Στην άκρη της Γης

Δημοσίευση: 07 Αυγ 2016 17:12 | Τελευταία ενημέρωση: 07 Αυγ 2016 18:26

Του Νίκου Κύρκου

Ένα κοπάδι αφύλαχτες γαλοπούλες, τρέχοντας προς το απέναντι λιβάδι, διέσχισε με μισάνοιχτες φτερούγες τη νεοπαγή άσφαλτο, του μοναδικού ασφαλτοστρωμένου δρόμου που χώριζε στα δύο το καμποχώρι. Μια φοράδα με το μικρό της, φάνηκαν στη μέση της πλατείας, βοσκώντας το αχαμνό χορτάρι.

Δίπλα ένα ψωραλέο άλογο κοιμόταν όρθιο, ριγώντας και χτυπώντας με την ισχνή ουρά του τις αλογόμυγες που του χαλούσαν τη μεσημβρινή ηρεμία. Μια σκρόφα με έξι γουρουνόπουλα έσκαβαν το σκληρό χώμα για τροφή. Κάτασπρες χήνες σήκωναν το λαιμό τους ξεφωνίζοντας και απειλώντας όποιον περνούσε από κοντά τους. Ο σίστρυγος από τα τζιτζίκια που ακόμα ήταν κολλημένα και αόρατα στα κλαδιά και τους κορμούς των δέντρων, εκκωφαντικός. Δυο αγρότες έπαιζαν τάβλι κάτω από την πυκνόφυλλη μουριά, περιμένοντας τη στιγμή για να μετατοπίσουν τα μπεκ, που με απίστευτη δύναμη εκτόξευαν νερό απ΄την πομόνα ποτίζοντας μέρα νύχτα τα καλαμπόκια στα κοντινά χωράφια.

Μια μικρομάνα με το μωρό στην αγκαλιά, πρόβαλε στην αυλόπορτα, κάθισε στο ψηλότερο σκαλοπάτι, άνοιξε το στήθος της κι έβαλε τη ρώγα στο στόμα του μωρού που άρχισε να βυζαίνει λαίμαργα.

Πέρ' απ' την πλατεία τα μικρά χρωματιστά τζάμια του ναού, αντανακλούσαν το απογευματινό φως του ήλιου στην ταβέρνα, όπου το μεσημέρι είχε δοθεί το γεύμα-συχώριο για τα σαράντα προσφιλούς προσώπου. Από εκεί χτυπούσε στο πισσαρισμένο τηλεγραφόξυλο, στην κορυφή του οποίου είχαν από χρόνια κάνει κατοχή οι πελαργοί, που κάθε άνοιξη, μερεμετίζουν με ποικίλα υλικά, άχυρα και ξύλα, την περυσινή φωλιά τους που ο χειμώνας την έχει ξεφτίσει. Κατά διαστήματα προσγειώνονταν οι γονείς για να αφήσουν τη μασημένη τροφή ή να ποτίσουν στο στόμα, τους ξεπαταλωμένους νεοσσούς, που ανοιγόκλειναν ανυπόμονα τα κίτρινα τσιμπίδια τους. Ένα παλιό τρακτέρ ήταν εγκαταλειμμένο έξω από την αποθήκη σιτηρών του Γεωργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού. Στον ίσκιο του πλάτανου, ο παραγωγός που λαγοκοιμόταν με τα πόδια τεντωμένα και την τραγιάσκα χαμηλωμένη στα μάτια ξύπνησε, ενώ τα εναπομείναντα καρπούζια πάνω στην ανοιχτή πλατφόρμα του αγροτικού, έβραζαν εκτεθειμένα στο ολοήμερο λιοπύρι. Μέσα Ιούλη. Από μακριά ακουγόταν ο βόμβος των αυτοκινήτων που διέσχιζαν με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, σαν τεράστιες ποικιλόχρωμες κατσαρίδες τον κεντρικό, διεθνών προδιαγραφών αυτοκινητόδρομο που χωρίζει στα δύο τη χώρα. Τον περασμένο μήνα εγκαινιάστηκε μια τεράστια τοξοειδής γέφυρα, διεθνών και αυτή προδιαγραφών που περνάει εγκαρσίως πάνω από τον δρόμο. Λίγοι περνούν από τη γέφυρα. Οι ντόπιοι λιγόστεψαν. Ελάχιστοι έμειναν στα μέρη τους. Ούτε πουλιά πετάνε όπως παλιότερα που μαύριζε ο ουρανός από τα σμήνη τους. Κούκος δε λαλεί. Κι αυτός θέλει παρέα για να τραγουδήσει. Άμα δεν ακούει ανθρώπινη φωνή σιωπά, χάνεται. Μόνο οι πελαργοί επιμένουν ακόμα να επισκέπτονται αυτά τα μέρη, τα καμπίσια.

Έχοντας δεξιά και αριστερά, τεύτλα, καλαμπόκια, ηλιοτρόπια, με τα κατακίτρινα κεφάλια τους γερτά στον ήλιο, έφτασα στην παραλία κι έστριψα δεξιά. Τον βρήκα να κάθεται σ' ένα κούτσουρο κάτω από το τσαρδάκι. Στα πόδια του η θάλασσα. Η άμμος ζεστή, βαμβακένια. Μια μικρή βάρκα έπαιζε μόνη της με τα κουπιά να τσαλαβουτούν ήσυχα στη θάλασσα, πότε το ένα πότε το άλλο. Πάνω στο ξύλινο, λείο απ' την αλμύρα τραπέζι, μπουκάλι με τσίπουρο και στο πιάτο γαύρος παντρεμένος. Δυο ποτηράκια.

-"Πώς τον κάνεις;" τον ρωτώ δείχνοντας το γαύρο.

-"Ελαφρά βρασμένος μετά, ξύδι, λάδι, σκόρδο στουμπιστό. Λίγο αλάτι. Ίσα ίσα. Πάρε".

Βάζει τσίπουρο. Παίρνω.

Ένας μικρός κάβουρας βγήκε απ' τη θάλασσα, έκανε έναν καρκινικό περίπατο στην παραλία και ξαναβούτηξε. Στο βάθος, μακριά, ένας ξερόβραχος.

-"Πήγες ποτέ;" λέω.

-"Όχι."

-"Είναι μακριά;".

-"Για άλλους πέντε λεπτά. Για μένα μια ζωή. Πάρε μεζέ ".

Αντί για πηρούνι, πιάνει το ποτήρι.

-"Έχει ψάρια;".

-"Για τους φίλους μου και για μένα φτάνουν. Ρίχνω κανένα παραγάδι, καμιά πετονιά".

Είχαμε γνωριστεί ένα βράδυ, όταν τυχαία βρέθηκα στη γειτονιά του. Με συμπάθησε και με κάλεσε. Ψηλός, αδρός, με άσπρη γενειάδα μέχρι τη μέση.

Άπνοια. Ο ήλιος καίει. Όμως κάτω απ' το τσαρδάκι δροσερό αεράκι.

-"Εδώ μένεις και τα βράδια;".

-"Εδώ. Πάρε μεζέ. Έρχονται κάποιοι φίλοι, πότε-πότε. Παίζουν μπουζούκι. Τρίχορδο. Έχουν καλές φωνές".

Πετάει ένα γαύρο στον γλάρο που σκούζει πάνω απ' τα κεφάλια μας. Τον καταπίνει στον αέρα. Σηκώνομαι.

-"Να ξανάρθεις" λέει.

Ρίχνει ψάρια στους γλάρους που πυκνώνουν.

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

INTERCOMM FOODS
Μείνε μαζί μας

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass