Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ο ΛΑΡΙΣΑΙΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ ΑΡΓΥΡΗΣ ΦΑΣΟΥΛΑΣ ΕΞΙΣΤΟΡΕΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΜΙΑΣ ...ΠΑΓΩΜΕΝΗΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ

O πρώτος Έλληνας αρχαιολόγος στο Βόρειο Πόλο

Δημοσίευση: 11 Μαρ 2013 2:00 | Τελευταία ενημέρωση: 23 Σεπ 2015 14:46

 

Της Χαρίκλειας Βλαχάκη

Το καλοκαίρι που μας πέρασε και ενώ οι περισσότεροι απολάμβαναν τις διακοπές τους σε κάποια ηλιόλουστη παραλία, ένας Λαρισαίος ξεκινούσε το ταξίδι του για το Βόρειο Πόλο.

O αρχαιολόγος Αργύρης Φασούλας, υποψήφιος διδάκτωρ του πανεπιστημίου της Σορβόνης μας εξιστορεί την ιστορία μια ανασκαφής και ένα ταξίδι από τη ζέστη στο κρύο, από την ηλιοφάνεια στο ημερονύκτιο κι από τις ανέσεις της πόλης σε έναν πρόχειρο καταυλισμό στις ακτές του ακρωτηρίου του Espenberg στην Αλάσκα, εκεί όπου η Βερίγγειος θάλασσα συναντά τον Αρκτικό ωκεανό.

 

Ποιο ήταν το αντικείμενο της ανασκαφής;

Ουσιαστικά αυτό που εξετάζαμε, ήταν το πέρασμα πληθυσμών από τη βορειοανατολική Ασία στην Αλάσκα και η προσαρμογή τους στις ακτές της αρκτικής, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης μελέτης σχετικά με την αντίδραση του ανθρώπου στις κλιματικές αλλαγές.

Πρόκειται για μια διαδικασία που επαναλήφθηκε αρκετές φορές στο παρελθόν, χωρίς όμως να ξέρουμε πόσες ακριβώς. Η έρευνα μας εξέταζε ένα από αυτά τα περάσματα, που σύμφωνα με τις προϊστορικές μελέτες, συντελέστηκε ανάμεσα στο 1100 με 1600 μ. Χ.

Οι λαοί αυτοί, των οποίων απευθείας απόγονοι είναι οι σημερινοί Εσκιμώοι, κατά τη μετάβαση τους από τη Σιβηρία στις ακτές της χερσονήσου της Αλάσκα, αντικατέστησαν τους αυτόχθονες πληθυσμούς, εξαφανίζοντας κάθε ίχνος τους. Ο πολιτισμός που ανέπτυξαν προσαρμόστηκε στο κλίμα των ακτών γύρω από τον αρκτικό ωκεανό και ουδέποτε επιχείρησαν να προχωρήσουν στην ενδοχώρα.

Με το πέρασμα των αιώνων και από περιοχή σε περιοχή, αυτοί οι πληθυσμοί έδωσαν το σύνολο των λαών που εμείς εθνογραφικά αναγνωρίζουμε ως Λάπωνες, Εσκιμώους κ.λ.π, και οι οποίοι ανήκουν μεν στην ίδια γλωσσική πολιτισμική ομάδα υπάρχουν όμως ουσιαστικές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους.

Από το πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι, όπου κάνεις το διδακτορικό σου πάνω στα νεολιθικά ειδώλια της Θεσσαλίας, πώς κατέληξες σε μια ανασκαφή για τους Εσκιμώους στην Αλάσκα;

Η αλήθεια είναι ότι σύμφωνα με το πρόγραμμα μου έπρεπε να βρίσκομαι στη Συρία. Τα πολιτικά γεγονότα όμως δεν το επέτρεψαν και έτσι εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία να παρακολουθήσω ένα άλλο ερευνητικό πρόγραμμα, παρά το ότι ήταν εκτός του αντικειμένου μου. Μάλιστα όπως πληροφορήθηκα φτάνοντας εκεί, ήμουν ο μοναδικός Έλληνας αρχαιολόγος που είχε μετάσχει ποτέ σε ανασκαφή στην Αλάσκα! Την ανασκαφή διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο της Αλάσκας σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Colorado και τη συμμετοχή επιστημόνων και φοιτητών από όλο τον κόσμο.

Πως έφτασες ως εκεί;

Αεροπορικώς από το Παρίσι στη Μινεάπολη και από εκεί στην πόλη Fairbanks στην Αλάσκα, όπου μείναμε δύο βράδια. Δηλαδή δύο βράδια «ημέρες» υπό τον Ήλιο του Μεσονυχτίου, γιατί στις αρχές Ιουνίου, οπότε φτάσαμε, είχε ήδη ξεκινήσει το ουράνιο φαινόμενο του ημερονυκτίου. Ο Ήλιος του Μεσονυχτίου εμφανίζεται στα γεωγραφικά πλάτη εντός των δύο αρκτικών κύκλων κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Αντιθέτως όταν φεύγαμε, μετά από τρεις μήνες στα τέλη Αυγούστου, η μέρα είχε αρχίσει να μικραίνει, καθώς ξεκινούσε σιγά - σιγά η Πολική Νύχτα.

Σε αυτές τις δύο ημέρες στο Fairbanks, μεταξύ άλλων κάναμε εκπαίδευση για αντιμετώπιση αρκούδας. Με λίγα λόγια, δεν την πλησιάζουμε, δεν την τρομάζουμε. Επίσης μας ενημέρωσαν για τα διάφορα είδη επίθεσης που μπορεί να δεχθούμε, είτε προσποιητά γιατί θέλουν να σε διώξουν, είτε πραγματικά γιατί απλά πεινάνε κι αναζητούν τροφή και μάθαμε να χειριζόμαστε σπρέι για αρκούδες, με τα οποία ψεκάζεις αν σε πλησιάσουν στα 7 μέτρα. Τέλος, μάθαμε να χρησιμοποιούμε όπλο σύμφωνα με τους νόμους της Αμερικής και πήραμε και το σχετικό δίπλωμα.

Με την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης πετάξαμε με διθέσια αεροπλάνα προς το Kotzebue, μια παραγκούπολη 500 κατοίκων και από εκεί κάναμε άλλες δύο ώρες πτήση μέχρι το ακρωτήρι του Espenberg, όπου έγινε η ανασκαφή.

Ακούγεται κάπως περίεργο να πηγαίνεις σε μια ανασκαφή και να καταλήγεις να οπλοφορείς.

Κι όμως ήταν απαραίτητο γιατί ο καταυλισμός μας, ήταν μέσα σε ένα εθνικό πάρκο, χωρίς δρόμους, χωρίς οδούς επικοινωνίας και διαφυγής. Σχεδόν όλο το βόρειο τμήμα της Αλάσκας είναι ένα πάρκο. Είναι τόσο αραιοκατοικημένη και τόσο δύσκολα προσεγγίσιμη, με τεράστιες αποστάσεις και βαλτώδη εδάφη που ότι και να συμβεί κανείς δεν θα προστρέξει σε βοήθεια.

Πόσο δύσκολο ήταν να το συνηθίσεις όλο αυτό;

Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολο. Καταρχήν έπρεπε να συνηθίσουμε την ηλιοφάνεια μέρα- νύχτα. Την πρώτη βραδιά, έκλεισα το παράθυρο καλά για να μην μπαίνει φως αλλά γενικά, τελειώνοντας την ανασκαφή ήσουν τόσο κουρασμένος που απλά έβαζες ένα μαντίλι στα μάτια και κοιμόσουν. Μετά, ακριβώς επειδή ζούσαμε μέσα σε εθνικό πάρκο και δεν είχαμε δικαίωμα να επέμβουμε, να αγγίξουμε, να μολύνουμε ή να καταστρέψουμε τίποτα, έπρεπε να διαχειριστούμε τα πάντα και να σεβαστούμε τα πάντα. Δηλαδή καίγαμε τα σκουπίδια, αντλούσαμε νερό από τους βάλτους το οποίο καθαρίζαμε με διάφορα φίλτρα, πριν μπορέσουμε να πιούμε ή να μαγειρέψουμε και ανεχόμασταν υπομονετικά τις χιλιάδες μαρμότες που μας έκαναν το βίο, αβίωτο. Ήταν μια μάστιγα. Μας έπαιρναν τις κάλτσες, έτρωγαν τις σκηνές. Ότι και αν έκαναν δεν είχαμε δικαίωμα να τις ακουμπήσουμε, ούτε καν να τις ταΐσουμε πέρα από έναν Εσκιμώο φοιτητή αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της Αλάσκας, ο οποίος μετείχε στην ανασκαφή και μάλιστα όταν αποφοιτήσει θα είναι ο πρώτος Εσκιμώος αρχαιολόγος.

Ευτυχώς κάποια στιγμή εμφανίστηκαν αλεπούδες για τις οποίες οι μαρμότες ήταν εκλεκτός μεζές. Ήταν τόσες πολλές, που οι αλεπούδες επέλεγαν ποιές θα φάνε ή τις σκότωναν για να παίξουν. Επίσης μάθαμε ότι οι μαρμότες είναι και κανίβαλοι αφού έτρωγαν ότι άφηναν οι αλεπούδες. Μετά είχαμε τα κουνούπια. Εκατομμύρια κουνούπια από τα οποία ήταν αδύνατο να προστατευτείς. Την ημέρα, στη διάρκεια της ανασκαφής, φροντίζαμε να καλύπτουμε κάθε σημείο του σώματος και του προσώπου. Το βράδυ όταν πήγαινες να ξαπλώσεις, ήταν αδύνατο να διώξεις από τα αυτιά σου το συνεχές βουητό με το οποίο δούλευες όλη μέρα. Γενικότερα ήσουν πολύ κοντά στον κύκλο της ζωής και της τροφικής αλυσίδας, κάτι που βιώσαμε πολύ έντονα όταν ένα πρωί ξυπνήσαμε και είδαμε ίχνη από αρκούδα δίπλα από τις σκηνές. Όπως διαπιστώσαμε αργότερα, λίγα μέτρα μακριά στην ακτή, είχε ξεβραστεί ένα κουφάρι θαλάσσιου ελέφαντα, το οποίο προφανώς την προσέλκυσε. Οι πατημασιές έδειξαν πως ήρθε από εκεί, έφτασε μέχρι τις σκηνές μας και μετά έκανε στροφή 90 μοιρών και έφυγε με μεγάλες δρασκελιές, πράγμα που σημαίνει πως γνώριζε τι εστί άνθρωπος, κάτι πολύ καλό για την περίπτωση μας.

Γύρω μας βοσκούσαν μοσχοβούβαλοι, σχετικά ακίνδυνοι, ιδιαίτερα σε σχέση με τα θαλασσοπούλια που πετούσαν από πάνω μας και επιτίθονταν με το ράμφος στο ψηλότερο σημείο του σώματος. Δηλαδή στο κεφάλι. Για αυτό, αν παρατηρήσετε στις φωτογραφίες, κυκλοφορούμε όλοι κρατώντας ψηλά στα χέρια ξύλα, έτσι ώστε να χτυπούν σε αυτά.

Είδαμε φώκιες, μια λευκή φάλαινα και ένα Σάββατο που πήγαμε προς την ενδοχώρα για να επισημάνουμε κάποιες νέες θέσεις, ο αρχηγός της αποστολής είδε από μακριά μια αρκούδα με δύο μωρά και οπισθοχωρήσαμε άμεσα. Μαμά αρκούδα με μωρά, ίσον θάνατος. Και πάλι ευτυχώς που δεν ήταν λευκή αρκούδα, από την οποία, αν σε δει, δεν υπάρχει περίπτωση να ξεφύγεις.

Σε ότι αφορά στο αντικείμενο της ανασκαφής, υπήρξαν σημαντικά ευρήματα;

Τέτοιου είδους ανασκαφές, διοργανώνονται σπάνια καθώς είναι και δύσκολες και πολύ ακριβές. Οπότε έγινε μια πολύ σημαντική και εκτεταμένη έρευνα, στην οποία σκάφτηκαν ολόκληρα σπίτια και καταγράφηκαν νέα δεδομένα σχετικά με την αρχιτεκτονική και τον τρόπο ζωής. Αν και τα στοιχεία που έχουμε για τον προηγούμενο πληθυσμό είναι σχετικά αφηρημένα, τα ευρήματα έρχονται να αποσαφηνίσουν με επιστημονικό τρόπο, κάποια επιμέρους ερωτήματα. Για παράδειγμα γνωρίζαμε ότι οι αυτόχθονες πληθυσμοί ήταν ειρηνικοί, μέσα από την έρευνα όμως τεκμηριώθηκε η άποψη ότι, οι λαοί που ήρθαν από τη Σιβηρία ήταν εξαιρετικά βίαιοι για αυτό άλλωστε εξαφάνισαν κυριολεκτικά κάθε ίχνος του προηγούμενου πολιτισμού.

Βρέθηκαν μεγάλα μαχαίρια φτιαγμένα από κόκαλο αρκούδας, κάποια πλακίδια φτιαγμένα από κόκκαλο που αποτελούν μέρος από πανοπλία, ένα κομμάτι από πανοπλία αλόγου, πράγμα πολύ σπάνιο καθώς είναι σχεδόν αδύνατο να υπήρχε άλογο στην περιοχή. Όλα αυτά είναι δείγματα, μιας οργανωμένης εκστρατείας και σαφώς μαρτυρίες πολέμου. Επίσης, το ότι προσάρμοσαν τον τρόπο ζωής τους στις ακτές και δεν προχώρησαν στο εσωτερικό, δείχνει ότι στην ενδοχώρα πιθανόν να υπήρχαν άλλοι πιο δυνατοί πληθυσμοί με τους οποίους δεν ήθελαν να συγκρουστούν.

Τέλος, έχουμε και κάποιους συμβολισμούς που μας δίνουν στοιχεία για τον πολιτισμό τους, όπως το ότι τα εργαλεία με τα οποία κυνηγούσαν ζώα στην ξηρά ήταν φτιαγμένα από οστά ή κέρατα ζώων της ξηράς και αντίστοιχα για το κυνήγι στη θάλασσα, από ζώα της θάλασσας. Βρήκαμε επίσης κομμάτι από καράβι ή ίσως κουπί, ενσωματωμένο στην τοιχοποιία ενός σπιτιού που ανασκάφθηκε, το οποίο μαρτυρά ότι γινόταν ανακύκλωση υλικών. Αυτό προφανώς συνέβαινε γιατί στην περιοχή δεν υπάρχουν πρώτες ύλες, οπότε οτιδήποτε χρησιμοποιούσαν προέρχονταν από συλλογή. Με τις καταιγίδες το χειμώνα τα ποτάμια κατέβαζαν στον αρκτικό κορμούς που ξέβραζε η θάλασσα το καλοκαίρι. Με αυτά τα ξύλα έφτιαχναν σπίτια και βάρκες και φρόντιζαν να τα διατηρούν σε πολύ καλή κατάσταση, μονώνοντας τα με λίπος ή άλλες τεχνικές, ώστε να αντέχουν στο χρόνο. Γενικότερα γνωρίζουμε ότι ήταν πολύ καλοί τεχνίτες.

Οι αρχαιολόγοι που δουλεύουν σε αυτές τις περιοχές, έχουν την τύχη να συναντούν ακόμη και σήμερα στην καθημερινή ζωή των Εσκιμώων, πολλά εθνογραφικά στοιχεία του παρελθόντος και αυτά τους βοηθούν σημαντικά στο να εξηγήσουν αυτά που βρίσκουν.

Σε αυτό το πλαίσιο της γνωριμίας με τον πολιτισμό τους, κάποια στιγμή μας επισκέφθηκε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων ιθαγενών, Ινουίτ όπως λέγονται οι Εσκιμώοι της Αλάσκας, μας έφεραν σολομούς που μόλις είχαν ψαρέψει και μας μαγείρεψαν μόκτοκ, το παραδοσιακό τους φαγητό που είναι φτιαγμένο από κρέας φάλαινας, φώκια λιαστή, κρέας καριμπού κ.α. Γενικότερα είναι πολύ απλοί και πολύ φιλόξενοι άνθρωποι.

Θα ξαναπήγαινες αν σου δινόταν οι ευκαιρία;

Σίγουρα ναι, γιατί παρότι δεν είναι το αντικείμενο μου, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω σπουδαίους αρχαιολόγους και πολύ καλούς ανθρώπους.