Εκτύπωση αυτής της σελίδας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ ΡΕΥΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΠΑΝ. ΘΕΣΣΣΑΛΙΑΣ

Το «Σχέδιο Δράσης για τις Ρευματικές Παθήσεις» αλλάζει τα δεδομένα

Δημοσίευση: 04 Μαρ 2016 8:17


Την έγκριση από το Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας έλαβε το «Σχέδιο Δράσης για τις Ρευματικές Παθήσεις», το οποίο φιλοδοξεί να πετύχει την ευρύτερη αναγνώριση σε εθνικό επίπεδο των σοβαρών επιπτώσεων των ρευματικών παθήσεων.
Το Σχέδιο Δράσης αποτελείται από 7 κύριους άξονες που στοχεύουν: στις πολιτικές Υγείας που εξασκούνται και τις άμεσες μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν στον χώρο της Υγείας αλλά και των οικονομικών δεδομένων για την επιβάρυνση του συστήματος υγείας. Στην άμεση και έγκυρη ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των ασθενών, των οικογενειών τους και κυρίως του ευρύτερου κοινού για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ρευματοπαθείς. Στη δημιουργία εκτενών αρχείων καταγραφής ρευματοπαθών στη χώρα. Στην υποστήριξη και τη φροντίδα των χρόνιων ρευματοπαθών. Στην ανάπτυξη κινήματος εθελοντισμού για την υποστήριξη των αναγκών τους. Στην εκπαίδευση του ιατρικού προσωπικού και των επαγγελματιών υγείας αλλά και των ασθενών. Και στην ανάγκη κλινικεργαστηριακής έρευνας για τις ρευματικές παθήσεις με έμφαση στις ιδιαιτερότητες που αντιμετωπίζουν οι ρευματοπαθείς στην Ελλάδα.
Το Σχέδιο Δράσης στοχεύει επίσης στην ανάδειξη της σημασίας των ουσιαστικών μέτρων πρόληψης, πρώιμης διάγνωσης και έγκαιρης έναρξης της κατάλληλης φαρμακευτικής θεραπείας και στην ανάγκη άμεσων παρεμβάσεων που πρέπει να γίνουν για την αποτελεσματική μείωση της νοσηρότητας, της αναπηρίας και του κοινωνικού αποκλεισμού, με απώτερο σκοπό τη βελτίωση της ποιότητα ζωής των ασθενών.
Την πρωτοβουλία για την εκπόνηση αλλά και την υλοποίηση του Σχεδίου Δράσης έχει η ΕΡΕ-ΕΠΕΡΕ μαζί με τους συλλόγους και τις Ενώσεις Ρευματοπαθών.
Στην Ελλάδα οι ρευματοπαθείς ανέρχονται περίπου σε 3.000.000 (13% του πληθυσμού πάσχει από Οστεοαρθρίτιδα, 11% από Οσφυαλγία, 4,8% από Αυχεναλγία, 4,5% από Οστεοπόρωση και 2,1% από τα σοβαρά Αυτοάνοσα Φλεγμονώδη Συστηματικά Ρευματικά Νοσήματα) και οι ρευματικές παθήσεις αποτελούν την πρώτη κατά σειρά αιτία χρόνιου προβλήματος υγείας.Οι ρευματικές παθήσεις προσβάλλουν όλες τις ηλικίες (όχι μόνο τους ηλικιωμένους) και εάν δεν αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά μπορεί να οδηγήσουν σε αναπηρία ή αυξημένο κίνδυνο για τη ζωή του ασθενούς.
«Για μια καλή αρχή και μια σημαντική απόφαση που μας δημιουργεί μεγαλύτερες ευθύνες σε δύσκολους καιρούς» κάνει λόγο ο καθηγητής Παθολογίας-Ρευματολογίας Λάζαρος Σακκάς, διευθυντής της Ρευματολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας, ο οποίος συμπληρώνει ότι «το θεσμικό πλαίσιο υπάρχει, το σχέδιο δράσης εγκρίθηκε και η Πολιτεία πρέπει να υποστηρίξει τις προσπάθειες των ασθενών και των οικογένειών τους. Το έργο των ρευματολόγων στην Ελλάδα έχει αναγνωριστεί σε ολόκληρο τον κόσμο. Καιρός είναι να προχωρήσουμε μποστά και να λύσουμε ένα ένα τα προβλήματα των ρευματοπαθών, όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες».
 Για σημαντική απόφαση έκανε λόγο ο πρόεδρος της Ελληνικής Ρευματολογικής Εταιρείας Παναγιώτης Τρόντζας, τονίζοντας ότι «τίθεται η προτεραιότητα της «πρώιμης διάγνωσης και της έγκαιρης και ορθής θεραπείας. Η Πανεπιστημιακή Ρευματολογική Κλινική και οι συνεργάτες της, οι συνάδελφοι ρευματολόγοι και ιατροί άλλων ειδικοτήτων, οι οργανώσεις των ασθενών και οι οικογένειές τους πρέπει όλοι να βάλουμε τα δυνατά μας για να αναδείξουμε τα προβλήματα των ρευματοπαθών στη Θεσσαλία και σε ολόκληρη την Ελλάδα».
Η Πανεπιστημιακή Ρευματολογική Κλινική εντείνει τις προσπάθειες ενημέρωσης του κοινού και το Σχέδιο Δράσης της Κλινικής με έμφαση στην ενημέρωση των προβλήματων των ρευματοπαθών της Θεσσαλίας θα ανακοινωθεί τον ερχόμενο Σεπτέμβριο κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου Ρευματολογίας και Αυτοανόσων Νοσημάτων που διοργανώνει υπό την αιγίδα του Τμήματος Ιατρικής. Ανάλογες ενέργειες θα γίνουν και μέσα από το Mediterranean Journal of Rheumatology- Ελληνική Ρευματολογία, το επίσημο περιοδικό της Ελληνικής Ρευματολογικής Εταιρείας & Επαγγελματικής Ένωσης Ρευματολόγων Ελλάδας (ΕΡΕ-ΕΠΕΡΕ), εκδότης του οποίου είναι ο καθηγητής Λαζ. Σακκάς μαζί με τον καθηγητή Γεώργιο Κίτα.