Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Πρόσωπα και ιδέες

Martin Heidegger: Τι είναι ένας λαός;

Δημοσίευση: 25 Φεβ 2018 17:30

Ο Χάιντεγκερ (1889-1976) αναγνωρίζει στην έννοια του λαού ένα από τα καθοριστικά δομικά στοιχεία της πολυκύμαντης σκέψης του.

Ειδικότερα όμως, κατά την περίοδο μετά το «Είναι και Χρόνος», συνάπτει θεμελιωδώς την εν λόγω έννοια με την ιστορικότητα του Είναι και με τις ποικίλες μορφές του τελευταίου στο πλαίσιο της ιστορικότητάς του. Υπό μια γενική, πρωτίστως, θεώρηση, αυτός ο χαρισματικός φιλόσοφος αποφαίνεται πως μιλώντας για λαό φέρνουμε στο νου μας μια πολλαπλότητα σημασιών, που αποτρέπει κάθε εμμονή σε μια μονοδιάστατη ή μονομερή σημασία: η έννοια του λαού εκτυλίσσεται, κατά την ιστορική της χρήση, πολυδύναμα και ανάλογα πάντοτε με τις εκάστοτε δια-νοηματικές της φανερώσεις. Δεν παύει ωστόσο να συνιστά και εκείνη τη διακριτική και όχι λιγότερο διακριτή Εν-ότητα, κάτω από την οποία μπορούν να υπαχθούν όλες οι σχετικές διαφοροποιήσεις.

Κατά το πνεύμα έτσι μιας τέτοιας Εν-ότητας συναντάμε, κατ’ αρχήν, στο «Είναι και Χρόνος» την πεμπτουσία του λαού με τη μορφή της κοινότητας (Gemeinschaft) και όχι της κοινωνίας (Gesellschaft). Αυτή η κοινότητα εμπλουτίζεται στο μεταξύ, κατά το περιεχόμενο και μάλιστα με βάση την αρχαιοελληνική έννοια της πόλεως, στα ύστερα γραπτά του Χάιντεγκερ. Μέσα σε μια τέτοια αριστοτελικώς νοούμενη πολιτική κοινότητα έρχεται σε επαφή το Da-sein μας, η κοινοτική μας ύπαρξη, με τους άλλους και δοκιμάζει να υπάρξει αυθεντικά. Στην κοινωνία, απεναντίας, ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος το κοινόν αυτής ύπαρξης να καταπνιγεί ανάμεσα στις λαβίδες του γυμνού, αγελαίου ατομικισμού των πολλών και μιας αφηρημένης γενικότητας, ανωνυμίας της κοινωνίας. Το αυθεντικό Συνείναι (Mitsein) του Da-sein, δηλαδή η αυθεντική του συνύπαρξη, απηχεί την αληθινή δυνατότητα ύπαρξης του ανθρώπου και προσδιορίζει την κοινότητα ως ανώτερη μορφή παρ-ουσίας στον κόσμο της ανθρώπινης ύπαρξης έναντι της κοινωνίας, όπου συμβαίνει ανελέητος ανταγωνισμός συμφερόντων και ο αυθεντικός αγώνας υποβιβάζεται σε απλή πολεμική, σε δολοπλοκίες και ασύλληπτες για τον ανυποψίαστο νου μηχανορραφίες.

Αυτοί ακριβώς οι δολοπλόκοι: πολιτικοί, δουλοπρεπείς «διανοούμενοι», σωματειακές ενώσεις, επί μέρους συντεχνιακές ομάδες κ.λπ. βλέπουν την ουσία του λαού με τη διόπτρα του λαϊκισμού, του οικονομισμού, της επιβίωσης και όχι της βίωσης. Τούτο το «πνευματικό άρωμα» διοχετεύεται περαιτέρω, μέσω μιας στείρας σε νοήματα επικοινωνίας και εντεταλμένης εικονικής πραγματικότητας, στους πολλούς ως ιδεολογία και έτσι εξολοθρεύει τη μοναδικότητα του λαού. Ο λαός τότε γίνεται μάζα και παύει να έχει φωνή. Απέναντι σε μια τέτοια υπονόμευση της αυθεντικής του ουσίας, ο Χάιντεγκερ διερωτάται: μπορεί η φωνή του λαού να αντηχεί ακόμα; Ως προκύπτει από τα πράγματα, μια τέτοια φωνή δείχνει να σιγά και ποικίλες άλλες κακές απομιμήσεις αυτής της φωνής, με τις πιο γλυκόηχες ονομασίες, εμφανίζονται στο πολιτικό προσκήνιο, ήτοι σε όλο το φάσμα της πόλεως/πολιτείας, και ετοιμάζονται εκάστοτε να κατασπαράξουν το ήδη κατασπαραγμένο σώμα και πνεύμα του κοινοτικού χαρακτήρα του λαού: η πολιτική ομάδα δηλαδή τείνει να εξουσιάζει την κοινότητα, ήτοι το μέρος να καθυποτάσσει το Όλο.

Για να δούμε τι είναι λαός, μας λέει αυτός ο «μυστικός βασιλιάς της σκέψης» (H. Arendt), πρέπει να ξεκινάμε από το τι δεν είναι λαός. Τι δεν είναι λοιπόν λαός; Δεν είναι ένα πλήθος ανθρώπων, που συνδέει τον ενιαίο χαρακτήρα του με γεωγραφικά, βιολογικά, φυλετικά δεδομένα. Κατά την τρέχουσα αντίληψη είναι κι αυτό λαός, αλλά αποτελεί κυρίως μια ποσοτική άθροιση ατόμων, εν πολλοίς χθαμαλή και καθεύδουσα: μια μαζοποίηση χωρίς αυθεντικότητα και καμιά εν-νόηση του λαού ως ενιαίας δημιουργικής ολότητας, δηλαδή υπό τη μορφή της ως άνω κοινότητας. Επίσης δεν μπορεί να συλλαμβάνεται ο λαός ως ένας κλειστός κόσμος μιας ορισμένης σωματικής, ψυχικής ή πνευματικής συλλογικότητας. Σ’ αυτές και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, η έννοια του λαού είναι εντελώς αφηρημένη, καθώς η έννοια του ανθρώπου, που εμπεριέχεται μέσα στην έννοια του λαού, δεν συλλαμβάνεται στην ιστορικότητά του, στο πεπρωμένο του, αλλά ως συμβεβηκός, ως συμπτωματική ιδιότητα, με αποτέλεσμα πλήθη και μάζες ανθρώπινων κοινωνιών να μετατρέπονται σε όχλο, σε συρφετό, υπολογιστικά χειραγωγούμενο από τις μεν ή τις δε πολιτικές, επιστημονικές, κοινωνικές και άλλεςεξουσιαστικές μορφές μηχανισμών.

  Έτσι συμβαίνει το ιστορικά παράδοξο: ενώ είναι όχλος, να μην κατανοεί τον εαυτό του ως όχλο –γιατί τότε δεν θα ήταν όχλος– αλλά ως τον πιο σπουδαιοφανή παράγοντα μέσα στην κοινωνική, πολιτική και την καθιδρυμένη πλέον με διάφορα τεχνάσματα πλαισιοθέτησή του (Gestell). Ορισμένως λοιπόν το τι είναι λαός παραπέμπει στην κοινότητα που ρωτάει: ποιοι είμαστε ως λαός; Αυτή η μετατόπιση από το τι στο ποιοι δεν είναι απλώς μετατροπή της μιας λέξης στην άλλη, μας προειδοποιεί ο Χάιντεγκερ, αλλά ουσιαστικά μετασχηματισμός του δικού μας Είναι, της δικής μας υπαρκτικής οντότητας. Ο λαός παύει να είναι όχλος, όταν ως ύπαρξη, ως Dasein, ρωτά για τον Είναι του, για το ποιος είναι. Αυτή η ερωτηματική στάση τον οδηγεί σε αναζήτηση του νοήματος σε σχέση με αυτό που είναι ή ακόμη δεν είναι. Τον καθιστά ικανό για απόφαση, καθώς η τελευταία ιδιάζει στην φύση του. Αλλά για ποια απόφαση; Για την απόφαση να σκεφτεί το Είναι της ύπαρξής του. Η απόφαση λοιπόν, η ιδιάζουσα στο λαό, συνυφαίνεται με δυο τινά: πρώτον, με το να τον φέρνει αντιμέτωπο με το πεπρωμένο του. Φυσικά, αντιμέτωπος με το πεπρωμένο του είναι κάποιος, άτομο ή λαός, όπως καλή ώρα ο ελληνικός, κάθε στιγμή και κάθε ώρα. Το ζητούμενο όμως είναι πώς και πόσο το κατανοεί αυτό, και συνακόλουθα ποια είναι η σχετική μέριμνα εκ μέρους του.

  Δεύτερον, με το να τον τοποθετεί, από πλευράς χρόνου, ανάμεσα στη αρχή και το τέλος, ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Τούτο το Ανάμεσα, το πλατωνικώς Μεταξύ, με τη σειρά του: α) προσδιορίζει το Dasein του λαού ως μέριμνα και β) το συνδέει με την ιστορικότητά του. Το εν λόγω Dasein αφανίζεται ή ευδοκιμεί, όταν έχει επίγνωση σχετικά με το εάν είναι πραγματικά, αυθεντικά στον εαυτό του ή μόνο κατ’ επίφαση και επιφανειακάˑ τουτέστιν, όταν μεριμνά για την ιστορία του εαυτού του ως ανθρώπινου Dasein, δηλαδή για το να υπάρχει ιστορικά. Τι σημαίνει όμως, για έναν λαό, να υπάρχει ιστορικά; Σημαίνει όχι μόνο να μετέχει με κάποιο τρόπο στην ιστορία, αλλά να την παράγει με δημιουργικό τρόπο. Ο τρόπος που την παράγει ανοίγει ή κλείνει τον δρόμο στην υπαρκτική κατανόηση της ιστορικότητάς του, στο ξέφωτο του Είναι του.

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τον ελληνικό λαό: εάν αυτοπαγιδεύεται σε μουσειακές νοο-τροπίες, σε χρονολογικές αναφορές, σε παρελθοντικές αφηγήσεις, σε πολιτικο-αφελείς παλιμπαιδισμούς της μαζικής κουλτούρας και κάθε τέτοιου είδους σαθρά ιδεολογήματα αρρωστημένων προσώπων ή συμφεροντολογικών ομάδων, τότε διάγει την πιο ολέθρια για το ιστορικό του Είναι κάθοδο του σκοταδισμού μέσα στο ένα ή το άλλο καθορισμένο χρονικό σημείο: ας πούμε στο χρονικό σημείο ενός κοινωνικού θεάματος που τον θαμπώνει, παράλογων πολιτικών ή άλλων επιλογών, ασυνάρτητων συμπεριφορών δημοσίων προσώπων κ.λπ. Αναπόφευκτα τότε χάνει από μπροστά του τον ευρύτερο ιστορικό ορίζοντα, δηλαδή το δικό του παρατηρητήριο κατόπτευσης των συμβάντων, τον ιδιάζοντα στη φύση του τρόπο απόφασης για την ύπαρξή του και βυθίζεται μέσα στην ανεστιότητα.

Εάν, απεναντίας, εδώ και τώρα μάχεται για τη δέουσα στιγμή της αυθεντικής του φωτεινότητας, διαμορφώνει με ελεύθερο τρόπο την προσωπική του μοίρα και αποτρέπει, στο δυνατό βαθμό, παρενέργειες ενός μαζοποιημένου πεπρωμένου, αρνείται να αποδεχτεί, ως ιστορική του παρ-ουσία στον κόσμο, τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, με το σκεπτικό ότι υπάρχουν κι άλλοι λαοί που έχουν συμφιλιωθεί με τη δική τους νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Εν τέλει, ο Χάιντεγκερ συνοψίζει ως εξής: «Ένας λαός γίνεται λαός μόνο, όταν εκείνοι που είναι οι πιο μοναδικοί του φθάνουν και αρχίζουν να διαισθάνονται, να υποψιάζονται. Έτσι γίνεται το πρώτον ελεύθερος για τον νόμο του που πρέπει να κατακτά με αγώνα ως την έσχατη αναγκαιότητα της πιο ευγενούς στιγμής του. Η φιλοσοφία ενός λαού είναι εκείνο που καθιστά τον λαό ένα λαό της φιλοσοφίας, που ιστορικά θεμελιώνει τον λαό στο Da-sein του και τον παρωθεί να γίνεται φύλακας της αλήθειας του Είναι [του]» (GA 65, σ. 43).

* Γράφει ο Δημήτρης Τζωρτζόπουλος

* Τη σειρά επιμελείται ο Αχιλλέας Ε. Κούμπος

Σχετικά Άρθρα