Εκτύπωση αυτής της σελίδας

ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΕΣ

Γεώργιος Β. Γράβαρης (1876-1913)

Αναμνήσεις από τον πόλεμο του 1897: Τύρναβος, Καζακλάρ, Λάρισα (Β’ μέρος)

Δημοσίευση: 14 Μαρ 2021 17:36
Λάρισα, 8 Ιουνίου 1897. Ο Γερμανός στρατηγός VonGrumbckow με Τούρκους επιτελείς στη γέφυρα του Πηνειού. © Edmond Lardy (1897) Λάρισα, 8 Ιουνίου 1897. Ο Γερμανός στρατηγός VonGrumbckow με Τούρκους επιτελείς στη γέφυρα του Πηνειού. © Edmond Lardy (1897)

Συνεχίζουμε την παράθεση αποσπασμάτων (που αφορούν τον Τύρναβο, το Καζακλάρ (Αμπελώνα) και τη Λάρισα) από το προσωπικό ημερολόγιο του ανθυπολοχαγού του Μηχανικού Γεωργίου Γράβαρη κατά τη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897.

Όπως προαναφέρθηκε την περασμένη Κυριακή (7 Μαρτίου 2021), το ημερολόγιό του δημοσιεύθηκε το 1909 στο περιοδικό «Αθήναι» (Παράρτημα της εφημερίδας «Αθήναι») που εξέδιδε ο Γεώργιος Πωπ [1].
«Εισερχόμεθα εις την πόλιν [= Λάρισα]. Σπαρακτική θέα! Απαισία η ανάμιξις εκείνη, εξακολουθούσα και εν τη πόλει, με τας φωνάς ακουομένας περισσότερον εν τω κλειστώ χώρω. Καταστήματα, καφφενεία, οικίαι κλειστά. Πολίται έξαλλοι εκ του τρόμου, γυναίκες λυσίκομοι [= με αχτένιστα μαλλιά], πληρούσι τον αέρα διά κραυγών απελπισίας. Έν ζαχαροπλαστείον ανοικτόν πληρούται από πολίτας και αξιωματικούς. Εις μάτην ο νομάρχης κ. Μπουκλάκος [= Γεώργιος Μπουκλάκος] προσπαθεί να δώση εις τους πολίτας θάρρος υπισχνούμενος ότι ο στρατός θα υπερασπισθή την πόλιν. Αι συζητήσεις, αι φωναί, τα συλληπητήρια των αξιωματικών εξακολουθούσι. Η λέξις προδοσία αντηχεί πανταχόθεν. Αγνοεί τις, τι να υποθέση. Οι αξιωματικοί είνε οι περισσότερον δυστυχείς εις την περίστασιν αυτήν μη ειξεύροντες, πώς να εξηγήσωσι την φυγήν μετά αν όχι νίκην, ουχί όμως ήτταν. Και αι συζητήσεις εξακολουθούσι μεταξύ των αΰπνων και νηστικών εκείνων ανθρώπων, υπό το φως του λαμπτήρος του ζαχαροπλαστείου, εν μέσω του απεριγράπτου συνωστισμού. Άλλοι κάθηνται επί του πατώματος, άλλοι επί τραπεζών. Προσπαθούσι να παύσωσι την πείνα των τρώγοντες γλυκίσματα. Και αι αυταί συζητήσεις, επί του αυτού αντικειμένου, άνευ λύσεως ή εις το αυτό συμπέρασμα πάντοτε καταλήγουσαι: Προδοσία, προδοσία.
Έξω εις την πλατείαν των δικαστηρίων [= Κεντρική πλατεία], άλλοι αξιωματικοί προσπαθούσι να συνάξωσιν τους άνδρας των. Και ακούει τις φωνάς «3ον πεζικόν σύνταγμα», «σκαπανείς» κτλ. Εις μάτην! Ολίγοι, ολίγιστοι συναθροίζονται. Οι περισσότεροι θα έχωσι πέση εις καμμίαν γωνίαν τοίχου, εις κανένα χάνδακα, διά να κοιμηθώσι τουλάχιστον ολίγον. Είνε τρεις μέρες άυπνοι, από τριών ημερών βαδίζουσιν απαύστως. Δυστυχής στρατός, άξιος καλλιτέρων αρχηγών! Δυστυχείς αξιωματικοί, βλέποντας τας ελπίδας των σβεσθείσας [= να έχουν σβήσει], τα όνειρά των καταρρεύσαντα! Οι περισσότεροι δεν εκοιμήθημεν και εκείνην την νύκτα. Ευτυχείς όσοι ηδυνήθησαν να εύρωσι κανέν τραπέζι ή κάθισμα να εξαπλωθώσιν ολίγον. Μυστήριον απομένουσιν ακόμη ημίν [= σε εμάς] οι λόγοι της υποχωρήσεως. Αργότερον εμάθαμεν αυτούς [...].
Λάρισα, Σάββατον 12 Απριλίου 1897. Εγειρόμεθα πρωί. Λέγω εγειρόμεθα εκ συνηθείας. Έξω εις τας οδούς σύγχυσις φρικώδης. Το επιτελείον του στρατού μας αναχωρεί άγνωστον διά πού, άγνωστον διά τι. Είνε λυπηρόν, λυπηρότατον το θέαμα των κατοίκων επί τω ακούσματι τούτω. Απέλπιδες, περίλυποι, τρομασμένοι, μη δυνάμενοι να βαδίσωσι σταθερώς εκ της απογνώσεως, μας θεωρούσι με την σιγηλήν, την άφωνον αλλά τόσω εκφραστικήν όψιν των την διαβρεχομένην υπό των δακρύων, τα οποία προυκάλεσεν η απόστασις και της τελευταίας των ελπίδος. Αι γυναίκες δεν δύνανται να κρατηθώσι. Γυναίκες καλής τάξεως, μεσαίας, του όχλου, αναμίξ λυσίκομοι [= με αχτένιστα μαλλιά], τρελλαί, με οφθαλμούς εκ των δακρύων, του τρόμου, της αϋπνίας εξωγκωμένους και ερυθρούς, με κινήσεις αποτόμους και διακεκομμένας, σύρουσι τους πόδας των αι περισσότεραι εις παντούφλας, εκσπώσιν εις αράς [= εκτοξεύοντας κατάρες], βλασφημίας, απειλάς κατά παντός ιερού και ανθρωπίνου. Αι φωναί κατά των αρχηγών μας, κατά του στρατού διακεκομμένας από λυγμούς και βραχναί διασταυρούνται «Άτιμε στρατέ, άτιμον επιτελείον». Γυναίκες του λαού με τους μαστούς έξω, ημίγυμνοι πολλαί, βρέφη κρατούσαι κλαίοντα, ως εάν ηννόουν, προσπαθούσι να μαζεύσωσιν ολίγα πράγματα διά να φύγωσι το αιώνιον φόβητρόν των, τον επερχόμενον Τούρκον.
Εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν το τι γίνεται είνε απερίγραπτον. Συνωστισμός ανδρών, γυναικών, παιδίων, στρατιωτικών αμαξών, κάρρων, φορτηγών. Τις να πρωτοπεράση! Εδώ πατήρ χωρίζεται από το παιδίον του, το οποίον φωνάζον και κλαίον, τρέχει, προσπαθεί να τρέξη, συγκρουόμενον και παραπαίον προς εύρεσιν του πατρός. Το αίσθημα της αυτοσυντηρήσεως διεχωρίζετο στενώς συνδεδεμένα άτομα. Και σπεύδει έκαστος να καταλάβη θέσιν, διότι ο σιδηρόδρομος θα φύγη και αλλοίμονον. Εθελονταί τινές [= ξένοι φιλέλληνες εθελοντές] προσπαθούσι να εισέλθωσιν εις το τραίνον και συγκρούονται με ημετέρους στρατιώτας, ούτω δε παρ’ ολίγον να προκύψη αιματοχυσία. Και όλη αυτή η φυγή άγνωστον ακόμη διατί. Ακόμη δεν ειξεύρομεν ότι η Λάρισσα θα εγκαταλειφθή.
Οι στρατιώται σπεύδουσι προς την πλατείαν των στρατώνων, όπου επρόκειτο να γείνη η συνάθροισις. Συνάγονται οι παρόντες, το ήμισυ του όλου, ολιγώτεροι ίσως. Τα πρώτα συνταχθέντα σώματα αναχωρούσι. Νομίζομεν ότι αναχωρούν διά να καταλάβουν τα προ της Λαρίσσης οχυρώματα, ότε μανθάνομεν ότι υποχωρούσι προς την Φάρσαλον. Ώστε δευτέρα υποχώρησις και αυτή άνευ μάχης. Ο λόχος μου διατάσσεται να καταστρέψη την γέφυραν. Εισέρχομαι εις την πόλιν. Ψυχή ζώσα εκτός τινών στρατιωτών σπευδόντων μήπως δυνηθώσι να συνάξωσιν πράγματα τινά του δημοσίου [= από τις δημόσιες υπηρεσίες]. Αλλά πως! Ολόκληραι αι αποθήκαι άπαντος του εν Θεσσαλία στρατού πλήρεις πυρομαχικών, τροφών, ενδυμάτων μέλλουσι να καταληφθώσιν υπό των Τούρκων. 14 τοπομαχικά πυροβόλα εγκατελείφθησαν, αφού αφηρέθησαν τα κλείστρα των.
Κραυγαί αίφνης ζωηραί ηκούονται «Ζήτω ο στρατός». Και άνθρωποι τρέχουσι πετώντας τα καπέλλα των εις τον αέρα, χαρούμενοι αλλά με όψεις αγρίας. Είνε οι κατάδικοι απολυθέντες των φυλακών. Δυστυχή στρατέ! Επέπρωτο ν’ ακούσης ζητωκραυγάς από καταδίκους μόνον μετά την υποχώρησίν σου! Και οι κατάδικοι αυτοί μέλλουσι να ληστεύσωσι τας οικίας, ώστε ν’ αναγκάσωσι τους εναπομείναντας κατοίκους να προσκαλέσωσιν αυτοί οι ίδιοι τους Τούρκους. Ήτο σπαρακτικόν το θέαμα, ως μοι έλεγεν φίλος μου τις, μετά την αναχώρησιν του στρατού, των σπασμένων θυρών, των διεσκορπισμένων εμπορευμάτων, του αίματος τέλος της πρωτευούσης πόλεως της Θεσσαλίας κεχυμένου εν ταις οδοίς. Και ως σαρκοβόρα όρνεα, κόρακες επί πτώματος, τα τέρατα τα απόβλητα με τους αντάρτας τους οποίους τινές ηθέλησαν να ονομάσωσιν αρματωλούς, διά να βεβηλωθεί το ιερόν εκείνον όνομα.
Όταν εισήλθομεν εις την πόλιν, άλλη διαταγή μας αναγκάζει ν’ακολουθήσωμεν τον υποχωρούντα στρατόν. Άλλος λόχος μηχανικού επεφορτίσθη την καταστροφήν της γεφύρας, αλλ’ άλλαι σκέψεις επικρατήσασαι κατόπιν ανέστειλαν την εκτέλεσιν. Ούτως εκ των μονίμων γεφυρών ουδεμία κατεστράφη, μόνον δ’ αι δύο στρατιωτικαί γέφυραι του Κουτσοχέρου και της Γουνίτσης [= Αμυγδαλέας] εκάησαν, ως και η του Μακροχωρίου κατεστράφη. Ανεχωρήσαμεν εκ Λαρίσσης την 11ην π. μ. [...]».

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. Γεώργιος Γράβαρης, «Ημερολόγιον αξιωματικού κατά τον πόλεμο του 1897», Αθήναι (Αθήνα), έτος Β’, αρ. 12 (Δεκέμβριος 1909), σ. 2261-2282. Ειδικώς σ. 2266-2267.

 

Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου