Εκτύπωση αυτής της σελίδας

ΨΙΛΟΚΟΜΜΕΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΚΟΙΛΙΤΣΕΣ, ΠΟΔΑΡΑΚΙΑ ΚΑΙ ΜΠΟΛΙΚΟ ΣΚΟΡΔΟΞΥΔΟ

Το χωνευτήρι της νύχτας…

* Πατσατζίδικα: Εκεί που οι παράνομοι τρώνε αντίκρυ με τους αστυνομικούς και εκεί που οι ξενύχτηδες δίνουν τη σκυτάλη στους μεροκαματιάρηδες

Δημοσίευση: 25 Μαρ 2017 23:55 | Τελευταία ενημέρωση: 26 Μαρ 2017 19:26

Τραβάει μια καρέκλα και αφήνει τα κλειδιά με θόρυβο στο τραπέζι. Οδηγούσε όλη νύχτα δρομολόγιο με πορτοκάλια από το Άργος στη Λάρισα.

Στην περιοχή του Σταθμού έχει ήδη ξημερώσει. Αυτός όμως ετοιμάζεται να πάει για ύπνο. Μια τελευταία στάση για πατσά. Ο σερβιτόρος με ακρίβεια χιλιοστού, έτσι ώστε να μην ακουμπήσει τον αντίχειρα η σούπα, αλλά την ίδια ώρα να είναι καλά σουρωμένο το πιάτο μέχρι πάνω, την αφήνει και απομακρύνεται. Ο νταλικέρης πιάνει το σκορδόξυδο, ρίχνει μια γενναία δόση, σκύβει πάνω από το πιάτο, καθώς ανοίγει άτσαλα το στόμα του φέρνει το κουτάλι κοντά…

Έξι ώρες νωρίτερα έκανε ακριβώς την ίδια κίνηση, αλλά κρατώντας προσεκτικά τη χιλιοφορεμένη του γραβάτα για να μην λαδώσει, ένας μεσήλικας δικηγόρος που είχε τον πελάτη του στην ανάκριση. Τι ταλαιπωρία ήταν κι αυτήν; Από το μεσημέρι στο Μέγαρο αλλά πέτυχε να αφεθεί ελεύθερος ο πελάτης με περιοριστικούς όρους. Δικαίως είναι χαλαρός και γι’ αυτό παρήγγειλε και έναν «παπά» κρασί, κι ας φωνάζει η κυρά του για την πίεση.

Στα ενδιάμεσα και ποιος δεν πέρασε από τα ίδια τραπέζια. Μια παρέα μεθυσμένων νεαρών χαζολογούσε κάνοντας φασαρία. Μιλούσαν για την ΑΕΛ και τις επιλογές του Κούγια που δεν τις προλαβαίνουν πλέον, για τα γκομενάκια που τα κοιτούσαν αλλά κανένας δεν βρήκε το θάρρος να τα μιλήσει καταλήγοντας στο αναπάντητο και αιώνιο ερώτημα «ποιος σηκώνεται αύριο για δουλειά»…

Οι συμπτώσεις μοιάζουν διαβολικές. Την ώρα που ένας αστυνομικός περνάει έχοντας σακούλες με «παραγγελίες» για ποδαράκια και κοτόσουπες πίσω στην υπηρεσία, ένας «μαγκάκος» τον ζυγίζει με το βλέμμα του και αμέσως κάνει νόημα στο φιλαράκι του να τσιλιαριστεί. Αλλά εκείνος ρουφάει αμέριμνος τη μοσχαροκεφαλή του. «Πώ πώ μάγκα μου…» λέει αδιάφορος καθώς βουτάει και μια κομμάτα ψωμί.

Εκεί και τα σερβιτόρια, εκεί και οι τραγουδιάρες, νάσου και οι ταξιτζήδες, από κοντά και οι ταξιδιώτες που ετοιμάζονται να επιβιβαστούν στο τρένο για Αθήνα. Από το πατάρι ακούγονται πολιτικές συζητήσεις. Σα να ακούστηκε η λέξη ΠΑΣΟΚ από κάποιον της παρέας και η λέξη πήγε και κόλλησε σαν μια ανάμνηση, όπως και οι φωτογραφίες από τους σταρ των περασμένων δεκαετιών στον τοίχο. Όλοι επέλεγαν τον πατσά για να κλείσουν τη νύχτα…

«Τι να σου πούμε βρε παιδί; Πατσάς είναι. Πλένουμε, ζεματίζουμε, ξαναπλένουμε, ξαναζεματίζουμε και μετά βράζουμε για πέντε ώρες. Μετά τον ψιλοκόβουμε και τέλος με δική μας συνταγή τον ετοιμάζουμε».

Ο Παναγιώτης Πατσιούρας με τον αδερφό του Μανώλη διατηρούν ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα μαγαζιά με πατσά στη Λάρισα τον γνωστό «Σταθμό Νο2». Μα δεν είναι ο πατσάς σαν φαγητό. Είναι ο πατσάς σαν φιλοσοφία. Εκεί που αρχίζει να καταλαγιάζει η φλόγα του οινοπνεύματος και να μετριούνται τα λόγια.

«Εμείς δεν κλείνουμε ποτέ. 24 ώρες το 24ωρο είμαστε ανοιχτά οπότε τα βλέπουμε όλα. Μέρα και νύχτα». Πίνουμε μια γουλιά καφέ και καθώς βλέπουμε τις φάτσες των πελατών ζητάμε να μας κάνουν μια σύγκριση. Της μέρας και της νύχτας. Ανάβει τσιγάρο ο Μανώλης και λέει «Καμία σχέση. Η νύχτα σαφώς πιο δύσκολη. Είναι το ποτό. Εμείς σκύβουμε το κεφάλι και τα ακούμε όλα. Δεν μιλάμε αυτό είναι το μυστικό». Και από φασαρίες; Τον ρωτάμε «Παλιά είχαν τα στυλιάρια στο πόδι» πετάγεται ο Παναγιώτης «Τώρα δεν υπάρχουν αυτά».

Ανάμεσα στους πελάτες και μερικές γυναίκες. Πατσάς και γυναικείο φύλο φαίνονται δύο έννοιες λίγο ασύμβατες. «Προτιμούν μοσχαροκεφαλή και πόδια. Όχι κοιλιές τις ακούγεται πολύ περίεργο και το αποφεύγουν» ενώ όσον αφορά στα νέα παιδιά για το αν δοκιμάζουν λένε «τους κοιτάμε περίεργα αν θα το φάνε. Όσοι το τρώνε λέμε μεταξύ μας ως αστείο πως πρέπει να έχει πατέρα χασάπη»…

Λογικό ακούγεται. Με τόσα σαντουιτσάδικα και γυράδικα τα τελευταία χρόνια είναι αλήθεια πως δύσκολα πλησιάζουν τέτοιες παραδοσιακές σούπες. Είναι κι αυτή η ρημάδα η κρίση σε όλα τα ρεπορτάζ μέσα… «Τα τελευταία χρόνια ζούμε κάτι που δεν το έχουμε ξαναζήσει. Παλιά βάζαμε κάτι καζάνια 150 κιλά. Τώρα βάζουμε 30-40 ίσα – ίσα για τις ανάγκες της μέρας. Κάποτε έρχονταν οι πελάτες και έλεγαν βάλε κι απ’ αυτό, βάλε και από εκείνο. Τώρα ρωτάνε πρώτα πόσο έχει η μερίδα. Από εκεί να καταλάβεις…».

Του Κώστα Γκιάστα

Gallery άρθρου

Σχετικά Άρθρα