ένας κλάδος που κυριαρχείται από την Google και το Facebook. Το κοινοβούλιο της μικρής Πολιτείας στα προάστια της ομοσπονδιακής πρωτεύουσας Ουάσινγκτον, ψήφισε υπέρ ενός νόμου που στοχεύει να αποφέρει περίπου 250 εκατομμύρια δολάρια μετά από ένα χρόνο, έσοδα που προορίζονται για τα σχολεία. «Το Μέριλαντ θα γίνει η πρώτη Πολιτεία της χώρας που θα διασφαλίσει ότι οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες θα πληρώσουν το δίκαιο μερίδιό τους, καθώς αποκομίζουν δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο χρησιμοποιώντας τα προσωπικά μας δεδομένα για την πώληση διαδικτυακών διαφημίσεων», δήλωσε χθες, κάνοντας αναφορά στο Facebook, ο γερουσιαστής Μπιλ Φέργκιουσον, κύριος εισηγητής του νομοσχεδίου.
«Εταιρείες όπως η Amazon, το Facebook και η Google βλέπουν τα κέρδη τους να αυξάνονται θεαματικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας της Covid-19, ενώ οι μικρές επιχειρήσεις μας πασχίζουν να επιβιώσουν».
Λομπίστες στη Σίλικον Βάλεϊ υποστηρίζουν το αντίθετο, μαζί με Ρεπουμπλικάνους, λέγοντας ότι το κόστος του εν λόγω φόρου θα μετακυλιστεί σε επιχειρήσεις, μεγάλες και μικρές, που αγοράζουν διαφημιστικό χώρο σε διαδικτυακές πλατφόρμες.
Άλλες Πολιτείες των ΗΠΑ ενδέχεται σύντομα να ακολουθήσουν το Μέριλαντ, καθώς τα ταμεία τους είναι άδεια μετά από ένα χρόνο περιορισμών στις οικονομικές δραστηριότητες.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΥΘΥΝΕΣ
Η Google και το Facebook βρίσκονται αντιμέτωπες με αγωγές από διάφορες αρχές για κατάχρηση κυριαρχίας και η Amazon και η Apple μπορεί επίσης να υποστούν συνέπειες.
Και από τα δύο πολιτικά στρατόπεδα, εκλεγμένοι αξιωματούχοι θέλουν να επιβάλουν περισσότερες ευθύνες σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από τον σεβασμό του απορρήτου των δεδομένων έως την εποπτεία του διαδικτυακού περιεχομένου.
Ο Λάρι Χόγκαν, ο Ρεπουμπλικάνος κυβερνήτης του Μέριλαντ, είχε ασκήσει βέτο στη νομοθεσία για τον νέο φόρο, αλλά χθες η τοπική Γερουσία ψήφισε υπέρ της παράκαμψης αυτού του βέτο, μετά τη Βουλή των Αντιπροσώπων την Πέμπτη. «Δεν είναι το τέλος αυτής της μάχης», είπε στο Twitter. «Δεν μπορούμε να το αφήσουμε έτσι».