου Δημητρίου (στο Στόμιο της Λάρισας) (ΦΕΚ 219/Α/3-6-1883).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. «Ραψάνη», Ανεξαρτησία (Λάρισα), έτος Β’, φ. 190 (21 Αυγούστου 1883), σ. 3.
[2]. Πρόκειται για τον Μουσταφά Ρεσίτ πασά (Mustafa Reşit Paşa, 1779-1858), διπλωμάτη και μεγάλο βεζύρη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στη Θεσσαλία διέθετε 22 τσιφλίκια (με έδρα τον Πυργετό), από τα οποία αποκόμιζε ετησίως τεράστια κέρδη.
[3]. Νίκος Ζδάνης, «Το Ελληνικό Σχολείο της Ραψάνης», Πρακτικά Α’ Ιστορικού Συνεδρίου Ραψάνης (24 Νοεμβρίου 1996). Λάρισα 1997, σ. 92-114.
[4]. Βασίλειος Οικονομίδης, «Η Ραψάνη», Θεσσαλικά Χρονικά (Αθήνα 1935), σ. 358-366. Ειδικώς σ. 360.
[5]. Ο Ιωάννης Παπαδόπουλος εξελέγη τρεις φορές βουλευτής Τυρνάβου (1881, 1885, 1895) και δύο φορές βουλευτής Λαρίσης (1887, 1890). Βλ. Βουλή των Ελλήνων, Μητρώο Πληρεξουσίων, Γερουσιαστών και Βουλευτών 1822-1835. Αθήνα 1986, σ. 146-147.
[6]. Ανεξαρτησία (Λάρισα), φ. 94 (12 Σεπτεμβρίου 1882). Μετά από το 1906 η κατάσταση άρχισε να αλλάζει θεαματικά, όταν ασπάσθηκε το μοναχικό σχήμα και εκλέχθηκε ηγούμενος της μονής, ο πρώην διευθυντής του Α’ Δημοτικού Σχολείου Λαρίσης και απόφοιτος της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, Στέφανος Π. Ν. Στεφανόπουλος. Βλ. Μικρά (Λάρισα), φ. 82/232 (13 Αυγούστου 1906).