Εκτύπωση αυτής της σελίδας

ΙΜΡΕ ΚΕΡΤΕΣ (Νόμπελ Λογοτεχνίας 2002):

«Το Αουσβιτς είναι παντού»

Δημοσίευση: 25 Μαρ 2017 17:00

Η σχέση μου με το έργο του μεγάλου Ούγγρου συγγραφέα Ίμρε Κέρτες (Imre Kertész, 1929 – 2016) ξεκινά τον Οκτώβριο του 2002, αμέσως μετά την απονομή των βραβείων Νόμπελ, όταν ο Ανταίος Χρυσοστομίδης, υπεύθυνος ξένης λογοτεχνίας των εκδόσεων Καστανιώτη, μου αναθέτει να μεταφράσω το «Εγώ, ένας άλλος».

Το πρωτότυπο κείμενο ήταν βέβαια γραμμένο στα Ουγγρικά και, επειδή η μετάφραση της μετάφρασης αντιβαίνει στους δεοντολογικούς κανόνες, ο Ανταίος είχε ρωτήσει τότε τον Κέρτες αν έχει αντίρρηση να χρησιμοποιηθεί η γερμανική μετάφραση ως πρωτότυπο κείμενο. Ο Κέρτες, ως μεταφραστής ο ίδιος από τα γερμανικά προς τα ουγγρικά, είχε πλήρη εποπτεία του γερμανικού κειμένου, το εμπιστευόταν και έτσι αυτό το μικρό μεταφραστικό ατόπημα έγινε με την έγκρισή του. Το «Εγώ, ένας άλλος» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2002, μετάφραση Γ.Λαγουδάκου) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί χρονικό, καθώς διατρέχει αρκετές πόλεις και χώρες, με ταυτόχρονες καταγραφές υπαρξιακών προβληματισμών, ομιλίες και διαλέξεις του γράφοντος, για να φτάσει στον θάνατο της γυναίκας του και στο τέλος ενός δυστυχισμένου γάμου, με μια βαθιά αγάπη να συνδέει ωστόσο τους δύο συζύγους. Ένα κείμενο, που σε αρκετά σημεία έχει τη μορφή λογοτεχνικού ή φιλοσοφικού δοκιμίου και ταυτόχρονα παρουσιάζει έναν μινιμαλιστικό ρεαλισμό, χωρίς στομφώδεις εξάρσεις και εντυπωσιασμούς, ένα κείμενο που, με τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης ως υπόβαθρο, εστιάζει κατά κύριο λόγο στην έννοια της γλώσσας, της μνήμης, της λήθης, κυρίως όμως στη διάσταση της ύπαρξης, της «εβραϊκότητας» και της «ουγγρικότητας» του συγγραφέα, της προσωπικής ταυτότητας στο πλαίσιο της πραγματικότητας, με τη μορφή λογοτεχνίας που κάθε άλλο παρά διδακτική φιλοδοξεί να είναι. Αξίζει να παραθέσω τον τρόπο που τελειώνει το βιβλίο:

«Εκείνη έφυγε και πήρε μαζί της το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μου, την εποχή που άρχισε η δημιουργία μου και έγινε πραγματικότητα και που –μέσα στον δυστυχισμένο γάμο μας– αγαπιόμασταν τόσο βαθιά. [...] Η ιστορία μου αποστάτησε: ξαφνικά η ισορροπία μου κλονίζεται σαν να έχω χαθεί και γλιστρώ, βγαίνοντας από τον χρόνο, ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Κάποτε, κάποια φορά, θα ανακάμψω από αυτή την κατάρρευση, θα ακολουθήσω την επίμονη φωνή που ξεπροβάλλοντας μέσα από την γκρίζα μου ομίχλη με καλεί να ξαναγυρίσω στη ζωή. Προς στιγμή όμως στέκω δίχως να ξέρω και δίχως να καταλαβαίνω κατά κάποιο τρόπο στο κατώφλι μεταξύ ζωής και θανάτου, το σώμα μου στρέφεται προς τον θάνατο, το κεφάλι γυρίζει προς τη ζωή, το πόδι σηκώνεται διστακτικά και ετοιμάζεται να κάνει το επόμενο βήμα. Ένα βήμα για πού; Δεν έχει σημασία, αφού αυτός που κάνει το βήμα δεν είμαι πια εγώ, είναι ένας άλλος...»

Η εμπειρία του στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, καταλυτική αυτή καθαυτή, πόσω μάλλον στην ηλικία των δεκαπέντε χρόνων, ενυπάρχει είτε σε πρώτο επίπεδο είτε διαχέεται χωρίς άμεση αναφορά σε όλα του τα έργα. Ο ίδιος δήλωνε άλλωστε πως «το Άουσβιτς είναι παντού».

Ο Κέρτες εστιάζει στο ερώτημα της ύπαρξης, της ταυτότητας. Προσωπικά, και χωρίς να τίθεται ζήτημα αξιολόγησης, θεωρώ εμβληματικά του συνολικού του έργου το «Μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο» και το «Εγώ, ένας άλλος» - και ως μεταφράστρια, και ως αναγνώστρια.

Στο «Μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2003, μετάφραση Γ.Λαγουδάκου), το οποίο δικαίως θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα βιβλία του 20ου αιώνα, παρακολουθούμε την εμπειρία ενός δεκαπεντάχρονου αγοριού που συλλαμβάνεται από τους ναζί, οδηγείται στο Άουσβιτς και στη συνέχεια στο Μπούχενβαλντ. Αντιλαμβάνεται τον ζόφο των στρατοπέδων με έναν δικό του αθώο τρόπο, ενώ ταυτόχρονα την εξέλιξη μοιάζει να ορίζει η δυναμική τής ίδιας της ζωής. Επιβιώνει, γυρίζει στο σπίτι του, συγγενείς και φίλοι τον συμβουλεύουν να ξεχάσει και να προχωρήσει – γεγονός που του προκαλεί αμηχανία. Αν και το βιβλίο βασίζεται σε αυτοβιογραφικά στοιχεία, ο συγγραφέας το αρνείται λέγοντας πως «Τα πάντα είναι μυθοπλασία. Ο άνθρωπος είναι μια μυθοπλασία». Είναι ένα μυθιστόρημα που σπάει τη νόρμα των μεταπολεμικών μυθιστορημάτων, κάνοντας ταυτόχρονα τον αναγνώστη να βλέπει τον κόσμο με μια καινούρια ματιά: τη ματιά ενός αγοριού που φτάνει στο Άουσβιτς χωρίς να ξέρει τίποτα για τα εκατομμύρια των Εβραίων που θανατώθηκαν, για τη ράμπα, τη διαλογή των κρατουμένων, τα κρεματόρια, τις καπνοδόχους. Με έναν τόνο που ο ίδιος ο Κέρτες αργότερα χαρακτήρισε «ατονικό», έναν τόνο που απέχει από κάθε προσπάθεια λογοτεχνικής υπερβολής και διάνθισης, με μια γλώσσα που περιγράφει ανεπιτήδευτα το ανείπωτο, βιώνουμε με τρόμο το αδιανόητο σαν να επρόκειτο για κάτι φυσικό – τόσο λεπτά είναι τα όρια που χωρίζουν τη λογική από την παράνοια. Αυτή του η εμπειρία, αναπότρεπτα καθοριστική για το σύνολο του έργου του, θα αποτελέσει για τον ίδιο υπαρξιακή συνειδητοποίηση. Η σχέση μας λοιπόν με την πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Κέρτες, δεν είναι αυτή του μεμονωμένου ατόμου με μια αντικειμενική πραγματικότητα που υπάρχει ανεξάρτητα και αυτόνομα, μετατρέποντας έτσι τον άνθρωπο σε αντικείμενο, αλλά όπως είπε στην ομιλία του κατά την απονομή του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας: «Εγώ, αντιθέτως, μια ωραία ανοιξιάτικη μέρα του 1955 συνειδητοποίησα ότι υπάρχει μία και μόνη πραγματικότητα – και αυτή η πραγματικότητα είμαι εγώ ο ίδιος, η ζωή μου, αυτό το εύθραυστο δώρο που μου δόθηκε για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, που κατασχέθηκε από άγνωστες, ξένες δυνάμεις και που έπρεπε να το ξαναπάρω πίσω από τη λεγόμενη Ιστορία, αυτόν τον τρομερό Μολώχ, επειδή ανήκει μόνο σε μένα και επειδή έπρεπε να το μεταχειριστώ αναλόγως».

Ο Ίμρε Κέρτες γεννήθηκε στη Βουδαπέστη το 1929 και πέθανε το 2016 στη Βουδαπέστη, όπου επέστρεψε μετά από πολλά χρόνια που έζησε στο Βερολίνο. Το 1944 συλλαμβάνεται από τους ναζί και μεταφέρεται μαζί με χιλιάδες άλλους Ούγγρους στο Άουσβιτς και έναν χρόνο αργότερα στο Μπούχενβαλντ. Εργάστηκε πολλά χρόνια ως μεταφραστής, μεταφράζοντας μεταξύ άλλων έργα των Βίτγκενσταϊν, Κανέτι, Νίτσε, Σνίτσλερ Φρόιντ, Χόφμαν από τα γερμανικά στα ουγγρικά. Το 1975 εκδίδεται το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Το μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο». Στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί επίσης τα έργα του «Καντίς για ένα αγέννητο παιδί» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2003, μετάφραση Μάγκυ Κοέν), «Εκκαθάριση» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2004, μετάφραση Γ.Λαγουδάκου), «Φάκελος Κ. - Μια έρευνα» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2007, μετάφραση Γ.Λαγουδάκου), «Αστυνομική ιστορία» (Εκδόσεις Κέδρος, 2007, μετάφραση Κατερίνα Τσόκα).

* Η Γιώτα Λαγουδάκου γεννήθηκε στη Γερμανία και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Στατιστική και Ασφαλιστική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά καθώς και Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο των Αθηνών. Ασχολείται επαγγελματικά με τη λογοτεχνική μετάφραση από το 1995, έχει διδάξει στο Ε.ΚΕ.ΜΕ.Λ. και στο Ινστιτούτο Γκαίτε και έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, έργα των Μ.Βάλζερ, Κ.Βολφ, Έ.Εσσε, Ί.Κέρτες, Χ.Μύλερ, Ά.Ντέμπλιν, Ί.Σούλτσε, Μ.Σούτερ, Στ.Τσβάιχ, Ε.Τ.Α Χόφμαν.

Γράφει η Γιώτα Λαγουδάκου*

Gallery άρθρου