Κάτι τέτοιο είχε συμβεί και το 2000, όταν η Πολιτεία επί κυβέρνησης Σημίτη είχε αποφασίσει και πάλι να τις αλλάξει καταργώντας την υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύματος σ’ αυτές και επιμένοντας, παράλληλα, να αναγράφεται ο αριθμός 666, που συμβολίζει το σατανά. Και η μεν κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος έγινε, τελικά, νόμος του Κράτους παρά τις αντιδράσεις των πιστών και της επίσημης Εκκλησίας, που καθοδηγούσε, τότε, ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ο οποίος ήταν κεντρικός ομιλητής σε δύο συλλαλητήρια, ένα στη Θεσσαλονίκη και ένα άλλο στην Αθήνα. Δεν πέρασε, όμως, η αναγραφή του 666. Ήμουν, μάλιστα, και εγώ ένας απ’ αυτούς, που βρέθηκε στο μεγαλειώδες συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, γιατί δεν μπορούσα, κυρίως, να καταλάβω προς τί η επιμονή για αναγραφή του συγκεκριμένου αριθμού, που σκανδαλίζει τους πιστούς.
Από τότε μέχρι σήμερα συνέβησαν πολλά. Η χώρα μας κατάργησε το εθνικό της νόμισμα, τη δραχμή, και υιοθέτησε το ευρώ στο πλαίσιο της Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης, γεγονός που την έκανε ισότιμο μέλος της Ε.Ε. με νέα δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις. Αποδεχθήκαμε οι Έλληνες, σιγά σιγά, τον Α.Μ.Κ.Α. και τις κάρτες ανάληψης χρημάτων απ’ τα Α.Τ.Μ., που είχαν ως αποτέλεσμα να περιορισθούν οι συναλλαγές στο εσωτερικό των Τραπεζών, να μειωθούν οι ουρές αναμονής και να αποφεύγεται ο συνωστισμός του κόσμου μέσα και έξω απ’ αυτές. Κάποιοι ελάχιστοι, που αντέδρασαν για ένα διάστημα αρνούμενοι τον Α.Μ.Κ.Α., απ’ ό, τι δείχνουν τα πράγματα, συμβιβάστηκαν κι αυτοί, είτε γιατί δε γίνεται να λειτουργούν, διαφορετικά, είτε γιατί έπεσαν θύματα των διευκολύνσεων, που παρέχονται. Άλλωστε, η ζωή εξελίσσεται και με την πάροδο του χρόνου βελτιώνονται οι συνθήκες διαβίωσης των πολιτών, οπότε δεν είναι δυνατόν να πάει κανείς κόντρα στο ρεύμα, εκτός κι αν αποφασίσει, πράγμα δύσκολο έως ακατόρθωτο, να πάει κόντρα στο τρένο της ανάπτυξης πληρώνοντας το ανάλογο τίμημα.
Πέραν αυτών, τα κινητά τηλέφωνα, μέσω των οποίων καταγράφονται τα πάντα, έχουν καταντήσει αναπόσπαστο κομμάτι όλων των Ελλήνων, χριστιανών τε και μη, όχι με άνωθεν εντολή, αλλά με προσωπική επιλογή του καθένα μας χάριν και πάλι των εξυπηρετήσεών μας και της εύκολης επικοινωνίας με τους γύρω μας. Και επειδή η κλεψιά, η βία και η εγκληματικότητα τείνουν αυξανόμενες γέμισαν τα σπίτια, τα γραφεία, οι δημόσιοι χώροι, οι Τράπεζες, τα σούπερ μάρκετ, οι δρόμοι και, γενικώς, όπου υπάρχει μεγάλη κίνηση πληθυσμού, από κάμερες παρακολούθησης χάριν της ασφάλειάς μας. Κάποιοι, μάλιστα, φθάνουν στο σημείο να διαμαρτύρονται, όταν δεν υπάρχει τέτοια κάλυψη και η αστυνόμευση χωλαίνει. Ουσιαστικά, δηλ., εμείς οι ίδιοι πάμε γυρεύοντας και αποζητάμε την παρακολούθηση χάριν του συμφέροντός μας και, μάλιστα, αδιαμαρτύρητα, αφού ο καλός πολίτης δεν έχει να φοβηθεί τίποτε.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες και όταν η επίσημη Πολιτεία δια των εκπροσώπων της, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, διαβεβαιώνει, ότι οι νέες ταυτότητες δεν εμπεριέχουν κάτι διαβολικό, ενώ και η επίσημη Εκκλησία δεν εκφράζει την ανησυχία της για τη συγκεκριμένη εξέλιξη, δεν αποτελεί υποκρισία να διυλίζουμε τον κώνωπα και να καταπίνουμε την κάμηλο; Μήπως θα πρέπει, γι’ αυτό, να ρίξουμε αλλού το βάρος των προσπαθειών μας, αντί να κολαζόμαστε ξιφουλκώντας εναντίον δυνάμεων, που υπηρετούμε, όταν μας βολεύει;
Το λέω αυτό, γιατί ο Χριστιανισμός είναι βιωματική θρησκεία και για να τον νιώσεις, πρέπει να τον ζήσεις στην πράξη και όχι μόνο κρατώντας τους εξωτερικούς τύπους, γιατί, τότε, καταντάς ένας απλός τυπολάτρης και δεν ωφελείσαι παρά ελάχιστα ή και καθόλου. Ο καλός χριστιανός ξέρει να προσεύχεται, να συγχωρεί, να αγαπά ακόμα και τον εχθρό του, να ελεεί τους πάσχοντες και να μετανοεί, όταν κάνει κάτι κακό και σκανδαλίζει. Ξέρει, ακόμη, τον δρόμο, που οδηγεί, συχνά, στον πνευματικό του και στη Θεία κοινωνία βάζοντας μέσα του τον Χριστό, που νίκησε τον θάνατο και κατατρόπωσε τον διάβολο.
Ένας τέτοιος χριστιανός είναι θωρακισμένος κατά τέτοιο τρόπο, ώστε δεν μπορούν να τον βλάψουν ταυτότητες και χαράγματα, γιατί έχει τον Χριστό μέσα του. Ας στρέψουμε, λοιπόν, οι χριστιανοί το ενδιαφέρον μας προς αυτή την κατεύθυνση και όχι στην τυπολατρία, προκειμένου να ελπίζουμε στη σωτηρία της ψυχής μας. Αλλιώς, ματαιοπονούμε.