Ελληνικής Γεωργίας στην Κλιματική Αλλαγή», ο υφυπουργός Έρευνας και Τεχνολογίας στο Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Χρίστος Δήμας, τονίζοντας ότι η έρευνα πρέπει να αποτελέσει βασικό πυλώνα προστασίας του περιβάλλοντος και παράλληλης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
Όπως υπογράμμισε, ο ρόλος των επιστημόνων στην αντιμετώπιση του περιβαλλοντικού ζητήματος είναι πολιτικός και οι τελικές αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται βάσει των επιστημονικών προβλέψεων και προειδοποιήσεων, τονίζοντας ότι η κλιματική κρίση είναι μια πραγματικότητα, με τον κλάδο της γεωργίας να κινδυνεύει σημαντικά από τις συνέπειές της. «Στο Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων, επικεντρωνόμαστε σε επενδύσεις στην έρευνα και στην ανάπτυξη καινοτόμων περιβαλλοντικών δράσεων και λύσεων και γι΄ αυτό συμφωνήσαμε σε επίπεδο ΕΕ το 35% του νέου ερευνητικού και αναπτυξιακού ορίζοντα να κατευθυνθεί σε δράσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής», επισήμανε.
Πρόσθεσε, ότι τα οικονομικά οφέλη από την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη της χώρας συνολικά, και ανέφερε ότι η κυβέρνηση προχωρά με 185 ενταγμένα έργα για την αγροδιατροφή, στη δράση ερευνώ/ δημιουργώ/ καινοτομώ.
Χαρακτήρισε ως πολύ σημαντική την πρωτοβουλία σύστασης του εθνικού δικτύου climpact και τόνισε ότι μπορεί να θα αποτελέσει τη βάση για μια ολοκληρωμένη και αποτελεσματική εθνική περιβαλλοντική πολιτική, που θα έχει γνώμονα τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης.
*«Σύνθετο» χαρακτήρισε ο πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Νίκος Παπαϊωάννου, το θέμα του μετριασμού των επιπτώσεων και προσαρμογής της ελληνικής γεωργίας στην κλιματική αλλαγή και τόνισε ότι απαιτεί διεπιστημονική και ολιστική προσέγγιση. Επίσης, χαρακτήρισε ως επιτακτική ανάγκη την ανάληψη δράσης, σημειώνοντας ότι η επιστήμη πρέπει να διαχέεται σε όλους τους τομείς προς όφελος της εθνικής οικονομίας.
*Ο καθηγητής Μανώλης Πλειώνης, συντονιστής climpact και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, είπε ότι είναι αναγκαία η εκπόνηση εθνικών πολιτικών απομείωσης των αποτελεσμάτων της κλιματικής αλλαγής και η ενίσχυση των συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης για καταστροφές, υπογραμμίζοντας ότι πλέον οι χειρότερες προβλέψεις για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής επιβεβαιώνονται καθημερινά και ότι στην Ελλάδα βιώνουμε έντονα καταστροφικά φαινόμενα. Συμπλήρωσε ότι η επιστήμη μπορεί και πρέπει να συνεισφέρει σε αυτήν την προσπάθεια αναπτύσσοντας υπηρεσίες και εργαλεία για την ενίσχυση της πολιτείας και της κοινωνίας στην αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής σε όλα τα πεδία. Υπενθύμισε, ότι πρόσφατα το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών ενέταξε στα «καθήκοντά» του την εντατική έρευνα και ανάπτυξη καινοτόμων εργαλείων στην θεματική αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής.
*«Επιτακτική» χαρακτήρισε την ανάγκη εκπόνησης εθνικών πολιτικών αντιμετώπισης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και ο γενικός γραμματέας Έρευνας και Τεχνολογίας, καθηγητής Αθανάσιος Κυριαζής, τονίζοντας είναι «καιρός να υπάρξει πιο ενεργή και σοβαρή προσέγγιση για την έξυπνη διαχείριση του περιβάλλοντος και την προστασία των φυσικών πόρων». Σημείωσε ότι η αλλαγή κλίματος απειλεί να αυξήσει τις αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και να απομακρύνει αναπτυξιακά οφέλη και αναφέρθηκε στις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Καινοτομίας.
Η ΕΛΙΑ
*Σε βορειότερες περιοχές εκτιμάται ότι θα χρειαστεί να «ταξιδέψει» η ποικιλία της ελιάς Χαλκιδικής στα επόμενα χρόνια, αφού η ανάγκη της σε περισσότερο ψύχος δεν θα ευνοεί την καλλιέργειά της στον νομό λόγω της κλιματικής αλλαγής, επισήμανε ο αναπληρωτής καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Αθανάσιος Μολασιώτης, συντονιστής της δράσης: «Οι Δρόμοι της Ελιάς». Ωστόσο, έσπευσε να επισημάνει ότι με τις σωστές καλλιεργητικές φροντίδες οι παραγωγοί στο νομό Χαλκιδικής θα μπορούσαν από τώρα να «περιφρουρήσουν» τους ελαιώνες τους και να εντοπίσουν τις κατάλληλες μεθόδους ώστε να συνεχίσουν την απρόσκοπτη καλλιέργεια της ποικιλίας.
Το πιο ισχυρό όπλο της ελαιοκομίας στη χώρα, για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, είναι η αξιοποίηση των 50 και πλέον εγχώριων ποικιλιών ελιάς που διαθέτει η Ελλάδα, τόνισε ο ίδιος, στη διάρκεια του διαδικτυακού φόρουμ διαλόγου.
Η Ελλάδα αποτελεί την τρίτη μεγαλύτερη παραγωγό χώρα ελαιολάδου, μετά την Ισπανία και την Ιταλία, και διαθέτει 150 εκατομμύρια δέντρα που καλύπτουν τεράστιες εκτάσεις πανελλαδικά. Ωστόσο, όπως ανέφερε, λόγω και των δομικών προβλημάτων του κλάδου, η χώρα μας χάνει σημαντικά σε υπεραξία συνεπεία της χύδην εξαγωγής, κυρίως στην Ιταλία, με τη συγκεκριμένη απώλεια να έχει υπολογιστεί σε ένα ευρώ/ λίτρο ελαιολάδου.
ΤΟ ΑΜΠΕΛΙ
Την ψήφο εμπιστοσύνης του στις γηγενείς ποικιλίες αμπέλου, πιο όψιμες και ανθεκτικές σε ξηρασία και υψηλές θερμοκρασίες, έδωσε και ο αναπληρωτής καθηγητής ΑΠΘ, Στέφανος Κουνδουράς, συντονιστής της δράσης «Οι Δρόμοι των Αμπελώνων», υπογραμμίζοντας ότι μέσω της κλιματικής αλλαγής και των συνεπειών που επιφέρει στο σύνολο της χώρας «αυτή είναι ίσως η καλύτερη επιλογή για τους Έλληνες αμπελουργούς». Όπως είπε, εάν επιβεβαιωθούν οι πιο δυσοίωνες εκτιμήσεις, που διατυπώνονται αναφορικά με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, μέχρι το τέλος του τρέχοντος αιώνα «η χώρα μας θα έχει περισσότερες θερμές περιοχές και τότε δεν αποκλείεται να απαιτηθεί η μετατόπιση αμπελώνων». Σύμφωνα δε με το χειρότερο σενάριο, εάν επιβεβαιωθεί, τότε «θα χρειαστεί αλλαγή προϊόντος από τους Έλληνες αμπελουργούς», τόνισε. Οι υδατικές συνθήκες γίνονται όλο και πιο ελλειμματικές και η παράταση των ξηρικών συνθηκών δημιουργούν τεράστια προβλήματα στους αμπελώνες στη χώρα μας, σημείωσε, λέγοντας ότι στο στόχαστρο της κλιματικής αλλαγής βρίσκονται, ή θα βρεθούν στο μέλλον, κυρίως τα ελληνικά νησιά, όπως η Σαντορίνη.
Ανέφερε, ότι λόγω της κλιματικής αλλαγής η περίοδος του τρύγου μετατοπίζεται και τόνισε ότι για το επιτραπέζιο σταφύλι αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να είναι επιθυμητή, αφού, λόγω πρωιμότητας, οι τιμές πώλησης θα είναι καλύτερες, αλλά ιδιαίτερα δυσμενής για την οινοποιία σε πολλές περιπτώσεις.
ΤΑ ΟΠΩΡΟΦΟΡΑ
Την ανάγκη οι καλλιεργητές φυλλοβόλων οπωροφόρων δέντρων να επιλέγουν ποικιλίες που παράγουν σταθερά κάθε χρόνο και έχουν μικρές απαιτήσεις σε ψύχος και εφαρμογή χημικών ουσιών για διάσπαση λήθαργου, υπογράμμισε, στην εισήγησή της, η ερευνήτρια του ΕΛΓΟ-Δήμητρα, Δρ. Παυλίνα Δρογούδη. Πρόσθεσε, ότι οι παραγωγοί είναι ανάγκη να γνωρίζουν ποιες είναι οι κατάλληλες ποικιλίες για την περιοχή που βρίσκονται, ενώ σημείωσε ότι «είναι απαραίτητο να εκμεταλλευτούμε τους τοπικούς πληθυσμούς γιατί αποτελούν πολύτιμη πηγή γονιδίων προσαρμοσμένων στις τοπικές συνθήκες». Μεταξύ άλλων, υπογράμμισε την ανάγκη ύπαρξης προγράμματος γενετικής βελτίωσης και για τα φυλλοβόλα οπωροφόρα δέντρα, όπως συμβαίνει στην ΕΕ.
ΤΑ ΣΙΤΗΡΑ
«Η καλλιέργεια σιτηρών φαίνεται ότι θα παραμείνει βιώσιμη στην Ελλάδα», επισήμανε από την πλευρά του ο αναπληρωτής καθηγητής ΑΠΘ, Στέφανος Νάστης, προσθέτοντας, ωστόσο, ότι η κλιματική αλλαγή θα έχει αρνητικές, αλλά και θετικές επιπτώσεις για τους παραγωγούς, ανάλογα με τον τόπο καλλιέργειάς τους. Χαρακτηριστικά σημείωσε ότι «στις ευνοημένες περιοχές της κλιματικής αλλαγής συγκαταλέγεται η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, ενώ αρνητικό θα είναι το αντίκτυπο για τις παραγωγές στη Δυτική Ελλάδα».
Τόνισε ότι όσοι παραγωγοί δεν προσαρμοστούν θα δουν σημαντική μείωση των αποδόσεω ν στις καλλιέργειές τους και εξήγησε ότι σημαντικός παράγοντας των αποδόσεων είναι η χωρική διαθεσιμότητα ύδατος από βροχοπτώσεις. «Καθοριστικός παράγοντας για την επιβίωση παραγωγών σιτηρών αποτελεί η ικανότητα προσαρμογής μέσω τεχνικής διαχείρισης (ποικιλίες, χρόνος, εκπαίδευση, αλλαγή σχεδίου παραγωγής)», ανέφερε. Εξάλλου, σημαντικές αναμένονται οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και στην κτηνοτροφία και αποτελεί «τεράστια πρόκληση η εξασφάλιση πρωτεΐνης στους Έλληνες κτηνοτρόφους, ώστε να διασφαλιστεί επάρκεια και να καλυφθούν οι ανάγκες των καταναλωτών σε παγκόσμιο επίπεδο», επισήμανε ο κτηνίατρος/επιθεωρητής ελεγκτής στη Διεύθυνση Διαχείρισης Ελέγχων Γάλακτος και Κρέατος ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, Δρ. Δημήτρης Γαλαμάτης.
*Το διαδικτυακό φόρουμ διαλόγου με θέμα: «Μετριασμός των επιπτώσεων και Προσαρμογή της Ελληνικής Γεωργίας στην Κλιματική Αλλαγή», διοργανώθηκε από το Εθνικό Δίκτυο για την Κλιματική Αλλαγή - CLIMPACT και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, μέλος του δικτύου CLIMPACT και με την υποστήριξη του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ), που συντονίζει το δίκτυο.