Του Δημήτρη Βάλλα
«Εξέδυσάν με τα ιμάτιά μου, και ενέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην, έθηκαν επί την κεφαλήν μου, στέφανον εξ ακανθών, και επί την δεξιάν μου χείρα, έδωκαν κάλαμον, ίνα συντρίψω αυτούς, ως σκεύη κεραμέως"...
Οδύρεται ο Βυζαντινός ψάλτης για την ασέβεια μέσα στην Μεγάλη Εβδομάδα, και απορεί γιατί τελικά δεν τους συνέτριψε όλους αυτούς ο Ιησούς.
Σήμερα, θα παρακάμψουμε την υμνολογία της Μ. Πέμπτης και θα πάμε στο Τροπάριο της Κασσιανής, αυτό που θα ακουστεί το βράδυ στις εκκλησίες.
Ποια ήταν αυτή η Κασσιανή λοιπόν, ποιος την είχε ερωτευτεί και πώς ως φεμινίστρια της εποχής «έβγαλε γλώσσα» και έγινε αυτό που έγινε...
Πάμε λοιπόν πίσω στους χρόνους του Βυζαντίου...
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ιστορία την συνδέει με τον βασιλέα Θεόφιλο (829-842). Ο χρονογράφος Γεώργιος Μοναχός ή Αμαρτωλός που έζησε τον 9ο αιώνα (P.G. 110,1008) γράφει ότι η μητέρα του αυτοκράτορα, ή κατ’ άλλους η μητριά Ευφροσύνη (Κεδρηνός, τέλη 11ου και αρχές 12ου αιώνα, P.G. 121,985), θέλησε ο υιός της Θεόφιλος να βρει την κατάλληλη σύζυγο, διαλέγοντας μεταξύ πολλών νεανίδων που συγκεντρώθηκαν στα ανάκτορα. Σ’ αυτήν που θα του άρεσε περισσότερο, του έδωσε η μητέρα του να της προσφέρει ένα χρυσό μήλο. Ο Θεόφιλος εντυπωσιάσθηκε από την ομορφιά της Κασσιανής και ελκύσθηκε προς αυτήν. Αλλά θέλησε πριν της δώσει το χρυσό μήλο να ελέγξει και την εξυπνάδα και την ετοιμότητά της. Γι’ αυτό της είπε· «Ως άρα διά γυναικός ερρύη τα φαύλα!» εννοώντας την Εύα. Η Κασσιανή τότε απάντησε εύστοχα και ευφυέστατα· «Αλλά και διά γυναικός πηγάζει τα κρείττονα» εννοώντας την Παναγία. Τότε ο αυτοκράτορας, επειδή πληγώθηκε το γόητρό του από την απάντηση, έδωσε το μήλο σε μια άλλη κοπέλα, την Θεοδώρα, που καταγόταν από την Παφλαγονία της Μ. Ασίας. Έκτοτε η Κασσιανή έκτισε μοναστήρι και έζησε την αφιερωμένη ζωή της μοναχής.
Με βάση την παράδοση ο αυτοκράτορας Θεόφιλος, συνεχίζοντας να είναι ερωτευμένος μαζί της, επιθυμούσε να την δει για μία τελευταία φορά πριν πεθάνει κι έτσι πήγε στο μοναστήρι όπου βρισκόταν. Η Κασσιανή ήταν μόνη στο κελί της γράφοντας το γνωστό τροπάριό της, που ψάλλεται στις Εκκλησίες το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης, όταν αντιλήφθηκε την άφιξη της αυτοκρατορικής ακολουθίας. Τον αγαπούσε ακόμη αλλά πλέον είχε αφιερώσει τη ζωή της στο Θεό γι' αυτό και κρύφτηκε, μη επιθυμώντας να αφήσει το παλιό της πάθος να ξεπεράσει το μοναστικό της ζήλο. Άφησε όμως το μισοτελειωμένο ύμνο πάνω σε ένα τραπέζι. Ο Θεόφιλος ανακάλυψε το κελί της και μπήκε σε αυτό ολομόναχος. Την αναζήτησε αλλά μάταια. Εκείνη τον παρακολουθούσε μέσα από μία ντουλάπα στην οποία είχε κρυφτεί. Ο Θεόφιλος στενοχωρήθηκε, έκλαψε και μετάνιωσε που για μία στιγμή υπερηφάνειας έχασε μία τόσο όμορφη και έξυπνη γυναίκα. Στη συνέχεια βρήκε τα χειρόγραφα της Κασσιανής επάνω στο τραπέζι και τα διάβασε. Μόλις ολοκλήρωσε την ανάγνωση κάθισε και πρόσθεσε ένα στίχο στον ύμνο. Σύμφωνα με την παράδοση ο στίχος αυτός ήταν «ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη». Φεύγοντας εντόπισε την Κασσιανή που κρυβόταν στην ντουλάπα αλλά δεν της μίλησε, σεβόμενος την επιθυμία της. Η Κασσιανή βγήκε από την κρυψώνα της μετά την αναχώρηση του αυτοκράτορα, διάβασε την προσθήκη του και στη συνέχεια ολοκλήρωσε τον ύμνο.
Η μεγάλη αυτή ποιήτρια, υμνογράφος και μελωδός της εκκλησίας μας, η Αγία Κασσιανή, ταξίδεψε στην Ιταλία και την Κρήτη και κατέληξε στην Κάσο ετελείωσε η επίγεια ζωή της. Μετά το θάνατό της, τοποθέτησαν το σώμα της σε μαρμάρινη λάρνακα και την έβαλαν σε παρεκκλήσιο, που ήταν αφιερωμένο στο όνομά της. Σώζεται σήμερα η λάρνακα και το βυζαντινό ψηφιδωτό του 9ου αιώνα μ.Χ. Επίσης στο εκκλησάκι υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα με σημείο του σταυρού και χρονολογία 890 μ.Χ. Κατά πληροφορίες, πάλι από την Κάσο, τα οστά της Οσίας έχουν μεταφερθεί στην Ικαρία.
Αυτά λοιπόν για την Κασσιανή, την φεμινίστρια της εποχής που «έβγαλε γλώσσα» στον αυτοκράτορα, έχασε σε τίτλους αλλά κέρδισε την αιωνιότητα με τους στίχους της...
(Σ.Σ. Οι Φωτογραφίες στο κείμενο είναι του Λεωνίδα Τζέκα)