Εκτύπωση αυτής της σελίδας

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΛΑΡΙΣΑ

Παλιά αρχοντικά, περίτεχνα κτίσματα (*)

Δημοσίευση: 15 Ιουν 2022 20:00
Λάρισα. Η γέφυρα του Πηνειού με το τζαμί του Χασάν μπέη.  Χαρακτικό του 1805 του Simone Pomardi από το βιβλίο του Edward Dodwell «A Classical and Topographical Tour through Greece during the years 1801, 1895 and 1806. London. 1819. Λάρισα. Η γέφυρα του Πηνειού με το τζαμί του Χασάν μπέη. Χαρακτικό του 1805 του Simone Pomardi από το βιβλίο του Edward Dodwell «A Classical and Topographical Tour through Greece during the years 1801, 1895 and 1806. London. 1819.

Μια μέρα απ’ του Ολύμπου την κορφή
...χαμήλωσ’ η Αρμονία και κατέβη.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Η επιλογή του θέματος «ΛΑΡΙΣΑ. Παλιά αρχοντικά, περίτεχνα κτίσματα» που διαπραγματεύεται η έκδοση η οποία πρόκειται να κυκλοφορήσει, βασίσθηκε ουσιαστικά σε μια σχεδόν ομότιτλη παρουσίαση (Τα αρχοντικά της Λάρισας), η οποία είχε πραγματοποιηθεί ενώπιον κοινού πριν λίγα χρόνια και συνοδευόταν από σχέδια και παλιές φωτογραφίες. Βέβαια τα περισσότερα από τα περιγραφόμενα αρχοντικά για διάφορους λόγους δεν υπάρχουν σήμερα, όμως η εικονογράφηση, η αναπαράσταση και η περιγραφή τους φαίνεται να διαλύουν τον μύθο που επικρατούσε πάντα ότι η παλιά, η προπολεμική Λάρισα ήταν μεν μια πολιτεία πληθυσμιακά ανερχόμενη, αλλά αισθητικά άχρωμη. Εκτός από τα παλιά αρχοντόσπιτα της Λάρισας, θα περιγραφούν και διάφορα περίτεχνα και ιστορικά οικοδομήματα τα οποία υπήρξαν στενά συνυφασμένα με την ιστορία της πόλης. Από τα κτίρια αυτά μερικά υπήρχαν από την εποχή της τουρκοκρατίας, ενώ άλλα ήταν δημόσιας χρήσης (καταστήματα τραπεζών, ξενοδοχεία, λέσχες, κ.λπ.). Εντοπίζονταν ως επί το πλείστον στο κέντρο της Λάρισας και ήταν σε αριθμό πολύ περισσότερα, απ’ όσα παρουσιάζονται, γι’ αυτό και κάποια επιλογή θεωρήθηκε αναπόφευκτη.


Ο σημερινός επισκέπτης της Λάρισας θα πρέπει να διαθέτει μεγάλη φαντασία για να μπορέσει να αναπλάσει τη μορφή της όπως ήταν πριν από 100 ή 140 χρόνια, αφού αυτή έγινε αγνώριστη ακόμη και για τους ίδιους τους κατοίκους της. Κάπου-κάπου αντικρίζει κανείς μερικά σπίτια, χαμένα ανάμεσα στις θεόρατες πολυκατοικίες και τα αμέτρητα αυτοκίνητα. Όμως έστω και η μεμονωμένη παρουσία τους ζωντανεύει μια πόλη απ’ τα παλιά, μια πόλη αλλιώτικη. Σήμερα το γκρίζο χρώμα του τσιμέντου έπνιξε τη Λάρισα και εξαφάνισε και τα τελευταία παλιά αρχοντικά της. Πού είναι εκείνο το κόκκινο χρώμα των βυζαντινών κεραμιδιών και το πράσινο των ολάνθιστων κήπων της; Για πότε χάθηκαν όλα; Τα τεράστια σε όγκο κονάκια των μπέηδων με τις τεράστιες αυλές, τα αρχοντόσπιτα των αστικών οικογενειών της πόλης, τα νεοκλασικά αρχοντικά των νέων αρχόντων της θεσσαλικής γης, τα πέτρινα σπίτια των επιτυχημένων επαγγελματιών της πλούσιας αγοράς της; Τα λειτουργικά χαγιάτια και οι εξώστες με τα μαρμάρινα φουρούσια και τα δαντελωτά σιδερένια κιγκλιδώματα αντικαταστάθηκαν από τα στενά, άβολα και αντιαισθητικά μπαλκόνια, τα παράθυρα με τα ξύλινα παραθυρόφυλλα και οι ισχυρές ταμπλαδωτές πόρτες έδωσαν τη θέση τους στο κακόγουστο και άχρωμο αλουμίνιο [1]. Κάναμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας για να κατεδαφίσουμε τα σπιτικά μας, αυτά που κατασκευάσθηκαν με αγάπη, μόχθο και περίσσια αισθητική ομορφιά από τους προγόνους μας, σαρώσαμε τα κεραμίδια τους, συνθλίψαμε ή παραδώσαμε σε χέρια εμπόρων τα ακροκέραμα από τις γωνιές της στέγης και σήμερα αγοράζουμε ίσως τα ίδια ακροκέραμα που κάποτε κατεδαφίσαμε, και τα χρησιμοποιούμε για να στολίσουμε τα ράφια των σπιτιών μας.
Όλα αυτά τα κτίρια ανήκαν στον οικοδομικό θησαυρό της παλιάς Λάρισας. Όμως δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στην ακατάβλητη επέλαση που εξαπέλυσε ο μηχανικός πολιτισμός εναντίον κάθε είδους παραδοσιακού δημιουργήματος που κατασκευάσθηκε από τα χέρια έμπειρων και ανώνυμων, αλλά χαρισματικών μαστόρων. Οι μηχανικές συλλογιστικές εξισώσεις κερδοσκόπων κατασκευαστών τελικά όχι μόνον νίκησαν, αλλά θριάμβευσαν.
Όλοι μας ταξιδέψαμε σε ξένες χώρες και θαυμάσαμε την προσήλωση, την στοργή και την επιθυμία των κατοίκων τους να διατηρήσουν και να συντηρήσουν κάθε τι παραδοσιακό που αξίζει. Τα νέα τεράστια οικοδομικά συγκροτήματα που χρειάσθηκε να κατασκευάσουν τα δημιούργησαν σε άλλους χώρους, για να μη θίξουν τίποτε από την παλιά τους πόλη, από το ιστορικό κέντρο όπως το ονομάζουν. Μερικοί πιστεύουν αφελώς ότι υπάρχει και στη Λάρισα ιστορικό κέντρο. Προσωπικά δεν μπορώ να το εντοπίσω. Είναι η περιοχή του Λόφου της Ακρόπολης (Φρούριο), της Κεντρικής Πλατείας Σάπκα, της πλατείας Ταχυδρομείου ή της πλατείας του Ωδείου; Είδατε στους χώρους αυτούς έστω και ένα κατάλοιπο της παλιάς ιστορίας της πόλης; Εδώ δεν σεβαστήκαμε όσο θα το άξιζε την περιοχή του Λόφου, που είχε στους αρχαίους χρόνους την ακρόπολη της Λάρισας, με τους ναούς και το θέατρο της, στους βυζαντινούς χρόνους τις βασιλικές με τα ψηφιδωτά δάπεδα, τον τάφο του πολιούχου της, τις δεξαμενές και τα λουτρά και στην τουρκοκρατία τα παζάρια, την κλειστή αγορά (το μπεζεστένι), τα χαμάμ, τον Τρανό μαχαλά των χριστιανών. Έπρεπε να αποκαλυφθεί το αρχαίο θέατρο για να κατανοήσουμε την αξία του Λόφου, τον οποίο τόσο βάναυσα έχουμε τραυματίσει όλα αυτά τα χρόνια της οικοδομικής ευμάρειας.
Μετά το τέλος της μακροχρόνιας τουρκοκρατίας και την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο ελληνικό βασίλειο το 1881, η Λάρισα είχε τη μεγάλη ευκαιρία να γίνει μια καινούρια πολιτεία. Τα κατάφερε μέχρις έναν βαθμό. Εφάρμοσε νέο ρυμοτομικό σχέδιο, διατήρησε τα λίγα όμορφα παλιά κτίσματα που υπήρχαν, έκτισε λαμπρά δημόσια κτίρια, όμορφες κατοικίες, ευπρεπή ξενοδοχεία, καταστήματα τραπεζών στον σύγχρονο αρχιτεκτονικό ρυθμό της εποχής, τον νεοκλασικό και λόγω της ευνοϊκής γεωγραφικής της θέσης αναπτύχθηκε πολεοδομικά. Ήρθαν όμως οι σεισμοί και οι βομβαρδισμοί και τη λάβωσαν. Το υπέμεινε. Μεταπολεμικά, όταν πέρασαν τα δύσκολα αυτά χρόνια της τετράχρονης κατοχής και οι βαθιές πληγές του εμφυλίου άρχισαν να επουλώνονται, ακολούθησε η οικονομική άνθηση της χώρας. Και ενώ έπρεπε να επουλώσει τις λαβωματιές και να συντηρήσει τα ερειπωμένα από τις κακουχίες της κατοχής και τη φθορά του χρόνου κτίρια, από την πολιτεία ψηφίσθηκε ένας ευνοϊκός οικοδομικός κανονισμός που έδωσε στη γη τεράστια αξία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα ισοπεδώθηκαν χωρίς καμιά αντίσταση ή έστω με κάποια ποιοτική διαλογή, όλα τα παλιά οικήματα, αν και πολλά απ’ αυτά αποτελούσαν αντιπροσωπευτικά δείγματα μιας παραδοσιακής αρχιτεκτονικής που στόλισε την τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία ή είχαν τη σφραγίδα του νεοκλασικού ρυθμού. Η παλιά και όμορφη φυσιογνωμία του κεντρικού τμήματος της πόλης άλλαξε εντελώς και μέσα στο μικρό αυτό χρονικό διάστημα χάθηκε για τη Λάρισα όλη σχεδόν η αστική αρχιτεκτονική του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αι. Σήμερα δεν υπάρχουν πλέον κτίρια των τελευταίων χρόνων της τουρκοκρατίας τα οποία να διασώζονται ακέραια, πλην ίσως ενός ή δύο, για να μας υπενθυμίζουν τη γνώση και την έμπνευση των μαστόρων της εποχής. Στη θέση τους ορθώθηκαν πολυώροφες οικοδομές, άκομψες έως δύσμορφες, χωρίς καμιά χάρη, σφιχταγκαλιασμένες η μία με την άλλη μέσα στη στενή ρυμοτομία των δρόμων της πόλης. Και η ανοικοδόμηση αυτή δεν περιορίσθηκε μόνο στα δημόσια και τα αστικά κτίρια, αλλά και στα εκκλησιαστικά. Σήμερα δεν υπάρχει έστω και ένας ιερός ναός στη Λάρισα, ο οποίος να μας διασώζει την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική (ναοδομία) του 19ου αιώνα [2]. Τα ελάχιστα κτίσματα που η ευαισθησία ορισμένων αρχόντων ή ατόμων πρόλαβε την τελευταία στιγμή να διασώσει, σήμερα όλα έχουν περικυκλωθεί από μια αλόγιστη και ανάρμοστη ανοικοδόμηση που τα περιόρισε και τα εξαφάνισε.
Στη Θεσσαλία ο νεοκλασικός αρχιτεκτονικός ρυθμός που επικράτησε μετά την απελευθέρωση, έφθασε στο απόγειό του τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Τα χαρακτηριστικά του νέου αυτού ρυθμού ήταν οι κίονες, συνήθως ιονικοί, δωρικοί ή και απλοί, τα αετώματα ψηλά στις προσόψεις, τα υπέρθυρα και οι εξώστες με τα περίτεχνα κιγκλιδώματα και ο εξωτερικός στολισμός. Ο περισσότερος κόσμος δεν γνωρίζει ότι η Λάρισα ήταν κάποτε γεμάτη από τέτοια όμορφα αρχοντικά. Σήμερα όμως έχουν απομείνει ελάχιστα, για να θυμίζουν με την παρουσία τους τη χαμένη ομορφιά και το μεράκι εκείνων που τα έκτισαν και τα κατοίκησαν. Επειδή η πόλη προσφερόταν σαν έδρα των γεωργικών δραστηριοτήτων των Ελλήνων μεγαλοεπιχειρηματιών οι οποίοι είχαν αποκτήσει τεράστιες εκτάσεις γεωργικής γης από τους Τούρκους γαιοκτήμονες που την εγκατέλειψαν, έκτισαν πολυτελή μέγαρα. Κύριο στοιχείο η πέτρα. Το μάρμαρο πλούτιζε τα σκαλοπάτια και τα φουρούσια στους εξώστες. Μερικά σχεδιάσθηκαν από διάσημους αρχιτέκτονες και διακοσμήθηκαν με ζωγραφικές παραστάσεις στους εσωτερικούς τοίχους και τις οροφές. Η νεοκλασική αρχιτεκτονική έφερε μαζί της και τον πλούσιο εξοπλισμό των κατοικιών. Ανάλογα με την οικονομική επιφάνεια κάθε ιδιοκτήτη κοσμούσαν τα αρχοντικά με κομψά έπιπλα. Πολυέλαιοι, βελούδινα παραπετάσματα, ασημικά σκεύη, τα περισσότερα φερμένα από την Ευρώπη και ζωγραφικοί πίνακες αναγνωρισμένων Ελλήνων καλλιτεχνών, διακοσμούσαν τους άνετους χώρους των κατοικιών τους.
Στο τέλος καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ευκολία με την οποία η πόλη κατέστρεψε μεταπολεμικά τα κτίσματά της και ουσιαστικά την ίδια την ιστορία της, φαίνεται να ξεπερνά ακόμα και τις συμφορές που της προξένησαν κατά καιρούς τα φυσικά φαινόμενα (σεισμοί, πλημμύρες), καθώς και οι εχθρικοί βομβαρδισμοί της κατοχής.

 

Του Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)