Γράφει ο Δημήτρης Βάλλας
«Μάνλιχέρ μου χαϊδεμένο
Θάρθη ώρα να βροντάς,
Και θανατηφόρα βόλια
Στους εχθρούς μας να σκορπάς.
Θάρθη ώρα που ‘κει πάνω
Στ’ Αλεξάνδρου μας τη γη,
Θα σε πάμε να χορτάσης δόξα, εκδίκηση, τιμή.
Κάθε βόλι φλογισμένο
Να περνά εχθρών κορμιά,
Και στους σκλάβους να σκορπίζης
Θάρρος και παρηγοριά.
Σαν τ’ αδέλφι σου το πρώτο
Καρυοφύλλι το βαρύ,
Που τα’ αγάπαγαν οι φίλοι
Και το τρέμαν οι εχθροί.
Τέτοιο Μάνλιχερ σε θέλω,
Άπονο, φαρμακερό,
Να πληγώνης, να σκοτώνης
Της πατρίδος καθ’ εχθρό»…
Το ποίημα βρίσκεται σε περίοπτη θέση ανηρτημένο στο Πολεμικό Μουσείο, στο τμήμα του που είναι αφιερωμένο στα όπλα των Βαλκανικών Πολέμων και είναι αφιερωμένο σε ένα όπλο, πρωτοποριακό για την εποχή του και που η ιστορία του είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις πιο κρίσιμες στιγμές και της δικής μας πατρίδας.
Είναι η πρώτη ίσως φορά που μετά το καριοφίλι ένα πυροβόλο όπλο γίνεται ποίημα περνώντας στον χώρο του θρύλου, της αφήγησης, του παραμυθιού.
Αυτόν τον θρύλο με το παράξενο γερμανικό όνομα θα ιχνηλατήσουμε μαζί σήμερα ξυπνώντας αναμνήσεις άλλων, δύσκολων καιρών, τότε που το όπλο ήταν σύντροφος, φίλος και αγαπημένη στο πεδίο της μάχης.
Το Mannlicher-Schönauer (Μάνλιχερ-Σενάουερ) λοιπόν, υπήρξε ένας τύπος επαναληπτικού τυφεκίου, με περιστροφικό γεμιστήρα, που παρήγαγε η Steyer-Mannlicher για τον Ελληνικό Στρατό και αργότερα χρησιμοποιήθηκε και από τον στρατό της Αυστροουγγαρίας.
Το πλέον επιτυχημένο από αυτά τα τυφέκια ήταν το Ελληνικό Mannlicher-Schönauer M1903 των 6,5 mm. Το χαρακτηριστικό κινητό ουραίο ευθείας έλξης καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από ένα πιο κλασικό, στρεφόμενο ουραίο. Η αρχή της λειτουργίας του είχε σχεδιαστεί από το διάσημο Αυστριακό οπλουργό Φέρντιναντ Μάνλιχερ (Ferdinand Mannlicher), εφευρέτη του γεμιστήρα και δημιουργού πολλών τύπων τυφεκίων που χρησιμοποιήθηκαν επί δεκαετίες από τους στρατούς πολλών κρατών σε μεγάλους αριθμούς. Η πρωτότυπη, περιστροφική αποθήκη πυρομαχικών σχεδιάστηκε από τον Ότο Σέναουερ (Otto Schönauer), διευθυντή τότε της αυστριακής οπλοβιομηχανίας, της σημερινής Steyr Mannlicher.
Ο περιστροφικός μηχανισμός της αποθήκης πυρομαχικών Σενάουερ που θεωρήθηκε ευπαθής για στρατιωτική χρήση από τις περισσότερες χώρες στις αρχές του αιώνα, δεν παρουσίασε ιδιαίτερα προβλήματα και η απαλή λειτουργία του κομψού και ελαφρού ελληνικού όπλου συμπληρωνόταν από διάφορες καινοτομίες και πρωτοποριακά εξαρτήματα, που του έδιναν κάποιο προβάδισμα σε σχέση με άλλα πιο διαδεδομένα όπλα. Το ελληνικό Μάνλιχερ διέθετε επιπρόσθετα μέτρα ασφάλειας και αξιοπιστίας, προερχόμενα από τις υψηλές απαιτήσεις των αγοραστών της κυνηγετικής έκδοσης που τότε θεωρούνταν το «όπλο ενός τζέντλεμαν».
Το φυσίγγιο του Μάνλιχερ ήταν το 6.5x54, ένα φυσίγγιο δημοφιλέστατο ανάμεσα στους κυνηγούς μεγάλων θηραμάτων.
Οι επαγγελματίες κυνηγοί ελεφάντων στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση στο φυσίγγιο αυτό, που διέθετε μια μακριά και ιδιαίτερα βαριά βολίδα, η οποία μπορούσε να διαπεράσει μεγάλη μάζα μυών και οστών ακόμα και με χαμηλή ταχύτητα και να φτάσει μέχρι τον εγκέφαλο ή την καρδιά, επιτυγχάνοντας φονικό πλήγμα, ενάντια σε οποιονδήποτε στόχο. Ο διάσημος συγγραφέας Ερνεστ Χέμινγουεϊ το θεωρούσε εξαιρετικό φυσίγγιο για κυνήγι λιονταριών και το σχολίαζε θετικά.
Ο προβληματισμός για την απόκτηση σύγχρονου οπλισμού στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος ξεκινά από το 1895, όταν και άρχισαν οι πρώτοι προβληματισμοί ως προς την επάρκεια των μονόβολων τυφεκίων Gras (γκράδες) με τα οποία ήταν οπλισμένος από 20ετίας ο Στρατός, δεδομένου ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες είχαν ήδη εισαγάγει στους στρατούς τους επαναληπτικά τυφέκια μικρού διαμετρήματος, που όλα έβαλλαν φυσίγγια άκαπνης πυρίτιδας.
Ο ατυχής πόλεμος του 1897 ανέστειλε κάθε ενέργεια πάνω στη διαδικασία επιλογής του νέου όπλου, ενώ συγχρόνως κατέστησε πιο αναγκαία και επείγουσα μια τέτοια αντικατάσταση. Τελικά μετά από χρόνια παλινωδιών υπογράφτηκε το 1905 στην Αθήνα μεταξύ της Ελλάδος και της αυστριακής εταιρείας Oesterrechishe Waffenfabrik Gessellschaft, Steyr, γνωστότερης ως Steyr η πρώτη σύμβαση αγοράς 60.000 όπλων Μάνλιχερ 1 με «ξιφολόγχες μετά θήκης» προς 79 χρυσά φράγκα το ένα. Μέχρι την έκρηξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου είχαν παραγγελθεί 137.454 τέτοια όπλα από τα οποία 23.980 ήταν αραβίδες. Τις παραμονές λήξης του Β’ Βαλκανικού Πολέμου η κυβέρνηση του Βενιζέλου παρήγγειλε στην Steyr άλλα 100.000 τυφέκια από τα οποία πρόφτασαν να παραδοθούν 52.615 πριν η κήρυξη του Α Παγκοσμίου Πολέμου διακόψει την εξαγωγή πολεμικού υλικού από τους εμπολέμους.
Σημαντικός αριθμός όπλων Μάνλιχερ χάθηκε ή καταστράφηκε στις διάφορες πολεμικές περιπέτειες της δεκαετίας 1912-22. Το 1925 η κυβέρνηση Θ. Πάγκαλου για να συμπληρώσει τον φορητό οπλισμό υπέγραψε νέα σύμβαση με την ιταλική εταιρία Breda για την αγορά άλλων 100.000 τυφεκίων. Με αυτά τα όπλα οι Έλληνες μαχητές μεγαλούργησαν στις πολεμικές συγκρούσεις 1940-1941. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, της Αντίστασης και του εμφυλίου χρησιμοποιήθηκε ανεξακρίβωτος αριθμός τυφεκίων και αραβίδων Μάνλιχερ με ελάχιστα πυρομαχικά.
Μια σύντομη λοιπόν αναφορά «τιμής ένεκεν» στον σύντροφο των μαχών ήταν αυτή και μάλλον του έπρεπε! Πολλά στοιχεία αντλήθηκαν από το βιβλίο του Χρήστου Σαζανίδη "Τα όπλα των Ελλήνων".