Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ιχνηλατώντας την παλιά Λάρισα

Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΛΑΤΑΜΩΝΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ ΚΑΣΣΑΡΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΚΟΥΡΙΟ - Β’

Δημοσίευση: 05 Ιαν 2022 17:10
Το «Δεσποτικό», η δεύτερη κατοικία που έκτισε στο Συκούριο  ο επίσκοπος Αμβρόσιος το 1907 στη συνοικία Τζουμά (Καλλιθέα).  Πρόσφατη φωτογραφία του Παναγιώτη Δομούζη. Το «Δεσποτικό», η δεύτερη κατοικία που έκτισε στο Συκούριο ο επίσκοπος Αμβρόσιος το 1907 στη συνοικία Τζουμά (Καλλιθέα). Πρόσφατη φωτογραφία του Παναγιώτη Δομούζη.

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)


Κατά τη δεκαετία 1884-1894 οι επισκέψεις του επισκόπου Πλαταμώνος Αμβροσίου στην έδρα της επισκοπής, τα Αμπελάκια, ήταν αραιές και κυρίως κατά τους θερινούς μήνες. Τούτο επιβεβαιώνεται και από τη μελέτη του Κώδικα της επισκοπής Πλαταμώνος, όπου διαπιστώνεται ότι κατά το διάστημα της παρουσίας του στο Μ. Κεσερλί, οι νομοκανονικές πράξεις λάμβαναν χώρα και υπογράφονταν από επισκοπικό δικαστήριο, αποτελούμενο από ανώτερους κληρικούς της Επισκοπής στα Αμπελάκια, απόντος του επισκόπου. Η μακροχρόνια αυτή απουσία του ιεράρχη από την έδρα του ανησύχησε την Ιερά Σύνοδο, η οποία έγινε δέκτης παραπόνων από τους κατοίκους των Αμπελακίων. Για τον λόγο αυτόν το Υπουργείο Εκκλησιαστικών με βασιλικό διάταγμα της 2ας Οκτωβρίου 1892 όρισε επίσημα ως έδρα επισκοπής την κωμόπολη των Αμπελακίων. Το γεγονός αυτό βρήκε εντελώς αντίθετο τον Αμβρόσιο, κυρίως επειδή δεν ζητήθηκε προηγουμένως η γνώμη του. Με έγγραφό του προς την Ιερά Σύνοδο απέρριψε τα Αμπελάκια και πρότεινε τη Ραψάνη ως έδρα της Επισκοπής, όπως ήταν και παλαιότερα. Εξηγώντας τους λόγους της προτάσεώς του, καταλήγει στο έγγραφο με τα εξής: «...δεν διενοήθην ποτέ να κατοικήσω διαρκώς εν Αμπελακίοις, εκτός μόνον επί έναν έως δύο μήνας κατά το θέρος, όπως πάντοτε και ποιώ. [...] Ο επίσκοπος Πλαταμώνος φρονεί κανονικόν αυτού καθήκον να παραμένη διαρκώς και αναποσπάστως μόνον παρά τω εαυτού ποιμνίω και ουχί ως άλλοι, οίτινες επί διαφόροις προφάσεσιν ήκιστα κανονικαίς, εγκατέλειπον τας εαυτών παροικίας και ζώσιν επί συνεχή έτη εν μέσαις Αθήναις».
Το γεγονός αυτό της απόφασης της Ιεράς Συνόδου, αλλά κυρίως επειδή, όπως γράφει, «...επέπρωτο ενταύθα να λάβω πείραν μαύρης αχαριστίας παρά τινος των οικείων μου...», χωρίς να αναφέρει το όνομα του συγγενούς του, τον Αύγουστο του 1894 αναγκάσθηκε να επανέλθει στην έδρα του, τα Αμπελάκια. Αφήνοντας το Μ. Κεσερλί δώρισε το σπίτι που διέμενε στον αδελφό του Μιχαήλ Κασσάρα [1]. Αυτός αρκετά χρόνια αργότερα το πούλησε στον ιερέα του οικισμού Ασαρλίκι, τη σημερινή Όσσα, Νικόλαο Κορδέλλα, ο οποίος και το κατοίκησε όταν μετά από λίγα χρόνια τοποθετήθηκε ως εφημέριος στον ναό του Αγ. Κωνσταντίνου στο Συκούριο. Σήμερα το σπίτι αυτό είναι ιδιοκτησία των απογόνων του ιερέα και διασώζεται μόνον ο κάτω όροφος, καθώς με τον σεισμό του 1985 κρίθηκε ακατοίκητος και απομακρύνθηκε. Σώζεται επίσης σε σχετικά καλή κατάσταση, η μεγάλη δίφυλλη σκεπαστή εξώπορτα, η πλακόστρωτη αυλή και η διπλή χαμηλή σκάλα. Η κατοικία αυτή βρίσκεται στην παλιά συνοικία Μπεηλέρ, σήμερα Αγ. Κωνσταντίνου, επί της οδού Κωνσταντινουπόλεως.
Το 1896 ο μητροπολίτης Λαρίσης και Φαρσάλων Νεόφυτος Πετρίδης απεβίωσε και η θέση του παρέμεινε κενή. Επί τέσσερα χρόνια ο Αμβρόσιος εποφθαλμιούσε και επιδίωκε τη μετάθεσή του στον θρόνο της Λαρίσης από την πρώτη στιγμή. Τελικά, έπειτα από αρκετές παλινωδίες, τον Ιανουάριο του 1900 Βασιλικό Διάταγμα ορίζει την ενσωμάτωση της μικρής σε έκταση Επισκοπής Πλαταμώνος στη Μητρόπολη Λαρίσης, η οποία του λοιπού θα ονομαζόταν Μητρόπολις Λαρίσης, Φαρσάλων και Πλαταμώνος, και μητροπολίτης τοποθετήθηκε ο πρώην Πλαταμώνος Αμβρόσιος. Στη νέα του έδρα θα επιδοθεί με ζήλο στα νέα του καθήκοντα, αλλά ορμητικός χαρακτήρας καθώς ήταν, δεν άργησε να έλθει σε σύγκρουση με το παλάτι και την Ιερά Σύνοδο. Αρχικά το 1901 αντιτίθεται σθεναρά στη μετάφραση του Ευαγγελίου στη δημοτική γλώσσα. Με τη στάση του αυτήν υποπίπτει στη δυσμένεια των ανακτόρων και ιδιαιτέρως της βασίλισσας Όλγας. Αργότερα, μετά την επανάσταση του Στρατιωτικού Συνδέσμου στο Γουδί το 1909, ο Αμβρόσιος προφανώς κυριεύθηκε από υπερβάλλοντα εθνικιστικό ζήλο. Έπαυσε να μνημονεύει την Ιερά Σύνοδο και τους βασιλείς και επιπλέον κατά το κατηγορητήριο τελούσε αντικανονικές χειροτονίες. Όλα αυτά τα γεγονότα ανάγκασαν την Ιερά Σύνοδο να τον καταδικάσει το 1909 ερήμην «...εις καθαίρεσιν από του αξιώματος της ιεροσύνης, τέλεον απογυμνόσαντα αυτόν πάσης αρχιερατικής χάριτος και εξουσίας».
Μετά την καθαίρεσή του ο Αμβρόσιος «περίλυπος έως θανάτου», αλλά και υπερήφανος επειδή δεν παρέκλινε καθόλου όλο αυτό το διάστημα από τις αρχές του, αποσύρθηκε μόνιμα πλέον στο ιδιαίτερο κτήμα του στο Μ. Κεσερλί όπου σχόλαζε και λάμβανε κάποια μηνιαία χρηματική συνδρομή, η οποία του είχε απονεμηθεί με ειδικό νόμο. Διέμενε σε μια επιβλητική κατοικία την οποία είχε οικοδομήσει ήδη από το 1907 ως μητροπολίτης Λαρίσης, την επονομαζόμενη μέχρι σήμερα και ως «δεσποτικό». Το κτίριο αυτό διατηρείται μέχρι σήμερα, αλλά με μερικές συμπληρώσεις και μεταβολές εσωτερικά και εξωτερικά. Πρόκειται για διώροφο κτίσμα με ημιυπόγειο, χαμηλή μαρμάρινη σκάλα και εξώστη στην πρόσοψη του δευτέρου ορόφου. Στο ύψος της στέγης έχει δημιουργηθεί επίστεψη με τριγωνική μετώπη. Μέσα στη μετώπη διατηρείται μέχρι και σήμερα εντοιχισμένο λιθανάγλυφο με τη χρονολογία κτίσεως (1907) και τα γράμματα Λ και Α σε κεφαλαία γραφή, τα οποία σημαίνουν Λαρίσης Αμβρόσιος. Στο σπίτι αυτό κατοικούσε μαζί με την ανεψιά του Ειρήνη, τον σύζυγό της και τα τέκνα τους[2]. Ο Ηλίας Χαδέλλης όμως, χαρακτήρας άστατος, τυχοδιώκτης και σπάταλος, ερχόταν συχνά σε αντίθεση με τον δεσπότη, η οποία οδηγούσε πολλές φορές σε αναπόφευκτες ρήξεις. Και ενώ ο Αμβρόσιος είχε κληροδοτήσει εν ζωή την κατοικία του στο ζευγάρι, παρ’ όλα αυτά τα τελευταία χρόνια της ζωής του πιεζόταν φορτικότατα από τον γαμπρό του να την εγκαταλείψει. Όμως ο ιεράρχης αρνήθηκε πεισματικά να αποχωρήσει και έζησε εκεί μέχρι τον θάνατό του. Στις 26 Αυγούστου 1919 ο Ηλίας Χαδέλλης πούλησε το κτίσμα με τον περιβάλλοντα χώρο στον Δημοδιδάσκαλο Κωνσταντίνο Χρήστου [3]. Αργότερα περιήλθε στην ιδιοκτησία του Νικολάου Παππά του Στεργίου από τη Σπηλιά και σήμερα βρίσκεται στη δικαιοδοσία των απογόνων του.
Αν εξαιρέσει κανείς ορισμένες λειτουργικές προσθήκες στην πρόσοψη, οι οποίες έγιναν το 1965, η κατοικία στο σύνολό της παραμένει αναλλοίωτη, όπως κτίσθηκε πριν από 115 χρόνια. Βρίσκεται στην παλιά συνοικία Τζουμά, σήμερα ονομάζεται Καλλιθέα και βλέπει σε μια μικρή πλατεία, η οποία ονομάσθηκε «Πλατεία Μητροπολίτου Αμβροσίου Κασσάρα». Στο «Δεσποτικό» περνούσε τις μέρες του ο πρώην μητροπολίτης ως μοναχός πλέον, με πενιχρά εισοδήματα, καταφρονεμένος από την επίσημη εκκλησία, θλιμμένος από τις πίκρες που τον πότιζαν ορισμένα συγγενικά του άτομα, αλλά αγαπητός από το μέχρι πρότινος ποίμνιό του. Ειδικά οι παλιοί φίλοι του τον συμπαραστέκονταν φιλικότατα όλο το διάστημα της καθαίρεσής του. Το 1917, μετά από επίμονες προσπάθειες του διαδόχου του στη Μητρόπολη Αρσενίου Αφεντούλη και μερικών πολιτικών προσώπων της Λάρισας, η Ιερά Σύνοδος τον αποκατέστησε και αποφάσισε όπως ο Αμβρόσιος «... φέρη από τούδε και εις το εξής τιμής ένεκα τον ψιλόν τίτλον του επισκόπου, άνευ ουδενός δικαιώματος των ανηκόντων κατά νόμον εις τους εν ενεργεία επισκόπους και άνευ του δικαιώματος του ιεροπρακτείν».
Στις 23 Απριλίου, δεύτερη ημέρα του Πάσχα του 1918, σε ηλικία 74 ετών, έκλεισε για πάντα τα μάτια του και αναπαύθηκε. Κηδεύτηκε ταπεινά, χωρίς τιμές και επισημότητες, στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου. Την εξόδιο ακολουθία τέλεσε κατανυκτικά ο ιερέας του ναού Νικόλαος Παπαθανασίου και ενταφιάσθηκε στην ανατολική πλευρά του προαύλειου χώρου του ναού.
Είκοσι χρόνια μετά την κοίμησή του, ανεγέρθηκε στη δυτική πλευρά της αυλής του ναού καλαίσθητο μνημείο, στο οποίο μεταφέρθηκαν τα οστά του Αμβροσίου. Το μνημείο κοσμούσε και η προτομή του. Στις 29 Μαΐου 1938 έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής με επισημότητα, από τον μητροπολίτη Λαρίσης Δωρόθεο, τον μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Ατυχώς μετά από λίγες ημέρες από τα αποκαλυπτήρια, σφοδρός άνεμος έσπασε ένα πεύκο της αυλής το οποίο προσέκρουσε στην προτομή και την κατέστρεψε. Έκτοτε αυτή δεν αντικαταστάθηκε.
------------------
[1]. Στις 7 Νοεμβρίου 1884 ο Αμβρόσιος αγοράζει από τον αδελφό του Μιχαήλ την κατοικία στη συνοικία Μπεηλέρ στο Μ. Κεσερλί και ορισμένα κτήματά του, σύμφωνα με το Πωλητήριον 3726 του συμβολαιογράφου Λαρίσης Αγαθάγγελου Α. Ιωαννίδη. Περιέργως την ίδια ημέρα και στον ίδιο συμβολαιογράφο συντάσσεται η Δωρεά μεταξύ ζώντων αρ. 3727, του Αμβροσίου προς τον αδελφό του της ίδιας κατοικίας και ορισμένων κτημάτων «διά τας προς αυτόν πολλάς και διαφόρους περιποιήσεις και διότι ούτος μόνος εκ των συγγενών του απεφάσισε να τον ακολουθήση και διαμείνει μετ’ αυτού».
[2]. Στις 21 Μαρτίου 1910 συντάχθηκε η υπ’ αριθμ 14411 Δωρεά αιτία θανάτου από τον συμβολαιογράφο Κισσάβου Πασχάλη Καρακώστα. Βάσει αυτής ο Αμβρόσιος δωρίζει «οικίαν του νεόδμητον και διώροφον κειμένην εντός του Μεγάλου Κεσερλί του Δήμου Νέσσωνος και κατά την συνοικίαν Τζουμά [...] προς ανταπόδοσιν των υπ’ αυτού προσενεχθεισών υπηρεσιών και επιχειρήσεων».
[3]. Πωλητήριο συμβόλαιο αριθ. 22871 του συμβολαιογράφου Κισσάβου Πασχάλη Καρακώστα.

Gallery άρθρου